Μουντιάλ: Κινηματογραφικό ταξίδι στις χώρες του 8ου ομίλου
Όγδοος Όμιλος: Βέλγιο, Ρωσία, Αλγερία, Νότιος Κορέα
Μπορεί στη Γερμανία να πανηγυρίζουν και όλοι να ασχολούνται (και πάλι με τον Μέσι), αλλά το μουντιαλικό κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών δεν έχει ολοκληρωθεί.
Αυτή τη φορά ταξιδεύουμε στις χώρες του 8ου Ομίλου: Στο γαλλικής και φλαμανδικής κουλτούρας Βέλγιο, στην Ρωσία της πρωτοπορίας, στο σινεμά της Αλγερίας και στη Νότιο Κορέα που τα τελευταία χρόνια έχει αναδείξει σημαντικότατους σκηνοθέτες.
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του 1ου Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του 2ου Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του 3ου Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του 4ου Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του 5ου Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του 6ου Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του 7ου Ομίλου
Βέλγιο
Με δεσμούς συνεργασίας που έφταναν σε βάθος, το Βέλγιο επηρεάστηκε πολύ από το γαλλικό σινεμά και οι πρώτες του ταινίες ήταν συνήθως ταινίες που γυρίζονταν με τη βοήθεια της θυγατρικής εταιρείας της Pathe. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν το Maudite soit la guerre, μια αντιπολεμική δραματική ταινία που γύρισε ο Άλφρεντ Μανσίν το 1913 και προβλήθηκε λίγο πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914.
Τη δεκαετία του 1930 οι Σαρλ Ντεκοκλέρ και Χένρι Στορκ ίδρυσαν τη Σχολή Ντοκιμαντέρ του Βελγίου. Σημαντικό έργο στην ιστορία του βελγικού σινεμά θεωρείται το De Witte (1934) του Γιάν Βαντερχόιντεν, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Έρνεστ Κλες. Η ταινία υπήρξε μεγάλη επιτυχία και μεταφέρθηκε αργότερα και στην τηλεόραση.
Οι Βέλγοι κινηματογραφιστές αγάπησαν και το κινούμενο σχέδιο. Στη διάρκεια του 1960 οι βέλγοι animators, με κορυφαίο τον Ραούλ Σερβέ, απέκτησαν φήμη στο εξωτερικό. Ο Σερβέ κέρδισε αρκετά βραβεία τη δεκαετία του 1960 και το 1979 απέσπασε Χρυσό Φοίνικα για μικρού μήκους ταινία για το Harpya.
Μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του βελγικού σινεμά υπήρξε ο Φλαμανδός Αντρέ Ντελβό. Διανοούμενος και καθηγητής της γερμανικής γλώσσας, είχε σπουδάσει νομική και πιάνο. Ασχολήθηκε με το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ πριν αρχίσει να γυρίζει ταινίες. Τα φιλμ του αποτελούν ένα «κράμα ονείρου και πραγματικότητας, λυρισμού και ρεαλισμού», όπως είχε δηλώσει ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Η γνωστότερη ταινία του είναι ίσως το Μια γυναίκα στο λυκόφως (1979).
Τα τελευταία χρόνια το βελγικό σινεμά έχει γνωρίσει μία άνθιση και έχει γίνει γνωστό διεθνώς εξαιτίας και του έργου των αδελφών Ζαν-Πιέρ και Λικ Νταρντέν (Ροζέτα, Το Παιδί), ενώ πλήθος άλλων σκηνοθετών έχει συμβάλει στην άνθηση που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει το βελγικό σινεμά -από το πρόσφατο Πέρα από τη Λογική, μέχρι το βραβευμένο με LUX Broken Circle Breakdown και το άρτι αφιχθέν στην Ελλάδα 38 Μάρτυρες. Πολλοί είναι, μάλιστα, αυτοί που μιλούν για ένα νέο κύμα φλαμανδικού σινεμά.
Χαρακτηριστικές ταινίες: De Witte, Harpya, Μια γυναίκα στο λυκόφως, Ροζέτα, Broken Circle Breakdown
Αλγερία
Γαλλική αποικία, η Αλγερία χρησιμοποίησε αρχικά τις ταινίες ως μέσο προπαγάνδας για το γαλλικό κράτος ή ως «εξωτικό» τοπίο γυρισμάτων ταινιών (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ατλαντίδα του 1921).
Όπως αναφέρει ο Στάθης Βαλούκος στην «Ιστορία του Κινηματογράφου», στις χώρες της Βόρειας Αφρικής οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι και τα πραξικοπήματα έδωσαν στους κινηματογραφιστές πλούσιο υλικό και συνέβαλαν στη δημιουργία ενός νέου ύφους που αναπτύχθηκε κυρίως στις αραβικές χώρες του Μαγκρέμπ (Αλγερία, Μαρόκο, Τυνησία).
