Σινεμά

Δύο απόψεις για το Frankenweenie

Κλασικός, τρυφερός -αν και μανιερίστικος- Μπάρτον

 Η ταινία ξεκινά και η οικογένεια Φράνκενσταϊν κάθεται στον καναπέ του σπιτιού της βλέποντας ένα home video σε DVD. Είναι ένα κλείσιμο του ματιού προς τους θεατές νέας τεχνολογίας από τον Τιμ Μπάρτον. Πρόκειται για το μοναδικό που αναφέρεται στη σύγχρονη εποχή. Όλη η υπόλοιπη ταινία μοιάζει βγαλμένη από τα παιδικά όνειρα και τους εφιάλτες του σκηνοθέτη και είναι γεμάτη σινεφίλ –και όχι μόνο- αναφορές.

Στη Νέα Ολλανδία ένα αγόρι, ο Βίκτορ, περνά χρόνο με τον σκύλο του, Σπάρκι. Δεν του αρέσουν τα αθλήματα, αλλά η επιστήμη. Μια μπαλιά στο μπέιζμπολ θα κοστίσει τη ζωή στο Σπάρκι και ο Βίκτορ θα θελήσει να επαναφέρει στη ζωή τον αγαπημένο του φίλο. Όταν, όμως, οι συμμαθητές του νομίσουν ότι η επαναφορά του σκύλου στη ζωή έχει στόχο τη νίκη του Βίκτορ στον διαγωνισμό Φυσικής, τότε η κατάσταση θα ξεφύγει από τον έλεγχο.

Ο Τιμ Μπάρτον γνωρίζει καλά το είδος του τρόμου. Μπορεί να το προσεγγίζει από μια γλυκόπικρη οπτική, παρ’ όλα αυτά έχει αποτελέσει μεγάλη πηγή έμπνευσης στο έργο του. Στο Frankenweenie αποτίει φόρο τιμής σε όλες εκείνες τις ταινίες τρόμου που παρακολουθούσε όταν ήταν μικρός στην οθόνη της τηλεόρασής του, τα βαρετά απογεύματα και βράδια.

Η νέα Ολλανδία μοιάζει να «συγγενεύει» με την Halloweentown του Χριστουγεννιάτικου Εφιάλτη. Οι συμμαθητές του Βίκτορ μοιάζουν βγαλμένοι από ταινίες τρόμου: από τον Φρανκενστάιν –κυρίως-, από κινέζικες ταινίες κουνγκ φου, από την ίδια τη φιλμογραφία του Μπάρτον. Δεν είναι μόνο δράκουλες και ζόμπι που παρελαύνουν από την οθόνη, αλλά και τέρατα ιαπωνικών monster movies. Χρησιμοποιώντας την τεχνική του stop motion animation, ο Μπάρτον φτιάχνει μια εντυπωσιακή –οπτικά- και πλούσια –συναισθηματικά- ταινία.

Ακόμα και αν στιγμές-στιγμές σου φαίνεται ότι ο Τιμ Μπάρτον ακολουθεί μια μανιέρα, αναπαράγοντας ο ίδιος τον εαυτό του –κοντεύει να γίνει προϊόν με συγκεκριμένα χρακτηριστικά- αυτές οι σινεφίλ αναφορές στο έργο του (μια αναδρομή από τα πρώτα του βήματα μέχρι σήμερα), καθώς και στις κλασικές ταινίες τρόμου που δίνουν στον Frankenweenie αυτό που δεν είχε το πρόσφατο Dark Shadows: καρδιά, χιούμορ, αγωνία.

Τελικά, το Frankenweenie αποτελεί μια ερωτική επιστολή προς τους θαυμαστές του και το ίδιο το σινεμά.

Τάιλερ Ντέρντεν

  Βαρετός, επαναλαμβανόμενος -αν και πάντα- Μπάρτον

Ότι είχα ενδόμυχα μια φοβία για αυτή την ταινία, είχα. Παρόλα αυτά έδωσα άλλη μια ευκαιρία στο 3D το οποίο δεν νομίζω ότι άξιζε. Όσοι από εσάς προτίθεστε να την δείτε προτείνω την απλή 2D έκδοση. Λόγω και του στιλ της ταινίας που έχει έντονες αναφορές σε “αρχαϊκά” B-Movies (ξέρετε αυτό το πλαστικό τέρας Godzilla vs άνθρωπο με αποκριάτικο κουστούμι King Kong), νομίζω ότι η τρισδιάστατη εικόνα όπου ξεπρόβαλε με έβγαζε από το κλίμα που προσπαθούσε ο σκηνοθέτης να με βάλει. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος κι όχι ότι με έκοβαν τα γυαλιά!  Σεναριακά μένουν πολλά αναπάντητα και “μύριζαν” προχειροδουλεμένα. Μιλάω σεναριακά, γιατί στη σχεδίαση αφιερώθηκε πάρα πολύς χρόνος. Όταν πάμε να δούμε κάποιο έργο του Μπάρτον ένα έχουμε σίγουρο: την ατμόσφαιρα. Αυτή η goth σκοτεινή αρρώστια που στιγματίζει όλες τις δουλειές του. Αυτή υπήρχε, όπως υπάρχει πάντα και ένα νεκροταφείο σε κάθε ταινία  του. Όπως και να έχει πάντως, το αποτέλεσμα δεν συγκρίνεται με τίποτα με τον Χριστουγεννιάτικο εφιάλτη (1993) ή την Νεκρή Νύφη (2005). Να θυμίσω εδώ ότι και τα δυο ήταν και Μιούζικαλ. Από την άλλη, δεν υπήρχαν συναισθηματικές κορυφώσεις όπως στον Ψαλιδοχέρη (1990) ή δράση όπως στον Ακέφαλο Καβαλάρη (1999). Δεν ξέρω αν ο Τιμ Μπάρτον είναι εγκλωβισμένος στο προσωπικό του στιλ. Η αλήθεια είναι ότι η προσπάθεια να βγάλει από το συρτάρι του το σκονισμένο ασπρόμαυρο (κάτι που είχε να κάνει από το πολύ επιτυχημένο Ed Wood, 1994) μου κίνησε το ενδιαφέρον. Τελικά δεν ξέρω αν κατάλαβε αν ήθελε να κάνει το Frankenstein Junior (1974) ή το Artist (2011)! Δυστυχώς το χιούμορ υπάρχει στην ταινία αλλά δεν βγαίνει συχνά και αυθόρμητα. Χιούμορ υπάρχει κυρίως στις λεπτομέρειες  στο πίσω σκηνικό και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων. Προσπαθεί να κάνει τα πλάνα του να φαίνονται παλιά, σταθερά ανοιχτά πλάνα ή επίπεδα, η ταχύτητα όμως της ταινίας είναι υπερβολικά αργή. Ως Τιμ Μπάρτον, για μένα έχασε πολύ σε μουσική επένδυση (με εξαίρεση το τραγούδι τίτλων τέλους, τo γλυκό “Strange Love” της Karen O, το οποίο θα σας βάλω στη συνέχεια).

Gimli

 

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *