ΑφιερώματαΘΕΜΑΤΑΜαθήματα Κιν/κής Ιστορίας

Μουντιάλ: Κινηματογραφικό ταξίδι στις χώρες του 1ου Ομίλου

Πρώτος όμιλος (Βραζιλία, Κροατία, Μεξικό, Καμερούν)

Αυτές τις ημέρες όλη η υφήλιος γυρίζει γύρω από μια μπάλα. Το Παγκόσμιο Κύπελο είναι η μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου και μας δίνει μια υπέροχη αφορμή: να παρουσιάσουμε ένα κινηματογραφικό πανόραμα προς τιμήν των χωρών που συμμετέχουν στη φετινή διοργάνωση.

Χωρισμένο σε ομίλους, κάθε άρθρο θα δίνει μία σύντομη επισκόπηση της κινηματογραφικής ιστορίας κάθε χώρας. Φυσικά, δεν χωράνε ούτε όλες οι ταινίες, ούτε όλοι οι δημιουργοί (γι’ αυτό ονομάζεται και σύντομη επισκόπηση).

Στην πραγματικότητα, το Μουντιάλ μάς δίνει την ευκαιρία για μια γνωριμία με ένα είδος θεάματος που για κάποιες από αυτές τις χώρες –όπως για την οικοδέσποινα Βραζιλία- είναι πεδίο αντίστοιχα σημαντικό με εκείνο του ποδοσφαίρου. Και μας δίνει τη δυνατότητα να μάθουμε πράγματα για άγνωστες κινηματογραφίες (όπως εκείνη του Καμερούν).

Έτσι, αυτή τη φορά ταξιδεύουμε από τις απέραντες βραζιλιάνικες εκτάσεις του Cinema Novo, στα κινούμενα σχέδια της Σχολής του Ζάγκρεμπ και από το πλούσιο κινηματογραφικά Μεξικό στο… Camollywood, τον επίδοξο πρωταγωνιστή του αφρικανικού σινεμά.

Βραζιλία

Με μεγάλη παράδοση στο σινεμά, η Βραζιλία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κινηματογραφικούς «παίκτες» παγκοσμίως. Η πατρίδα του Cinema Novo, ξεκίνησε να βλέπει σινεμά πολύ νωρίς. Η πρώτη ταινία προβλήθηκε στη χώρα, μόλις έξι μήνες μετά την προβολή των αδελφών Λιμιέρ στο Παρίσι. Χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να πάρει μπρος η βιομηχανία του σινεμά στη Βραζιλία (λόγω έλλειψης ηλεκτρισμού), αλλά η περίοδος 1908-1912 ήταν χρυσή εποχή για το βραζιλιάνικο σινεμά με περίπου 100 ταινίες μικρού μήκους να γυρίζονται ανά έτος.

Το επόμενο διάστημα αρχίζουν να γυρίζονται και μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας με το αχανές τοπίο και cangaceiros (τους παρανόμους) να κυριαρχούν –το είδος θα αναβίωνε ξανά τη δεκαετία του 1950 με το O Cangaceiro του 1953, το οποίο κέρδισε δύο βραβεία στο Φεστιβάλ Καννών και έκανε παγκοσμίως γνωστό το σινεμά της Βραζιλίας. Το βραζιλιάνικο σινεμά έχει να επιδείξει αρκετά σημαντικά δήγματα γραφής, όπως το αβάν γκαρντ Όριο του Μάριο Πεισότο, η σημαντικότερη κατά πολλούς ταινία του βωβού βραζιλιάνικου σινεμά. Με την έλευση του ήχου, ιδιαίτερα δημοφιλές έγινε το είδος της chanchada, ένα είδος μιούζικαλ με ρίζες στο βραζιλιάνικο κωμικό θέατρο και στο καρναβάλι. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος ο Χουμπέρτο Μαούρο.

Η Κουβανική Επανάσταση του 1959 δεν θα άφηνε ασυγκίνητους τους βραζιλιάνους κινηματογραφιστές. Το Cinema Novo που ανθίζει στη Βραζιλία τη δεκαετία του 1960 αποτελεί ένα κινηματογραφικό «κίνημα», επηρεασμένο από τον ιταλικό νεορεαλισμό και το γαλλικό νέο κύμα, το οποίο είχε στόχο να καταδείξει την κοινωνική ανισότητα και την πάλη των τάξεων που έπλητταν τη Βραζιλία. «Πάπας» του Cinema Novo θεωρείται ο σκηνοθέτης Νέλσον Περέιρα που σύμφωνα με πολλούς οδήγησε τη Βραζιλία στο νέο είδος σινεμά. Οι Ράνταλ Τζόνσον και Ρόμπερτ Σταμ, ιστορικοί του σινεμά, χωρίζουν το Cinema Novo σε τρεις φάσεις: 1960-1964 (αντίδραση στο εμπορικό σινεμά, πείνα, βία, τα προβλήματα του προλεταριάτου, αλλά και μία αισιόδοξη οπτική. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος ο Γκλάουμπερ Ρόσα), 1964-1968 (η χούντα φέρνει απογοήτευση για την πολυπόθητη αλλαγή, η γλώσσα του cinema novo γίνεται συμβολική και η δράση μεταφέρεται από την σκληρή ύπαιθρο στα αστικά κέντρα) και 1968-1972 (επηρεασμένο από το κίνημα της Tropicalia, βασισμένο στη μυθολογία του κανιβαλισμού).

Μετά το cinema novo, στη Βραζιλία ανθίζει το πορνογραφικό σινεμά, αν και στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη δεκαετία του 1980 το βραζιλιάνικο σινεμά έχει να δώσει σημαντικά βήματα γραφής (όπως το Pixote του 1980) και μία σειρά ταινιών από γυναίκες σκηνοθέτιδες. Τον Απρίλιο του 1990, η κυβέρνηση παγώνει ένα ποσοστό από όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς, το υπουργείο Πολιτισμού κλείνει και το βραζιλιάνικο σινεμά καταρρέει εν μία νυκτί. Από το 1998 το βραζιλιάνικο σινεμά αρχίζει σιγά σιγά να ανθίζει και πάλι, με ταινίες όπως το Central Station του Βάλτερ Σάλες, το Η Πόλη του Θεού του Φερνάντο Μεϊρέγιες και το Καραντίρο του Έκτορ Μπανμπέρο που έχει οδηγήσει σε μία νέα φάση το βραζιλιάνικο σινεμά, μία φάση που ασχολείται με πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της χώρας.

Μερικές χαρακτηριστικές ταινίες: O Cangaceiro, Όριο, Orfeu Negro, Η Πόλη του Θεού, Deus e o Diabo na Terra do Sol

Κροατία

Με μικρή σχετικά παράδοση, το κροατικό σινεμά άρχισε να ανθίζει με την δημιουργία της γιουγκοσλαβικής κινηματογραφικής βιομηχανίας (της οποίας υπήρξε τμήμα) το 1940. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Κροατίας ήταν το Brcko u Zagrebu released του 1917. Καθώς ο Τίτο απαγόρευσε την επαφή με τη Σοβιετική Ένωση, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν επηρέασε έντονα το γιουγκοσλαβικό σινεμά. Παράλληλα, με νόμο ορίστηκε ότι κάθε εθνότητα θα μπορούσε να έχει τις δικές της εταιρείες παραγωγής και τα δικά της κονδύλια -γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη πολλών τάσεων εντός του γιουγκοσλαβικού εδάφους.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο γεννημένος στο Ντουμπρόβνικ, Μπράνκο Μπάουερ, γυρίζει το Don’t Turn Around Son (1956), ενώ δύο χρόνια αργότερα ο Κροάτης Νίκολα Τανχόφερ γυρίζει την περιπέτεια H-8 που παρακολουθεί τη σύγκρουση ενός φορτηγού με ένα πούλμαν και συστήνει στον θεατή τους χαρακτήρες. Ο μοντερνισμός επηρεάζει και τους κροάτες δημιουργούς, όπως τον Βάτροσλαβ Μιμίκα στο Prometej s otoka Viševice (Ο Προμηθέας από το νησί Βισέβιτσα, 1965), τον Ζβονιμίρ Μπερκόβιτς στο Rondo (1965) και τον Άντε Μπαμπάγια στο Μπρέτσα, ενώ ο Κρέσο Γκόλικ εντυπωσιάζει με τις κωμωδίες του.