Η Αλγερία αποκτά την ανεξαρτησία της το 1962. Το 1967 ο Μοχάμεντ Λακντάρ-Χαμίνα σκηνοθετεί τον Άνεμο, μία ταινία για μία αγροτική οικογένεια που καταστρέφεται από τον πόλεμο. Η ταινία κέρδισε βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ των Καννών το 1967. Η επόμενη ταινία του Χαμίνα ήταν Τα Χρόνια της Στάχτης που κέρδισε το 1975 το μεγάλο βραβείο στις Κάννες.
Πιο γνωστή ταινία είναι Η Μάχη του Αλγερίου (1966), μία αλγερινή παραγωγή γυρισμένη από Ιταλό σκηνοθέτη (τον Τζίλο Ποντεκόρβο), μία ταινία ανάμεσα σε ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία. Ο Ποντεκόρβο αναβιώνει στην οθόνη τα γεγονότα και δείχνει το πώς η Αλγερία έδιωξε τους γάλλους αποικιοκράτες.
Εδώ αξίζει να αναφερθούμε και στο Ζ του Κώστα Γαβρά που αποτελεί γαλλο-αλγερινή παραγωγή.
Αν και τη δεκαετία του 1980, οι παραγωγές μειώθηκαν και ο πρώτος ενθουσιασμός υποχώρησε, το σινεμά της Αλγερίας έχει δείξει τα τελευταία χρόνια ενδιαφέροντα δείγματα ταινιών, όπως τα Πέρα από το νόμο (Hors-la-loi) και Indigenes του Rachid Bouchared, Ζήτω η Αλγερία. Ένας από τους γνωστότερους Αλγερινούς σκηνοθέτες είναι και ο Μερζάκ Αλουάς (Chouchou, Le Repenti, El – Stouh).
Χαρακτηριστικές ταινίες: Η Μάχη του Αλγερίου, Τα Χρόνια της Στάχτης, Πέρα από το Νόμο, Le Repenti
Ρωσία
Το 1917 υπήρχαν στη Ρωσία 20 μεγάλες εταιρείες παραγωγής. Μετά την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος, όταν ο Λένιν ανέβηκε στην εξουσία, συνειδητοποίησε τη δύναμη του κινηματογράφου. Το σινεμά εθνικοποιείται και το 1919 ανοίγει στη Μόσχα η πρώτη σχολή κινηματογράφου.
Οι επαναστάτες αγκάλιασαν το νέο μέσο και τα πρώτα χρόνια εισήγαγαν πολλές καινοτομίες που άλλαξαν το σινεμά. Βλαντιμίρ Πουντόβκιν, Τζίγκα Βερτόφ και Σεργκέι Αϊζενστάιν υπήρξαν από τους πρωτοπόρους (εισήγαγαν μαζί με τον Λεβ Κουλέχοφ την έννοια του μοντάζ). Ο Πουντόβκιν σκηνοθετεί τη Μάνα (1926), ίσως το πιο γνωστό έργο του, και ακολουθεί Το Τέλος της Αγίας Πετρούπολης (1927). Αξεπέραστο θεωρείται το Θωρηκτό Ποτέμκιν (1926) του Αϊζενστάιν, με σπουδαίο δείγμα σινεμά τη σκηνή στα σκαλιά της Οδυσσού. Είχε προηγηθεί η Απεργία το 1924.
Με την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία, η λογοκρισία γίνεται πιο αυστηρή, οι πειραματισμοί δεν είναι καλοδεχούμενοι, τα θέματα πρέπει να υμνούν τους ήρωες της εργατικής τάξης. Αμηχανία προκάλεσε αρχικά και η έλευση του ήχου. Έχοντας αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα (μία ταινία που γύριζε για το Μεξικό έμεινε ανολοκλήρωτη, η υγεία του δεν ήταν καλή), ο Αϊζενστάιν επιλέγει ως ήρωα τον Αλέξανδρο Νιέφσκι το 1938. Η σκηνή όπου οι γερμανοί ιππότες πνίγονται στα παγωμένα νερά της λίμνης θεωρήθηκε προφητική για τη νίκη της Ρωσίας στο Στάλινγκραντ. Το κύκνειο άσμα του Αϊζενστάιν ήταν ο Ιβάν ο Τρομερός που παρουσιάστηκε σε δύο μέρη, ένα το 1944 και ένα το 1948.
Αναφορά πρέπει να γίνει και στην ταινία ο Τσαπάγιεφ των Σεργκέι και Γκεόργκι Βασίλιεφ.
