ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Winchester: Το Σπίτι των Φαντασμάτων

winchester to spiti ton fantasmaton 003

two-half-popcorn

Βασισμένο σε αληθινή ιστορία περιγράφει γεγονότα σε ένα από τα πιο ξακουστά στοιχειωμένα σπίτια, την επταώροφη έπαυλη των Ουίντσεστερ, τα οποία προηγήθηκαν του μεγάλου σεισμού του 1906. Εκεί μένει η ηλικιωμένη χήρα Ουίντσεστερ, που ταλαιπωρείται από αρθριτικά και αρνείται να φύγει από την οικεία της, την οποία συνεχώς επεκτείνει, προσθέτοντας δωμάτια, που ακούγονται φήμες ότι της υπαγορεύουν φαντάσματα πως να τα σχεδιάσει. Η χήρα, αντλώντας πλούτη από τη βιομηχανία όπλων του άντρα της νιώθει ενοχές για τις ζωές που χάθηκαν από τα όπλα που κατασκευάζουν. Την ίδια στιγμή, το συμβούλιο της εταιρείας της χήρας έχει ως στόχο να κηρυχθεί ότι έχει χάσει τα λογικά της για να της πάρουν την εξουσία και αποστέλλεται ένας ψυχολόγος να αξιολογήσει την ψυχική της υγεία. Βέβαια σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί βιογραφική ταινία και έτσι πολύ σύντομα το οίκημα θα αρχίσει να βράζει από μεταφυσικές παρουσίες προς τέρψη των θεατών.

Αυξημένες προσδοκίες λόγω του καστ, με Έλεν Μίρεν, Τζέισον Κλαρκ, Σάρα Σνουκ και σε μια ταινία που στο σύνολο της δε καταφέρνει να ξεχωρίσει της μετριότητας και μάλλον μένει στη μνήμη σαν μια ταινία τρόμου της σειράς. Έχει ατμόσφαιρα, σκηνικά, κοστούμια, προσεγμένο φωτισμό, δεν έχει όμως τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα, όπως το Crimson Peak (Πορφυρός Λόφος) του Ντελ Τόρο, που είδαμε πέρσι. Το πιο εντυπωσιακό είναι το ίδιο το οίκημα, στο πραγματικό έγιναν ελάχιστα γυρίσματα και έτσι οι δημιουργοί χρειάστηκε να το χτίσουν σχεδόν από την αρχή στο σετ για τις ανάγκες των γυρισμάτων. Τόσο λοιπόν στα εξωτερικά πλάνα όπου ανάπλασαν την τεράστια έπαυλη, όσο και στα εσωτερικά πλάνα, επιλέγοντας χώρους και δωμάτια, παραπέμπουν στη χλιδή ενός πολυτελούς ξενοδοχείου εποχής (και μια μικρή επιρροή Λάμψης του Κιούμπρικ να διαφαίνεται), κάτι που δυστυχώς δε το εκμεταλλεύεται όσο θα μπορούσε σκηνοθετικά, επιλέγοντας συχνότερα το κοφτό μοντάζ παρά πληθωρικά τράβελιν. Το οίκημα είναι ο μεγάλος συμπρωταγωνιστής και σεναριακά ως «το σπίτι που έχτισαν τα πνεύματα» και θα ήθελε ίσως περισσότερο χρόνο συμμετοχής.

winchester to spiti ton fantasmaton 002

Σεναριακά λοιπόν, επιλέγει έξυπνα την ιστορία του ορμώμενο από την αληθινή ιστορία της κας Ουίντσεστερ. Στα χνάρια του Get Out (Τρέξε), επιλέγει μια ιστορία τρόμου ως εφαλτήριο για να δώσει ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, αν κι αυτές τελικά μένουν δυστυχώς αρκετά αχνές κι ανεκμετάλλευτες. Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα όπου οι ΗΠΑ έχουν μόλις βγει (αν βγήκαν ποτέ) από την εποχή του Far West των καουμπόηδων, αλλά και έναν εμφύλιο πόλεμο (των Βόρειων και Νότιων που έληξε σαράντα χρόνια πριν, 1865) και ενδείκνυται για ενδοσκόπηση των εγκλημάτων και της βίας που προηγήθηκαν. Οι πλούσιοι αποικιοκράτες, όπως η οικογένεια των Ουίντσεστερ, ζουν με τις ενοχές του αίματος με το οποίο έβαψαν τα χέρια τους, άμεσα ή έμμεσα. Οι φόνοι που έγιναν με όπλα που έφτιαξε η βιομηχανία της στοιχειώνει όπως στοίχειωνε έναν επιστήμονα η χρήση των ερευνών του για κατασκευή μιας βόμβας μαζικού αφανισμού. Στα φαντάσματα βλέπουμε μεταξύ άλλων ινδιάνους, μάλιστα έναν πολέμαρχο, όπως και αλυσοδεμένους αφρικάνους σκλάβους, όλους γεμάτους οργή. Η ταινία όμως είναι άτολμη να κάνει άμεσα σχόλιο για τη μάστιγα της οπλοκατοχής και χρήσης όπλων. Οι Αμερικάνοι δε μπορούν τόσο εύκολα να αποδεσμευτούν από το αγαπημένο τους παιχνίδι, τα όπλα και τον πόλεμο. Τέλος, το σενάριο επιφυλάσσει μια μικρή ανατροπή, που ίσως γίνει εύκολα αντιληπτή από τους εξοικειωμένους στο είδος.

Αξιοπρεπείς ερμηνείες από το σύνολο του καστ, χωρίς να ξεχωρίσει κανείς ιδιαίτερα. Δεν υπάρχει κάτι το φαντεζί, καθώς το σενάριο με απλούς διαλόγους και στερούμενο κάποιας ατάκας που να μείνει ως τσιτάτο, δε δίνει ευκαιρίες στους ηθοποιούς για κάποια συγκλονιστική ερμηνεία. Αν μας μένει κάποιος από όλη την ταινία αυτός θα είναι ο νεαρός μπάτλερ, που τον ενσαρκώνει ο Ίμον Φάρεν (τον είδαμε στο Twin Peaks του Λίντς το 2017). Η Μίρεν μοιάζει να το διασκεδάζει να δοκιμάζει διαφορετικούς ρόλους, είχε συμμετάσχει παλαιότερα σε ένα τηλεοπτικό επεισόδιο της Ζώνης του Λυκόφωτος, ενώ ενσάρκωσε τη Μοργκάνα στο Λάνσελοτ το 1981. Η Έλεν Μίρεν έκανε λοιπόν το πέρασμά της και από Horror Movie, αν και δυστυχώς, τη μεγάλη ερμηνεία στην προηγούμενη ταινία της, στο Leisure Seeker (που απολαύσαμε στο 58o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), δίπλα σε έναν εξίσου καταπληκτικό Ντόναλντ Σάδερλαντ, που αμφότεροι θα μπορούσαν να ήταν υποψήφιοι Όσκαρ για τις ερμηνείες τους, δυστυχώς δεν την είδαμε ακόμα στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας.

Το Winchester είναι μια ταινία στην οποία οι φίλοι ταινιών τρόμου θα σπεύσουν να δουν και παρόλο που δε ξεφεύγει της μετριότητας, παρακολουθείται ευχάριστα.

[toggle title=”Δηλώσεις των συντελεστών για την ταινία:”]

(Από συνεντεύξεις για την ταινία – Odeon)

Σε μια απομονωμένη περιοχή 50 μίλια έξω από το Σαν Φρανσίσκο βρίσκεται το πιο στοιχειωμένο σπίτι στον κόσμο. Κατασκευαζόταν με μανιώδεις ρυθμούς, ολημερίς και ολονυχτίς για δεκαετίες, υπό τις οδηγίες της Σάρα Ουίντσεστερ (Έλεν Μίρεν): έχει επτά ορόφους και εκατοντάδες δωμάτια, διαδρόμους που δεν οδηγούν πουθενά και πόρτες πίσω από τις οποίες κρύβεται τοίχος, σαράντα επτά τζάκια, δύο χιλιάδες καταπακτές, αετώματα, πυργίσκους, αυλές, υαλογραφήματα με αποσπάσματα από σαιξπηρικά έργα: «Οι ίδιες αυτές σκέψεις κατοικούν τον μικρό τούτο κόσμο». Στον υπόλοιπο κόσμο μοιάζει με τερατώδες μνημείο που συμβολίζει την τρέλα μιας διαταραγμένης γυναίκας. Όμως η Σάρα δεν το χτίζει για τον εαυτό της, την ανιψιά της (Σάρα Σνουκ) ή τον εκκεντρικό γιατρό Έρικ Πράις (Τζέισον Κλαρκ), τον οποίο έχει καλέσει στο σπίτι. Το έχτισε για να αντιμετωπίσει το ακατανόητο: θύμα ή θύτης, εκατοντάδες πνεύματα που διψούν για εκδίκηση, μερικά καλά και μερικά κακά, φυλακίστηκαν στο άσυλο αυτό και εκείνη ήταν η δεσμοφύλακάς τους. Και το πιο τρομακτικό πνεύμα όλων θέλει να κάνει την Σάρα μία από αυτούς…

Ένα σπίτι-άσυλο και παγίδα για φαντάσματα με την Έλεν Μίρεν.