Εάν υπάρχει κάτι χαρακτηριστικά κροάτικο, αυτή είναι η σχολή κινουμένων σχεδίων του Ζάγκρεμπ. Ο όρος Σχολή του Ζάγκρεμπ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1958 από τον ιστορικό του σινεμά Ζορζ Σαντούλ, ο οποίος παρατήρησε ότι οι ταινίες της Zagreb Film διέθεταν κοινά στοιχεία: έλλειψη διαλόγων, χρήση πρωτότυπων ήχων και μουσικής, θέματα που αναφέρονται σε υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα, ταινίες animation που ξεφεύγουν από τη ντισνεϊκή λογική και υιοθετούν στοιχεία αφηρημένης τέχνης. Ένας από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους είναι ο Μποριβόι Ντοβνίκοβιτς – Μπόρντο. Κροάτες δημιουργοί συμμετείχαν, επίσης, τόσο στο «Μαύρο Κύμα» του γιουγκοσλαβικού σινεμά –του οποίου οι σημαντικότεροι δημιουργοί ήταν Σέρβοι-, όσο και στη Σχολή της Πράγας.

Τα τελευταία χρόνια και κυρίως μετά την ανεξαρτησία της, η Κροατία προσπαθεί πάλι να χτίσει την κινηματογραφία της: Οι Βίνκο Μπρεσάν, Μπράνκο Σμιτ, Όγκνιεν Σβίλιτσιτς αποτελούν μερικούς από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της, γυρίζοντας διάφορα είδη ταινιών, από κωμωδίες μέχρι κοινωνικά δράματα.

Χαρακτηριστικές ταινίες: Don’t Turn Around Son, Surogat, Armin, One Song a Day Takes Mischief Away

Μεξικό


Με πλούσια παράδοση στο σινεμά, το Μεξικό αποτελεί μία από τις σημαντικότερες κινηματογραφίες της Λατινικής Αμερικής. Οι πρώτες ταινίες συνδέονται με τον Σαλβαδόρ Τοσκάνο Μπαραγκάν, ο οποίος εν έτει 1898 γύρισε την πρώτη ταινία με υπόθεση, με τίτλο Don Juan Tenorio. Στη διάρκεια της Μεξικανικής επανάστασης, ο Τοσκάνο γύρισε αρκετά κλιπ με μάχες που το 1950 θα προβάλλονταν ως ντοκιμαντέρ που συνέθεσε η κόρη του. Για να «προστατεύσουν» το λαό από τα διαβρωτικά ήθη οι Αρχές της χώρας επέβαλαν ένα σύστημα λογοκρισίας.

