Μουντιάλ: Κινηματογραφικό ταξίδι στις χώρες του 3ου Ομίλου
Τρίτος Όμιλος (Κολομβία, Ελλάδα, Ιαπωνία, Ακτή Ελεφαντοστού)
Αυτές τις ημέρες όλη η υφήλιος γυρίζει γύρω από μια μπάλα. Το Παγκόσμιο Κύπελο είναι η μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου και μας δίνει μια υπέροχη αφορμή: να παρουσιάσουμε ένα κινηματογραφικό πανόραμα προς τιμήν των χωρών που συμμετέχουν στη φετινή διοργάνωση.
Χωρισμένο σε ομίλους, κάθε άρθρο δίνει μία σύντομη επισκόπηση της κινηματογραφικής ιστορίας κάθε χώρας. Φυσικά, δεν χωράνε ούτε όλες οι ταινίες, ούτε όλοι οι δημιουργοί (γι’ αυτό ονομάζεται και σύντομη επισκόπηση).
Από τις απόπειρες της Κολομβίας να ανταγωνιστεί το σινεμά άλλων λατινοαμερικάνικων χωρών (έχοντας και ως σύμμαχο καλλιτέχνες όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες), μέχρι το ιαπωνικό σινεμά με την κουλτούρα του θεάτρου που υπήρξε έμπνευση για δεκάδες σκηνοθέτες και από εκεί μέχρι τη Μεσόγειο και την Ελλάδα του πολιτικού σινεμά και των σύγχρονων προσπαθειών και στην Ακτή του Ελεφαντοστού με τα τεράστια κινηματογραφικά προβλήματα, ο Τρίτος Όμιλος του Μουντιάλ έχει συναρπαστικές ιστορίες να αφηγηθεί.
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του Α Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του Β Ομίλου
Κολομβία
Λίγο μετά την έλευση του κινηματογράφου στην Κολομβία, ξέσπασε ο Πόλεμος των 100 ημερών και η κινηματογραφική παραγωγή πάγωσε. Οι πρώτες ταινίες έδειχναν τη φύση ή καθημερινές στιγμές από τη ζωή των πολιτών της Κολομβίας. Οι αδελφοί Ντομένικο, ιδιοκτήτες κινηματογραφικής αίθουσας στην πρωτεύουσα Μποκοτά γυρίζουν το πρώτο ντοκιμαντέρ με τίτλο El drama del quince de Octubre, μία ταινία που εξιστορούσε τη δολοφονία του στρατηγού Ραφαέλ Ουρίμπε και που προκάλεσε συζητήσεις. Πρώτη ταινία μυθοπλασίας θεωρείται το Μαρία του 1922, το οποίο έχει πια χαθεί. Εξαιτίας της προτίμησης για ξένες ταινίες, στη χώρα δεν γυρίζονται ταινίες από το 1928 έως το 1940 –με εξαίρεση μόνο μία που δεν προβλήθηκε στις αίθουσες. Και γενικά η Κολομβία έχει να επιδείξει μικρή παραγωγή σε σχέση με άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εν μέσω πολλών προβλημάτων, στη δεκαετία του 1950, δύο καλλιτέχνες από άλλους χώρους –ο συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο ζωγράφος Ενρίκε Γκράου- προσπαθούν να δώσουν πνοή στην κινηματογραφική βιομηχανία με το σουρεαλιστικό μικρού μήκους La langosta azul (Ο Μπλε Αστακός). Ο Γκαρσία Μάρκες συνέχισε να εργάζεται στο σινεμά ως σεναριογράφος.