«Υπάρχει ένας ολόκληρος μύθος γύρω από την Σάρα Ουίντσεστερ», λέει η Μίρεν. «Όσο ζούσε, είχε δημιουργηθεί ένας θρύλος γύρω από το όνομά της και την κατασκευή αυτού του σπιτιού. Το σπίτι χτίστηκε μια εποχή που δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω. Τώρα είναι στον κεντρικό δρόμο του Σαν Χοσέ, έναν δρόμο γεμάτο καταστήματα. Αλλά τότε ήταν απλώς έρημη γη και στο κέντρο της υπήρχε το απίστευτο αυτό κτίριο, που χτιζόταν σιγά-σιγά από μια χήρα που πάντοτε φορούσε μαύρα και δεν άφηνε κανέναν να τη δει. Ήταν πάντα κλεισμένη στο σπίτι. Μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί δημιουργήθηκε αυτός ο θρύλος – και γιατί είναι πολύ δύσκολο να τον διαχωρίσεις από την αλήθεια. Έψαξα πολύ για εκείνη, αλλά δεν κατάφερα να μάθω πολλά: υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για εκείνη. Πιστεύω ότι ήταν μια γυναίκα με οξυμένη ενσυναίσθηση, που νοιαζόταν πολύ τους άλλους. Από την άλλη, η περιουσία που σπατάλησε σε αυτό το σπίτι, δημιουργήθηκε από την επιχείρηση όπλων που είχε η οικογένεια. Είναι μια ενδιαφέρουσα αντίθεση και μυστήριο, που παραμένουν σήμερα».

Το κίνητρό της ήταν, απ’ ό,τι λέγεται τουλάχιστον, καθαρά από αγάπη: ο θρύλος ισχυρίζεται ότι μετά τον θάνατο του συζύγου της και της μικρής τους κόρης, η Σάρα επισκέφτηκε ένα μέντιουμ που την παρότρυνε να χτίσει ένα σπίτι-τάφο για όλες τις ζωές που είχαν χαθεί εξαιτίας των όπλων που εμπορεύονταν ο άντρας της. Βαθύπλουτη μετά τον θάνατό του, η Σάρα επιστράτευσε τις γνώσεις της στην αρχιτεκτονική και το σχέδιο για να φτιάξει ένα οικοδόμημα που εξιλέωνε ψυχές. Το μυστήριο γύρω από τις πράξεις της αφήνει αρκετά περιθώρια στη φαντασία και, όπως ήταν φυσικό, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του κινηματογράφου. Οι σκηνοθέτες που τελικά ανέλαβαν να ζωντανέψουν την ιστορία της είναι ο Πίτερ και ο Μάικλ Σπίεριγκ, αδέρφια και συν-σκηνοθέτες ταινιών όπως τα ««Jigsaw» και «Predestination».

«Πρόκειται για μια ιστορία φαντασμάτων. Μια φοβερά τρομακτική ιστορία φαντασμάτων. Τι το μοναδικό έχει; Βασίζεται σε ένα πραγματικό πρόσωπο. Το σπίτι υπάρχει ακόμη. Όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά. Τα φαντάσματα αυτά στοίχειωναν την Σάρα λόγω των όπλων, μια αληθινή εφεύρεση. Είναι μια ταινία για μια γυναίκα που ήταν εκτός της εποχής της», λέει ο Πίτερ Σπίεριγκ, ενώ ο δίδυμος αδελφός του, Μάικλ Σπίεριγκ, συμπληρώνει: «τη βλέπαμε ως μία έξυπνη, προοδευτική γυναίκα που πληρώνει το τίμημα της κληρονομιάς των όπλων, μια γυναίκα που όλος ο κόσμος θεωρεί τρελή, επειδή δεν ξέρει και δεν καταλαβαίνει».

Πώς ήταν για την Έλεν Μίρεν να δουλεύει με δύο σκηνοθέτες, αντί ενός;

«Μου συνέβη για πρώτη φορά, ήταν ενδιαφέρον! Και φυσικά το γεγονός ότι είναι δίδυμοι έκανε τα πράγματα ακόμη πιο συναρπαστικά. Πραγματικά ήταν σαν να μιλούσα με το ίδιο άτομο. Είχαν, εξάλλου, διαφορετικούς ρόλους στο σετ, ήταν απόλυτα ξεκάθαρο».