Μετά τον θρίαμβο της Ρωσίας στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ταινίες φτάνουν να υμνούν τον Στάλιν. Μάλιστα, ο Αντρέ Μπαζέν αναφέρει ότι καθώς ο Στάλιν ταυτίζεται με τη ιστορία, οι ταινίες της περιόδου σημειώνουν «το τέλος της ιστορίας».
Με τον θάνατο του Στάλιν το 1953, το σινεμά αλλάζει και ένας αέρας φιλελευθερισμού πνέει στα κινηματογραφικά πλατό. Ο Γκριγκόρι Τσουχράι γυρίζει τη λυρική Μπαλάντα ενός Στρατιώτη (1957), ο Μιχαήλ Καλατόζοφ γυρίζει την ίδια χρονιά το Όταν Πετούν οι Γερανοί και ο Γκριγκόρι Κόζιντσεφ παραδίδειτον Δον Κιχώτη με τον Νικολάι Τσερκάσοφ στον ομώνυμο ρόλο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 επιτρέπεται η λειτουργία στούντιο στις Λαϊκές Δημοκρατίες, ενώ στη Ρωσία νέοι σκηνοθέτες κάνουν την εμφάνισή τους (Λαρίσα Σεπίτκο, Ελέμ Κλίμοφ).
Ξεχωρίζουν οι αδελφοί Αντρέι και Νικίτα Μιχάλκοφ που μαζί με τον Αντρέι Ταρκόφσκι αποτελούν τους σημαντικότερους ρώσους σκηνοθέτες των δεκαετιών 1970 – 1980. Ο Αντρέι Μιχάλκοφ θα γυρίζει τον Θείο Βάνια (1971) και τη Σιβηριάδα (1978), ενώ ο Νικήτα θα σκηνοθετήσει τα Μηχανικά πιάνα (1977) και τα Πέντε Βράδια (1978), για τη σχέση δύο εραστών.
Την ίδια εποχή κάνει την εμφάνισή του ο Αντρέι Ταρκόφσκι, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου σινεμά, ο οποίος παραδίδει ταινίες αριστουργήματα: από Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν στον Αντρέι Ρουμπλιόφ, το Σολάρις και το Στάλκερ (κατά τη γνώμη μου την καλύτερη ταινία του), τη Νοσταλγία, τον Καθρέφτη, ο Ταρκόφσκι μιλά για τη μνήμη, την αγάπη, το όνειρο.
Μία αναλαμπή του σοβιετικού σινεμά σημειώνεται μετά την άνοδο του Γκορμπατσόφ στην εξουσία και οι ρωσικές ταινίες κατακλύζουν τα διεθνή Φεστιβάλ. Στις αρχές του 1990, οι πολιτικές αλλαγές βάζουν τέλος σε αυτό το κύμα και πολλοί σκηνοθέτες παλεύουν να βρουν τον δρόμο τους. Ο Νικίτα Μιχάλκοφ γυρίζει ταινίες που αποσπούν βραβεία (Ούργκα η γη του έρωτα 1991, Κουρέας της Σιβηρίας 1998).
Ίσως ο σπουδαιότερος σύγχρονος ρώσος σκηνοθέτης να είναι ο Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, ο οποίος με ταινίες όπως η Επιστροφή, Ελένα και Λεβιάθαν έχει κερδίσει κοινό και κριτικούς, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε το έργο του Αλεξάντερ Σοκούροφ που με τη Ρώσικη Κιβωτό δημιούργησε ένα μονοπλάνο-ποίημα στην τέχνη, ενώ το Faust κέρδισε Χρυσό Λέοντα.
Χαρακτηριστικές ταινίες: Η Μάνα, Η Γη, Το Θωρηκτό Ποτέμκιν, Όταν Πετούν οι Γερανοί, Στάλκερ, Κουρέας της Σιβηρίας, Η επιστροφή, Ρώσικη Κιβωτός
Νότια Κορέα
Ο πρώτος που γυρίζει ταινίες στην -ενωμένη τότε- Κορέα ήταν ο Αμερικανός ταξιδευτής, Μπάρτον Χολμς, ο οποίος μάλιστα πραγματοποίησε προβολή για τη βασιλική οικογένεια το 1899. Λίγα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1903, η εφημερίδα The Imperial ανακοίνωσε ότι πραγματοποιήθηκε μία δημόσια προβολή.
Μία από τις πρώτες κορεάτικες ταινίες (αν όχι η πρώτη) ήταν η ταινία Chun Hyang (Ανοιξιάτικο Άρωμα) του 1921, μεταφορά ενός παλιού θρύλου πραγματικής αγάπης, συμφοράς, αρετής, πολιτικής διαφθοράς και θριάμβου των αρχών του κομφουκιανισμού. Τα θέματα αυτά συναντώνται πολύ συχνά στο σινεμά και η ίδια η ιστορία έχει γίνει ταινία αρκετές φορές.
Μία σημαντική πρωτοπορία εκείνης της πρώτης περιόδου ήταν το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες των σινεμά προσλάμβαναν έναν αφηγητή, γνωστό ως πιόνσα, για να εξηγεί την υπόθεση της ταινίας και να αφηγείται τους διαλόγους. Ο πιόνσα, παράλληλα, εισήγαγε στοιχεία πολιτικής σάτιρας και διαμαρτυρίας κατά της ιαπωνικής καταπίεσης. Έτσι, η ταινία Arirang του 1926 θεωρήθηκε ως σύμβολο αντίστασης, γεγονός που μάλλον οφείλεται στις αφηγήσεις του πιόνσα, παρά στην ίδια την ταινία.
Με την έλευση του ήχου, ο ρόλος του πιόνσα δεν ήταν πλέον απαραίτητος. Στις κορεάτικες αίθουσες προβάλλονταν κυρίως οι ταινίες με σαμουράι. Λίγες ταινίες θα γυρίζονταν εκείνη την περίοδο, ανάμεσά τους και άλλη μία μεταφορά του Chun Hyang (1935). Στην πλειοψηφία τους και μέχρι το 1945, οι ταινίες που προβάλλονταν προέρχονταν από την Ιαπωνία και χρησιμοποιούνταν για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Ο πόλεμος της Κορέας είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της κινηματογραφικής παραγωγής. Μετά τον πόλεμο και με τη βοήθεια των ΗΠΑ, η Νότιος -πλέον- Κορέα άρχισε να χτίζει σιγά-σιγά το εθνικό της σινεμά. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία εκείνης της περιόδου ήταν -τι άλλο;- το Chun Hyang (1955), σκηνοθετημένο από τον Λι Κιού-Χιουάν. Την επόμενη χρονιά γυρίζεται άλλη μία επιτυχία: το Chayu Puin (Ελεύθερη Σύζυγος) είναι η ιστορία ενός καθηγητή κολεγίου που ξεκινά μια εξωσυζυγική σχέση.
Το The Housemaid του Κιμ Κι-γιάνγκ και Aimless Bullet του Γιου Χιούν-μοκ που γυρίστηκαν τη διετία 1960-1961 θεωρούνται από τις καλύτερες κορεάτικες ταινίες, ενώ η συμφορά είναι το θέμα του Ji-ok Mun που σκηνοθέτησε ο Λι Γιόνγκ-Μιν το 1962.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, επαναστάτες έφηβοι και ιστορικά έπη κυριαρχούσαν στο κορεάτικο σινεμά. Ο Σιν Σανγκ-οκ, σκηνοθέτης ταινιών όπως το Yonsan Kun (Ο πρίγκιπας Γιονσάν, 1961) ονομάζεται ο Ντε Μιλ της Κορέας. Το 1967 σκηνοθετεί το Manch’ u.
Από το 1973 και μετά κυριαρχούν οι ταινίες προπαγάνδας. Από τη δεκαετία του 1980 ξεκινά μία προσπάθεια ανανέωσης του κινηματογράφου, οι κορεάτικες ταινίες αρχίζουν να ταξιδεύουν σε ξένα φεστιβάλ και να κερδίζουν βραβεία.
Την τελευταία δεκαετία το σινεμά της Νοτίου Κορέας γνώρισε μία άνευ προηγουμένου άνθιση, κυρίως εξαιτίας του έργου τεσσάρων σκηνοθετών: του Τζι Γουν Κιμ (A Tale of Two Sisters, I Saw the Devil, The Good, the Bad, the Weird), του Τσαν Γουκ Παρκ (JSA, Oldboy, Lady Vengeance, Thirst) και του Τζουν Χο Μπονγκ (Memories of Murder, The Host, Snowpiercer). Ο τέταρτος, ο Κιμ Κι Ντουκ αποτελεί μια κατηγορία από μόνος του και έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα σινεμά (Το Νησί, Bad Guy, Το Κορίτσι με το Αγγελικό Πρόσωπο, Time, Άνοιξη, Καλοκαίρι, Χειμώνας και… Άνοιξη και φυσικά το Pieta που κέρδισε και Χρυσό Λέοντα).
Χαρακτηριστικές ταινίες: Chun Hyang, The Housemaid, Oldboy, Memories of Merder, A Tale of Two Sisters, Άνοιξη, Καλοκαίρι, Χειμώνας και… Άνοιξη.
Πηγές: Το Βήμα, «The Cinema in Korea – A Robust Invalid» του Τζέιμς Γουέιντ, Ιστορία του Κινηματογράφου (Στάθης Βαλούκος), Wikipedia, The Oxford History of World Cinema
Καταπληκτική δουλειά, πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα, μπράβο τάιλερ.