Τη δεκαετία του 1970 εμφανίζεται ο όρος pornomiseria –όχι μόνο στην Κολομβία, αλλά και στη Βενεζουέλα και την Βραζιλία- που χαρακτηρίζει ένα είδος ταινιών που περιλαμβάνουν φτώχεια και ανθρώπινη δυστυχία με στόχο να προσελκύσουν χρήματα και φήμη στο εξωτερικό. Οι επικριτές του είδους μιλούν για εκμετάλλευση και λάθος παρουσίαση της ζωής στην Λατινική Αμερική. Στο είδος αυτό ανήκει το Gamin (1978) του Τσίκο Ντουράν.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ιδρύεται και ένα κινηματογραφικό ταμείο, το οποίο στη διάρκεια 10 ετών βοήθησε περίπου 29 ταινίες να γυριστούν. Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε ότι στη δεκαετία του 1980 η ομάδα Cine Mujer που περιλάμβανε γυναίκες δημιουργούς από την Κολομβία κατάφερε να γυρίσει πολλά ντοκιμαντέρ, ορισμένα από τα οποία περιείχαν και στοιχεία μυθοπλασίας. Στο είδος του ντοκιμαντέρ αξίζει να αναφέρουμε το Chircales (1972) των Μάρτα Ροντρίγκες και Χόρχε Σίλβα.Τα τελευταία χρόνια αναγνώριση έχουν κερδίσει ταινίες όπως τα La vendedora de rosas (Ο πωλητής τριαντάφυλλων) του Βίκτορ Γκαβίρια, σημαντική φιγούρα του κολομβιανού σινεμά, και Bolívar soy yo (Είμαι ο Μπολιβάρ, 2002) του Χόρχε Αλί Τριάνα, ενώ το Soñar no Cuesta Nada σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, ενώ ξεχώρισε και το Maria full of Grace αμερικανο-κολομβιανή συμπαραγωγή με πρωταγωνίστρια την Καταλίνα Σαντίνο Μορένο.
Χαρακτηριστικές ταινίες: La Langosta Azul, Gamin, Chicarles, Είμαι ο Μπολιβάρ, Maria Full of Grace
Ελλάδα
Οι Αθηναίοι βλέπουν πρώτη φορά σινεμά στα 1897. Η αρχή του ελληνικού κινηματογράφου θεωρείται το 1905 και το 1906 με τις ταινίες των αδελφών Γιαννάκη και Μίλτου Μανάκια (πρωτοπόρων στον βαλκανικό χώρο), που κινηματογράφησαν την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας ενώ βρισκόταν ακόμα υπό οθωμανική κατοχή. Ωστόσο, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ελληνικού κινηματογράφου θεωρείται η Γκόλφω του Περεσιάδη (1914). Η ταινία βασίζεται στο πασίγνωστο, στο ελληνικό κοινό, βουκολικό ειδύλλιο του Σπύρου Περεσιάδη. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κυριαρχούν τα επίκαιρα, ενώ στη δεκαετία του 1920 ξεχωρίζουν οι Περιπέτειες του Βιλλάρ, Αστέρω του 1929 (η πρώτη εμπορική επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου), Ο Μάγος της Αθήνας, ενώ το 1931 γυρίζεται το Δάφνις και Χλόη, ταινία ιδιαίτερα σημαντική για τον ελληνικό κινηματογράφο. Το τοπίο αλλάζει ο Φιλοποίμην Φίνος, ο οποίος ιδρύει το 1939 τα Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο και σκηνοθετεί Το τραγούδι του χωρισμού (η πρώτη και τελευταία ταινία σε σκηνοθεσία του ίδιου). Το 1942 ιδρύει τη Φίνος Φιλμ. Στη διάρκεια της κατοχής ξεχωρίζουν οι ταινίες Η φωνή της καρδιάς και Χειροκροτήματα και εντύπωση προκαλεί ο Δημήτρης Χορν που κάνει την εμφάνισή του στις ταινίες. Ο πόλεμος και ο εμφύλιος αφήνουν ανοιχτές πληγές στην ελληνική επικράτεια και χρειάζονται αρκετά χρόνια (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950) για να αρχίσει η παραγωγή ταινιών. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου. Ταινίες ορόσημα για το ελληνικό σινεμά γυρίζονται εκείνη την περίοδο: Πικρό Ψωμί (1951 σε σκηνοθεσία Γ. Γρηγορίου), Μαγική πόλη, ο Δράκος (1953,1956 σε σκηνοθεσία Ν. Κούνδουρου), η Στέλλα, Το κορίτσι με τα μαύρα (1955,1956 σκηνοθεσία Μ. Κακογιάννη), Η κάλπικη λύρα (1955 σε σκηνοθεσία Γ. Τζαβέλα), ενώ παράλληλα η Φίνος Φιλμ γυρίζει επιτυχίες και δημιουργεί διάσημους αστέρες, μία επιτυχία που θα γιγαντωθεί τη δεκαετία του 1960 με τις ταινίες των Αλέκου Σακελλάριου και Γιάννη Δαλιανίδη να ξεχωρίζουν.
Η δικτατορία έρχεται να εμποδίσει τη μεγάλη άνθηση του εμπορικού ελληνικού σινεμά, ωστόσο μέσα από την κατάσταση της πολιτικής αναταραχής θα αναδυθούν σπουδαίοι σκηνοθέτες. Αυτός που ξεχώρισε και στο εξωτερικό ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο οποίος ξεκινά την καριέρα του με την Αναπαράσταση (1970) και ακολουθεί μία σειρά σημαντικότατων ταινιών: Μέρες του ’36, Ο θίασος, Το Μετέωρο βήμα του Πελαργού, Το Βλέμμα του Οδυσσέα, ενώ με το Μια Αιωνιότητα και Μία Ημέρα κερδίζει Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Την ίδια εποχή αρχίζει να γυρίζει ταινίες και ο Παντελής Βούλγαρης (Το Προξενιό της Άννας, Χάπι Ντέι, Ακροπόλ και άλλες). Η ταινία που αποτελεί όμως τον θεμέλιο λίθο του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου είναι το Κιέριον του Δήμου Θέου, μία φανερά πολιτική ταινία. Άλλη σημαντική δημιουργία της περιόδου είναι η Ευδοκία (1971) του Αλέξη Δαμιανού.
Η δεκαετία του 1980 αποτελεί μία δύσκολη περίοδο για τον ελληνικό κινηματογράφο. Η κυριαρχία της τηλεόρασης και η έλευση του βίντεο οδηγούν σε μία άνθηση της βιντεοταινίας. Είδη και θεματικές κάνουν την εμφάνισή τους: από τη Μανία του Γιώργου Πανουσόπουλου, στο Βαριετέ του Νίκου Παναγιωτόπουλου και Τα Σημάδια της Νύχτας του Πάνου Κοκκινόπουλου, τις νουάρ ταινίες του Νίκου Νικολαϊδη (Γλυκιά Συμμορία, Πρωινή Περίπολος, Singapore Sling) ή ταινίες ιστορικές-βιογραφικές (Ελευθέριος Βενιζέλος, Ρεμπέτικο, Καβάφης). Στη δεκαετία του 1990, κωμωδίες όπως το Safe Sex γνωρίζουν εμπορική επιτυχία. Ο ελληνικός κινηματογράφος ψάχνει να βρει τον δρόμο του και από τα μέσα του 2000 μπορούμε να πούμε ότι αρχίζει να τον βρίσκει. Οι σύγχρονες ελληνικές ταινίες γνωρίζουν επιτυχία στο εξωτερικό (μία επιτυχία που ξεκίνησε με τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου που έφτασε και στα Όσκαρ), αν και δυσκολεύονται να κόψουν εισιτήρια στο εσωτερικό. Σκηνοθέτες όπως η Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη ή ο Γιάννης Οικονομίδης, καθώς και δεκάδες άλλοι νέοι σκηνοθέτες προσπαθούν να βρουν τον δρόμο τους στο κινηματογραφικό τοπίο με ελάχιστη στήριξη από την πολιτεία.
Χαρακτηριστικές ταινίες: Δάφνις και Χλόη, Στέλλα, Ο Δράκος, Ο Θίασος, Το Προξενιό της Άννας, Πρωινή Περίπολος, Κυνόδοντας
Ιαπωνία
Με μεγάλη παράδοση στο θέατρο, ήταν φυσικό οι πρώτες κινηματογραφικές απόπειρες να ήταν κινηματογραφήσεις θεατρικών παραστάσεων. Η πρώτη ταινία του ιαπωνικού σινεμά θεωρείται ότι είναι το Ας κάνουμε έναν περίπατο κάτω από τα φυλλώματα των δέντρων (1902) που δείχνει σκηνές από μία παράσταση Καμπούκι. Την περίοδο του βωβού σινεμά, αναπτύχθηκε ένας τρόπος προβολής μοναδικός στον κόσμο, εμπνευσμένος από το Θέατρο Νο. Ένας αφηγητής βρισκόταν στην κινηματογραφική αίθουσα και σχολίαζε τα τεκταινόμενα. Ο αφηγητής εξαφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και οι αίθουσες ακολουθούν πλέον τα δυτικά πρότυπα παρουσίασης. Στη διάρκεια του πολέμου γυρίζονται ταινίες για την τόνωση του ηθικού, ενώ μεταπολεμικά πέντε μεγάλες εταιρείες ελέγχουν την παραγωγή και τη διανομή. Από εκεί προέρχονται και ταινίες που –μετά τον όλεθρο της Χιροσίμας και του Ναγκασάκι- εκφράζουν όλη την ανησυχία για την πυρηνική ενέργεια, ταινίες με μυθικά τέρατα όπως ο Γκοτζίλα. Σημαντικός σκηνοθέτης του είδους είναι ο Ινοσίρο Χόντα. Έχοντας εγγεγραμένο στο DNA τους τη θεατρική παράδοση, αλλά επηρεασμένοι και από τον νεορεαλισμό, νέοι σκηνοθέτες εμφανίζονται εκείνη την περίοδο.
Η δεκεαετία του 1950 είναι η Χρυσή Εποχή του ιαπωνικού σινεμά. Είναι η περίοδος των μεγάλων «δασκάλων» Γιασουτζίρο Όζου, Ακίρα Κουροσάβα και Κένζι Μιζογκούτσι. Ο πρώτος το 1953 γυρίζει το Ταξίδι στο Τόκιο, ενώ ο Μιζογκούτσι παραδίδει μία σειρά σημαντικότατων έργων: από τη Ζωή της Οχάρου (1951) στους Σταυρωμένους Εραστές (1954) και από εκεί στο κορυφαίο του έργο, το Ουγκέτσου Μονογκατάρι (1954). Ο Ακίρα Κουροσάβα διέπρεψε στην κινηματογραφική μεταφορά γνωστών λογοτεχνικών έργων, τα οποία «μπολιάζει» με την ιαπωνική παράδοση. Έτσι παραδίδει το Ραν, ενώ το Ρασομόν (1951), Οι Επτά Σαμουράι (1954) και Ο Θρόνος του Αίματος (1956) αποτελούν τις σπουδαιότερες ταινίες του. Παράλληλα, ορισμένοι σκηνοθέτες υπηρετούν το είδος του «ιαπωνικού νεορεαλισμού». Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Κον Ιτσικάουα.
Τη δεκαετία του 1960 εμφανίζεται ο κριτικός και θεωρητικός –και μετέπειτα σκηνοθέτης- Ναγκίσα Όσιμα, ο οποίος αποτελεί εκφραστής του «νέου υποκειμενισμού», μιας τάσης που ζητά να επαναφέρει το ιαπωνικό στοιχείο στο σινεμά. Ο κινηματογραφικός φακός στρέφεται στον άνθρωπο και τα θέματα αντλούνται από την καθημερινότητα. Ο Όσιμα υπεύθυνος για το ερωτικό, Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων (1976). Άλλος μεγάλος εκφραστής της τάσης αυτής ήταν ο Γιοσισίγκε Γιόσιντα (Έρως και σφαγή, 1969), ενώ ο Σοχέι Ιμαμούρα (Η μπαλάντα του Ναραγιάμα, Το Χέλι) στρέφεται στην ιαπωνική επαρχία. Τα τελευταία χρόνια αξιόλογα δείγματα σινεμά έχουμε δει από τον Τακέσι Κιτάνο (Πυροτεχνήματα), ανάμεσα σε άλλους. Η σημαντικότερη μορφή του σύγχρονου ιαπωνικού σινεμά παραμένει όμως ο Χαγιάο Μιγιαζάκι (πριγκίπισσα Μονονόκε, Spirited Away), κυρίαρχος του animation με θεματικές που έχουν να κάνουν με την ειρήνη, την οικολογία, τον άνθρωπο.
Χαρακτηριστικές ταινίες: Ουγκέτσου Μονογκατάρι, Ρασομόν, Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων, Spirited Away
Ακτή Ελεφαντοστού
Η Ακτή Ελεφαντοστού απέκτησε την ανεξαρτησία της τη δεκαετία του 1960. Νωρίτερα, βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 κινητά σινεμά γυρνούσαν από χωριό σε χωριό προβάλλοντας επίκαιρα και μικρού μήκους ταινίες. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και του 1950 η παραγωγή είναι ελάχιστη. Η έλευση της τηλεόρασης στη δεκαετία του 1960 ουσιαστικά «παγώνει» την ελάχιστη κινηματογραφική παραγωγή. Ωστόσο, η τηλεόραση αποτελεί πεδίο εργασίας για πολλούς σκηνοθέτες. Μία από τις πρώτες ταινίες της χώρας είναι το Korogo του Γκέοργκες Κέιτα (1964). Την ίδια χρονιά έρχεται και η πρώτη παραγωγή της ανεξάρτητης πλέον χώρας La Femme au Couteau. Μετά την ανεξαρτησία και σε συνεργασία με τη Γαλλία εισέρρευσαν κεφάλαια στη χώρα για την κινηματογραφική παραγωγή. To 1969 o Ενρί Ντουπάρκ σκηνοθετεί το Mouna ou le Rêve d’un artiste. Τη δεκαετία του 1970 επιλέγονται περισσότερο κοινωνικά θέματα (Abusuan -1972, Amanie -1972).
Σημαντικός άνθρωπος του κινηματογράφου της δεκαετίας του 1970 ήταν ο Ζαν Λουί Κούλα. Άλλοι γνωστοί σκηνοθέτες είναι οι: Ντεζιρέ Εκαρέ, Φαντίκα Κράμο Λανσίνε, Ρότζερ Γκνόαν Μ’ Μπάλα, Ζακ Τράμπι, Σιντίκι Μπακάμπα, Ακίσι Ντέλτα, Μαρί Λουίζ Ασό. Πρόσφατες γνωστές ταινίες είναι οι: Coupé décaler του Φαντίγκα Ντεμιλιάνο, Les bijoux du sergent Digbeu του Αλέξ Κουασί, Signature του Αλέν Γκουικού, Un homme pour deux sœurs της Μαρί-Λουίζ Ασέ, ενώ είδαμε πρόσφατα και το animation Pokou, princesse ashanti του Αμπέλ Κουαμέ. Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην παραγωγή, καθώς οι επαγγελματίες κινηματογραφιστές είναι ελάχιστη, δεν υπάρχει χρηματοδότηση, ενώ δεν υπάρχει και σχολή κινηματογράφου. Και φυσικά τα πολιτικά προβλήματα αντικατοπτρίζονται και στον τομέα του σινεμά
Χαρακτηριστικές ταινίες: Mouna ou le Rêve d’un artiste, Abusan, Les bijoux du sergent Digbeu