Οι δύο σκηνοθέτες αποδίδουν την σύμπνοια αυτή σε όλες τους τις αποφάσεις στο γεγονός ότι έχουν μεγαλώσει με τις ίδιες ταινίες και η προετοιμασία τους πριν φτάσουν στο σετ είναι εξαντλητική:

«Μας ρωτούν πολλοί πώς τα καταφέρνουμε, αλλά για εμάς είναι φυσικό. Συνεργαζόμαστε στενά από την αρχή των πρότζεκτ και σχεδιάζουμε τα πάντα με τέτοια ακρίβεια, που δεν μένει κάτι ασαφές για την ώρα των γυρισμάτων».

Πέρα από τη σπουδαία τους πρωταγωνίστρια, οι δύο σκηνοθέτες είχαν την τύχη να έχουν έναν εξαιρετικό ηθοποιό στον κομβικό ρόλο του γιατρού Έρικ Πράις που επισκέπτεται το εκκεντρικό αυτό σπίτι: τον Τζέισον Κλαρκ («Zero Dark Thirty», «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Αυγή»). Ο Πράις φτάνει στο σπίτι ως εντεταλμένος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας που κληρονομεί η Σάρα, με την εντολή να πιστοποιήσει την ψυχική της αστάθεια και έτσι εκείνη να χάσει την θέση ως επικεφαλής της εταιρείας. Αυτό που δεν ξέρει, όμως, είναι ότι η Σάρα έχει τους δικούς της λόγους για να τον καλέσει εκεί. Ο ορθολογιστής γιατρός θα φτάσει στο σπίτι έτοιμος να αμφισβητήσει τα πάντα και τελικά έρχεται αντιμέτωπος με εμπειρίες που δεν θα φανταζόταν ποτέ. Η σχέση του με την Σάρα είναι κάτι σαν «μονομαχία», σύμφωνα με την Μίρεν, αφού η Σάρα συμβολίζει το παράλογο και μεταφυσικό και εκείνος συμβολίζει τη λογική, απτή, ρεαλιστική πλευρά του κόσμου μας. Eξηγεί ο Κλαρκ:

«Μου αρέσει το γεγονός ότι είναι ένα έξυπνο ψυχολογικό θρίλερ, όχι μία ταινία τρόμου της σειράς στην οποία σκοτώνονται όλοι ένας-ένας. Μου άρεσε ο χαρακτήρας του Έρικ, το γεγονός ότι θα συνεργαζόμουν με την Έλεν Μίρεν που είναι καταπληκτική. Και φυσικά το πόσο έμοιαζαν να αγαπούν την ιστορία οι σκηνοθέτες – θέλουν να κάνουν πράγματα που δεν ακολουθούν την πεπατημένη και αυτό μου αρέσει πολύ».

Η παραγωγή είχε το δύσκολο έργο να αναπαραστήσει τα ιδιόμορφα δωμάτια του σπιτιού με τα σκηνικά της, ενώ μετακόμισε για γυρίσματα τριών ημερών και στο πραγματικό σπίτι των Ουίντσεστερ, που πλέον είναι ανοιχτό για επισκέψεις τουριστών. Παρόλο που οι βασικοί συνεργάτες το επισκέφθηκαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της παραγωγής, ένα μεγάλο κομμάτι του σπιτιού καταστράφηκε ανεπανόρθωτα στον μεγάλο σεισμό του 1906 και άρα η παραγωγή έπρεπε να στραφεί σε αρχεία της εποχής για να συμπληρώσει το παζλ του περίεργου αυτού σπιτιού.

Εκτός από ψυχή της ιστορίας, το σπίτι εξελίχθηκε σε σύμβολο τού πώς το μεταφυσικό παραμένει παντοδύναμος μαγνήτης για την ανθρώπινη φαντασία, εξηγεί ο Πίτερ Σπίεριγκ:

«Οι θεατές θέλουν το μεταφυσικό στοιχείο για να έχουν την αίσθηση ότι ξεφεύγουν από την πραγματικότητα, γιατί τους αρέσει να διερωτώνται για το άγνωστο: εκεί όπου άλλα πράγματα είναι δυνατά. Αλλά ίσως δεν πρέπει να φοβάσαι αυτό που σε κυνηγάει… πρέπει να φοβάσαι τους δαίμονες που είναι μέσα σου! Ένα από τα πιο δυνατά πράγματα στον κόσμο είναι η ικανότητά μας να επηρεάζουμε τους άλλους και να επηρεαζόμαστε από αυτούς, για καλό ή κακό – να καταστρέφουμε ο ένας τον άλλο ή να βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Αυτή είναι μια μεταφυσική ταινία τρόμου που το εξερευνά αυτό».

[/toggle]

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *