Συνέντευξη με τις αδερφές Στέλλα-Νικολέτα και Ειρήνη Δροσσά: Wie Bojen Im Meer
Μια από τις ευχάριστες ανακαλύψεις μου στο 19ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ήταν το Wie Bojen Im Meer (Drifting Generation). Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Στέλλας Νικολέτας Δροσσά, όπου παρακολουθεί την αδερφή της Ειρήνη και άλλες τέσσερις φίλες τους σε διάρκεια έξι χρόνων, από το 2010 έως το 2016. Όλες κόρες μεταναστών από Γερμανία, που επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη για σπουδές. Το ερώτημα «να μείνω ή να φύγω» ξεκινά από την κορυφή του παγόβουνου και βυθίζεται όλο και πιο βαθιά, σε αυτό το δύσκολο και συγκινητικό εγχείρημα.
Μια νεαρή σκηνοθέτις που είχε μια ιδέα, δυο αδερφές που έκαναν όνειρα, μια παρέα κοριτσιών που έκαναν προσπάθεια: Με το ένα πόδι στην Ελλάδα και το άλλο πόδι στη Γερμανία. Σε μια Ελλάδα που πεισμώνει αλλά και πληγώνει. Αυτό που ξεκινά με νεανική αφέλεια, αυθάδεια αλλά και όραμα, στην πορεία συγκρούεται βίαια με την οικονομική κρίση και απρόβλεπτους παράγοντες που μοιραία φέρνει η προσωπική ζωή και γίνεται σύνεση, γίνεται αντίληψη και κοινή κραυγή έθνους, πολύ δε περισσότερο μιας γενιάς που καταδικάζεται, είτε φύγει – είτε μείνει, να νιώθει πάντοτε μετέωρη, πάντοτε περιφερόμενη…
– Η ιδιαιτερότητα όλων των χαρακτήρων που παρακολουθούμε είναι ότι είναι όλες κόρες μεταναστών, που επέστρεψαν στην Ελλάδα από Γερμανία. Ήταν αυτή η αρχική σκέψη και η κρίση προέκυψε στην πορεία;
Στέλλα-Νικολέτα: Η ιδέα για την ταινία προέκυψε προτού ακόμα ξεσπάσει η κρίση και, πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των ταραχών και των διαδηλώσεων, με αφορμή το θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Απορούσα με την οργή και την αγανάκτηση που έβλεπα στους νέους αυτής της χώρας, τους οποίους εγώ τους ήξερα διαφορετικούς, πιο φιλειρηνικούς και πιο ήρεμους. Ταυτόχρονα, παρατήρησα στην αδελφή μου αλλά και στο φιλικό περιβάλλον της, ένα είδος παραίτησης. Θα έλεγα, μια αρνητική στάση απέναντι στη ζωή και προπαντός την έλλειψη προσδοκιών και πρωτοβουλίας. Από τη μία έβλεπα τις αντιδράσεις: μαζικές, επιθετικές και οργισμένες, από την άλλη αυτή την παραίτηση. Αυτή η αντίφαση με ξένισε αρκετά. Αυτό ήταν το κίνητρο που με οδήγησε τελικά στην απόφαση να τεκμηριώσω την επικρατούσα κατάσταση.
– Πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν να προσεγγίσετε τις πρωταγωνίστριες;
Στέλλα-Νικολέτα: Η πρώτη προσέγγιση ήταν εύκολη. Εν μέρει, οφείλεται στο ότι προσέγγισα κοντινά μου πρόσωπα: την αδερφή μου και τις φίλες της, οπότε προϋπήρχε μία ορισμένη εμπιστοσύνη. Κυρίως όμως οφείλεται στο γεγονός ότι, υπήρχε οπωσδήποτε η θέληση, από την πλευρά των κοριτσιών, να εκφραστούν οι «αδικίες» που συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα – και αυτό καιρό πριν ξεσπάσει η κρίση. Μετά όμως, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όταν άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγματα και να πιέζονται προσωπικά τα κορίτσια, μειώθηκε η θέληση να βρισκόμαστε για γυρίσματα, γιατί ήταν κουραστικό για εκείνες να αποτυπώνουν την κατάσταση, στην οποία οι ίδιες βρισκόταν. Γιατί, όταν στήσεις μία κάμερα μπροστά σε κάποιον, τον φέρνεις αντιμέτωπο με τη δική του κατάσταση. Όμως θέλω να προσθέσω: η αρχική ιδέα ήταν να φτιάξω ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. Σύντομα όμως κατάλαβα, ότι είναι βαθύτερο το θέμα, για να το διαπραγματευτώ μόνο μέσα σε ένα τέταρτο ή σε ένα μισάωρο.
– Έξι χρόνια είναι μεγάλο διάστημα, ιδίως από το πέρασμα από τη φοιτητική ζωή στην επαγγελματική ζωή. Είναι παράλληλα και ένα συναισθηματικό ταξίδι ωρίμανσης; Πόσο πιστεύετε ότι αλλάξατε αυτά τα έξι χρόνια;
Ειρήνη: Σίγουρα είναι ένα συναισθηματικό ταξίδι ωρίμανσης. Όλες αλλάξαμε μέσα από τις δυσκολίες που συναντήσαμε. Είδαμε τα όνειρά μας να καταρρέουν και ακόμα και τους στόχους μας -που μετά από κάθε ήττα επανακαθορίζαμε – να αποδεικνύονται συνεχώς ανέφικτοι. Κι όταν τα πάντα μέσα και γύρω σου συνθλίβονται, εσύ είσαι αναγκασμένος να συλλέξεις τα κομμάτια σου και να επιλέξεις νέα πορεία. Η ίδια η ζωή σε ωριμάζει και η «κρίση» μας ωρίμασε ίσως με έναν πιο βίαιο τρόπο!
– Πόσο εύκολο ή επίπονο είναι να έχεις κεντρική πρωταγωνίστρια τη μικρή σου αδερφή;
Στέλλα-Νικολέτα: Στην αρχή ήταν αρκετά δύσκολο. Υπήρχε από την πλευρά μου ο φόβος να την πλησιάσω με την κάμερα, γιατί όποτε έστηνα την κάμερα απέναντί της, ήταν σαν να τη στήνω και απέναντί μου. Έπρεπε να διακρίνω το όριο μεταξύ αυτού που θέλω να αφηγηθώ και αυτού που πρέπει να προστατέψω, να παραμείνει προσωπικό.
– Ήταν δύσκολη η προσαρμογή από τη μια χώρα στην άλλη; Κάποιοι αισθάνονται Έλληνες στη Γερμανία και Γερμανοί στην Ελλάδα. Τι είναι τελικά «ξένος» και τι «πατρίδα»;
Ειρήνη: Ξένος είσαι σε κάθε σημείο του κόσμου, όταν δεν γίνεσαι αποδεκτός για αυτό που είσαι και πατρίδα είναι κάθε τόπος, όπου μπορείς να εκφραστείς και να εξελιχθείς με τον τρόπο που ταιριάζει ακριβώς σε εσένα. Όταν οι ρίζες σου είναι «ξένες», είτε λόγω διαφορετικής καταγωγής ή εθνικότητας, είτε επειδή έχεις γεννηθεί σε ξένο τόπο, τότε και οι επιρροές που έχεις δεχτεί αναπόφευκτα σε χαρακτηρίζουν. Ναι, η προσαρμογή ήταν δύσκολη, γιατί πράγματι, ήμασταν Έλληνες στη Γερμανία με αρκετά ελληνική νοοτροπία και ελληνικές αναφορές και κουβαλάμε τη γερμανική νοοτροπία εδώ.
– Πείτε μας 3 λόγους για τους οποίους πιστεύετε ότι ο κόσμος μένει στην Ελλάδα και 3 λόγους για τους οποίους ο κόσμος φεύγει από την Ελλάδα;
Στέλλα-Νικολέτα:
– Μένει στην Ελλάδα: 1) οικογένεια/ φίλοι/ οικειότητα 2) από πείσμα 3) ελληνική νοοτροπία
– Φεύγει από Ελλάδα: 1) οικονομικοί λόγοι 2) ευκολότερη ζωή 3) περιέργεια για κάτι καινούργιο ή κάτι ξένο
– Πείτε μας 3 πράγματα που εσείς προσωπικά αγαπάτε περισσότερο στην Ελλάδα και 3 πράγματα για τα οποία αγαπάτε την Γερμανία.
Στέλλα-Νικολέτα:
– Αγαπώ Ελλάδα : 1) εμπάθεια 2) κλίμα 3) τρόπος ζωής
– Αγαπώ Γερμανία: 1) ποιότητα ζωής 2) δομή της γλώσσας 3) υπευθυνότητα
– Στη συζήτηση μετά την ταινία, ακούστηκε από έναν θεατή ότι μας δείχνει τη ζωή μας, την κρίση, το δημοψήφισμα, την καθημερινότητα μας, έτσι για εμάς, δεν είναι ντοκιμαντέρ. Είναι ή όχι η καταγραφή της ζωής ντοκιμαντέρ για εσάς; Θα θέλατε η ταινία σας να προβληθεί περισσότερο σε Ελλάδα ή εξωτερικό;
Στέλλα-Νικολέτα: Ντοκιμαντέρ είναι ακριβώς αυτό: η καταγραφή της ζωής! Σαν να είναι αυτό που κινηματογραφείται, το είδωλό της μέσα στον καθρέφτη. Χρειάζεται ο λεπτός χειρισμός των θεμάτων που διαπραγματευόμαστε και η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ διεισδυτικότητας και απόστασης, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται, όσο γίνεται βέβαια, η απαραίτητη ουδετερότητα κατά την τεκμηρίωση. Στόχος μου ήταν να διεισδύσω στην ελληνική πραγματικότητα, για να την κατανοήσω καλύτερα -ακριβώς επειδή ζω στο εξωτερικό και γίνομαι αποδέκτης πολλών και διαφορετικών μηνυμάτων, συχνά εις βάρος της χώρας, από την οποία κατάγομαι. Παράλληλα, θέλησα να δημιουργήσω ένα είδος γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ των λαών, που τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζονται δυστυχώς από μία έλλειψη αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού. Στον καθρέφτη κοιτάζουμε για να κρίνουμε, αν είμαστε εντάξει «αυτοκριτική/ Ελλάδα» και ο καθρέφτης -σχεδόν πάντα- δε λέει ψέματα «εξωτερικό».
– Στην ταινία, στα πρώτα χρόνια, λέτε ότι είναι πιο δύσκολα για εσάς να βρείτε δουλειά γιατί είστε από Γερμανία και δεν έχετε γνωστούς. Ταυτόχρονα όμως, το να είστε με το ένα πόδι σε κάθε χώρα δίνει κι άλλες επιλογές. Είναι πιστεύετε για εσάς πιο εύκολο, λόγω εμπειρίας ή γλώσσας να πάτε πίσω, από οποιονδήποτε άλλο;
Ειρήνη: Σίγουρα έχουμε μια ευκολία παραπάνω από κάποιον που δεν έχει ζήσει στη Γερμανία να μεταναστεύσουμε πίσω, από την άποψη ότι γνωρίζουμε τη γλώσσα ή έχουμε φίλους και γνωστούς εκεί ή τις οικογένειές μας ακόμα κλπ. Αλλά αυτό είναι το πρακτικό κομμάτι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το συναισθηματικό κομμάτι. Το πόσο εύκολος ή δύσκολος, δηλαδή, είναι ο επαναπατρισμός – και να σημειώσω εδώ, ότι δεν θέλω να χαρακτηρίσω καμία από τις δύο χώρες ως πατρίδα. Το μεγαλύτερο ζήτημα που προκύπτει λοιπόν, ειδικά σε εμάς τους ομογενείς, είναι ότι γνωρίζουμε εκ των προτέρων τις δύο αυτές χώρες και τις κρίνουμε, βάσει βέβαια των δικών μας προσωπικών κριτηρίων, για τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματά τους. Οπότε, ίσως κάποιες φορές, το να έχει κανείς εμπειρία και προσωπικά βιώματα σε μία χώρα, δε σημαίνει απαραίτητα, ότι θα επιλέξεις με μεγαλύτερη ευκολία να ξανά ζήσεις σε αυτή.
– Η ταινία ξεκίνησε ως project, τελικά όμως μπήκαν και αρκετά προσωπικά, οικογενειακά στοιχεία, κάνοντας την ένα άτυπο ημερολόγιο. Αυτά τα έξι χρόνια σίγουρα το υλικό θα ήταν τεράστιο. Με ποιο κριτήριο τελικά κάτι επιλέχθηκε να μπει ή όχι;
Στέλλα-Νικολέτα: Ήταν μία μακροχρόνια προσπάθεια να «βρούμε» το στόρι μέσα στο άπειρο υλικό, που είχαμε συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είχα κάνει μία εκτεταμένη έρευνα, συλλαμβάνοντας με το φακό μου πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες – επιπτώσεις αυτής της κρίσης, όπως ήταν για παράδειγμα η εννεάμηνη απεργία των Χαλυβουργών στην Αθήνα, ο αγώνας των εργατών στη Βιομέτ στη Θεσσαλονίκη ή κάποιες ομιλίες και εκδηλώσεις που οργανώνονταν στη Γερμανία για το ελληνικό ζήτημα. Αλλά, αυτά και άλλα πολλά ακόμα, δεν μπήκαν τελικά στην ταινία…
Ακολουθήσαμε χρονικές συντεταγμένες και κάναμε ένα είδος ημερολογίου – χρονικό της ελληνικής κρίσης για τα έτη 2010 – 2016. Επιδίωξα να αφηγηθώ το θέμα της κρίσης μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των πρωταγωνιστριών μου, που στην αρχή τις ένωνε η κοινή καθημερινότητα, την οποία ζούσαν ως μία δεμένη παρέα φίλων, ενώ με την πάροδο του χρόνου η καθεμία υπέστη ραγδαίες αλλαγές στη ζωή και ουσιαστικά, βρέθηκαν όλες αναγκασμένες να διαλέξουν έναν πιο μοναχικό δρόμο βιοπάλης και επιβίωσης. Ώσπου τις είδα να βρίσκουν τις λύσεις που ταίριαζαν στην καθεμία ξεχωριστά, ενδυναμωμένες από το προσωπικό δράμα και το βίωμα της κρίσης, να αμβλύνονται οι ορίζοντες μπροστά τους, οδηγώντας τες έξω από τα προσωπικά αδιέξοδα ή το λαβύρινθο, στον οποίο φαίνονταν να έχουν εισέλθει.
Τώρα, όσον αφορά στο πιο προσωπικό κομμάτι: Δεν το είχαμε σχεδιάσει έτσι στην ταινία. Ήταν κάτι απρόβλεπτο, που συνέβη στην αδερφή μου, την Ειρήνη, που ήταν κεντρικός χαρακτήρας στην ταινία αλλά και σε μένα, που ενώ κινηματογραφούσα, βίωνα τις ίδιες προσωπικές δύσκολες καταστάσεις – την ασθένεια και έπειτα την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Οπότε ήταν αναπόφευκτο. Όπως είπε κάποιος: «Ήθελες να κάνεις μία ταινία για την κρίση και σε πρόλαβε η ζωή».
– Πλέον η κρίση γίνεται σιγά σιγά παγκόσμια, αλλά παράλληλα υπάρχει και το έντονο πρόβλημα των μεταναστών και των προσφύγων πολέμου. Ως παιδιά μεταναστών ποιο πιστεύετε είναι το κλειδί στην ομαλή συμβίωση των λαών;
Στέλλα-Νικολέτα: Πιστεύω ότι το κλειδί για την ειρηνική συνύπαρξη των εθνών είναι κατά κύριο λόγο ο αμοιβαίος σεβασμός και η ανεκτικότητα, ανεξαρτήτως εθνικότητας, γλώσσας ή θρησκείας. Επίσης θεωρώ απαραίτητη την ευαισθητοποίηση του κόσμου στο θέμα της προκατάληψης, ώστε να αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις, όπως π.χ. η εχθρικότητα, το μίσος, η σύγκρουση ανάμεσα στα άτομα και τις ομάδες.
– Η συνεργασία σας πάντως απέδωσε καρπούς και λέτε στην ταινία ότι θα συστήσετε εταιρεία μαζί; Ποια είναι τα σχέδια σας για το μέλλον;
Ειρήνη: Την έχουμε συστήσει ήδη το 2014! Είμαστε η Stene Film και εδρεύουμε στη Θεσσαλονίκη. Τα σχέδιά μας για το μέλλον είναι να συνεχίσουμε στην πορεία που ξεκινήσαμε, δηλαδή τα δύο ολοκληρωμένα έργα να συνεχίσουν το ταξίδι που ξεκίνησαν και ίσως να χρησιμοποιήσουμε το υλικό που καταγράφαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια για να αφηγηθούμε νέες ιστορίες, με διαφορετική ματιά, φρέσκια. Προπαντός, όμως, σχεδιάζουμε νέα πρότζεκτ με τους ίδιους, αλλά και με νέους καλλιτεχνικούς συνεργάτες, αναπτύσσουμε νέες ιδέες και σενάρια και χαιρόμαστε για κάθε νέα συνεργασία, είτε μέσα από την Ελλάδα είτε διεθνώς.
Περισσότερα για την ταινία μπορείτε να βρείτε:
>> Στην επίσημη ιστοσελίδα στο stene-film.com
>> Στη σελίδα της ταινίας στο facebook (ελληνικά)
>> Στη σελίδα της ταινίας στο facebook (γερμανικά)