Το Μεξικό ήταν, μάλιστα, η πρώτη χώρα που αντέδρασε στον τρόπο αναπαράστασής της από το αμερικανικό σινεμά. Οι περισσότερες μεξικάνικες ταινίες ανήκαν στο είδος των rancheras (ένα είδος μελοδράματος), ενώ το Χόλιγουντ, παρά τις προσπάθειές του, δεν κατάφερε να κυριαρχήσει σε μεξικανικό έδαφος. Η χρυσή εποχή του ξεκινά τη δεκαετία του 1930. Είναι η περίοδος όπου δρουν καλλιτεχνικά -και συνεργάζονται- ο σκηνοθέτης Εμίλιο Φερνάντες (από τους σημαντικότερους της χώρας), ο διευθυντής φωτογραφίας Γκαμπριέλ Φιγκουερόα και οι ηθοποιοί Ντολόρες ντελ Ρίο και τον Πέδρο Αρμεντάριθ (γύρισαν μεταξύ άλλων το Αγριολούλουδο και το Μαρία Καντελαρία). Εκείνο το διάστημα το σινεμά του Μεξικό δεν είχε αντίπαλο σε λατινοαμερικάνικο έδαφος, γεγονός που οφείλεται και στη γειτνίαση με τις ΗΠΑ. Οι ταινίες του Χόλιγουντ για το λατινοαμερικάνικο κοινό δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν τους θεατές, ενώ οι Μεξικάνοι ηθοποιοί περνούν συχνά τα σύνορα για ένα πέρασμα από τις ταινίες της πατρίδας τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το στοιχείο του φανταστικού και της φυγής κυριαρχούσε συχνά στις μεξικανικές ταινίες. Τη δεκαετία του 1950 ξεχωρίζουν οι δημιουργίες του Λουί Μπουνιουέλ, η μεξικανική περίοδος του οποίου ξεκινά με το Los Olvidados. Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 αν και νέοι σκηνοθέτες ανέλαβαν να ανανεώσουν την μεξικανική κινηματογραφία, αυτή υπέφερε εξαιτίας και της έλλειψης πόρων.

Τη δεκαετία του 1990 ένα «νέο μεξικανικό σινεμά» κάνει την εμφάνισή του, ενώ στις αρχές της νέας χιλιετίας ταινίες όπως τα Θέλω και τη Μαμά σου και Χαμένες Αγάπες ανανεώνουν το σινεμά της χώρας και συστήνουν στο παγκόσμιο σινεμά σπουδαίους σκηνοθέτες όπως ο Αλφόνσο Κουαρόν και ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου, ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο ή ο Κάρλος Ρεϊγάδα.

Χαρακτηριστικές Ταινίες: Μαρία Καντελαρία, Los Olvidados, Θέλω και τη Μαμά Σου, Χαμένες Αγάπες

Καμερούν

Η αφρικανική χώρα έχει λιγότερο γνωστή κινηματογραφία από εκείνη της Νιγηρίας. Αν και ορισμένοι κινηματογραφιστές έχουν γίνει γνωστή, λείπουν οι σοβαρές συνθήκες παραγωγής. Ελάχιστες ταινίες του Καμερούν προβάλλονται στις τοπικές αίθουσες καθώς τον τελευταίο λόγο έχουν οι διανομείς.

Ουσιαστικά, η κινηματογραφική ιστορία του Καμερούν ξεκινά το 1962 με το Aventure en France, ένα ντοκιμαντέρ για καμερουνέζους φοιτητές στη Γαλλία. Ο σκηνοθέτης Ζαν-Πολ Νγκάσα επιστρέφοντας στην πατρίδα του, εργάστηκε σε ταινίες προπαγάνδας. Άλλοι γνωστοί σκηνοθέτες είναι οι: Ντάνιελ Κάμβα, Αλφόνς Μπενί, Ζαν Μαρί Τένο, Ζαν Πολ Μπέκολο, Μπασέκ Μπα Κόμπιο.

Πάντως, η κινηματογραφία του Καμερούν δεν το βάζει κάτω. Αυτοχαρακτηρίζεται ως Καμόλιγουντ (Camollywood) κατά το Μπόλιγουντ ή το γειτονικό Νόλιγουντ (το σινεμά της Νιγηρίας), προβάλλοντας ως ατού το γεγονός ότι μιλά τόσο αγγλικά όσο και γαλλικά (άρα είναι πιο θελκτική για την τοπική αγορά, καθώς κάποιες χώρες χρησιμοποιούν την αγγλική γλώσσα και άλλες τη γαλλική).

Χαρακτηριστικές ταινίες: Chocolat, Aventure en France, Muna Moto, Les Saignantes

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *