ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Ντάμπο (Dumbo)

dumboTOP

two-half-popcorn

Ο Τιμ Μπάρτον αναλαμβάνει το live action remake της κλασικής ταινίας της Disney, Ντάμπο το ελεφαντάκι και φτιάχνει μια παιδική ταινία που περιλαμβάνει αρκετά από τα στοιχεία της ιδιαίτερης ματιάς του.

Στο τσίρκο των αδελφών Μέντιτσι (τον Μαξιμίλιαν Μέντιτσι που είναι ο μοναδικός αδελφός που βλέπουμε, ερμηνεύει ο Ντάνι Ντε Βίτο) φτάνει ο Χολτ Φάρις, πρώην καβαλάρης στο τσίρκο, νυν βετεράνος και ανάπηρος -έχει χάσει το χέρι του- πολέμου. Ο Χολτ ενώνεται ξανά με τα δυο παιδιά του, την πεισματάρα Μίλι που θέλει να γίνει επιστήμονας και τον επίμονο Τζο. Γρήγορα καταλαβαίνει ότι η παλιά του δουλειά δεν τον περιμένει και ότι ο μόνος τρόπος για να παραμείνει στο τσίρκο είναι ως φροντιστής ελεφάντων. Αναλαμβάνει, έτσι, την κυρία Τζάμπο μια ελεφαντίνα που γεννάει ένα μικρό και ιδιαίτερο ελεφαντάκι. Ο Ντάμπο με τα μεγάλα αυτιά ξεκινά τη ζωή του ως περίγελος του τσίρκου και καταλήγει ατραξιόν που πολλοί επωφθαλμιούν. Μεταξύ αυτών είναι και ο Βι-Έι Βάντερβιλ (Μάικλ Κίτον) που καταφτάνει με τη συνεργάτιδά του, μις Κολέτ (Έβα Γκριν) για να προτείνει στον Μαξ Μέντιτσι την μεταφορά όλου του θιάσου στη «μαγευτική» Dreamland.

null

Ο Τιμ Μπάρτον διαφοροποιείται εδώ αρκετά σε σχέση με τις προηγούμενες live action μεταφορές ταινιών κινουμένων σχεδίων. Βάζει τη δική του σφραγίδα σε κάτι τόσο κλασικό που πολλοί θα φοβόντουσαν να αγγίξουν. Θεωρητικά, ο Ντάμπο είναι το ιδανικό όχημα για τον Μπάρτον. Ένας απροσάρμοστος και διαφορετικός χαρακτήρας σε έναν πολύχρωμο -και ενίοτε σκληρό- κόσμο όπως αυτόν του τσίρκου που μαθαίνει να βασίζεται στις δικές του δυνάμεις. Κλασική τιμ-μπαρτονική ιστορία, δηλαδή.

Και πραγματικά, μετά τα μισά η ταινία έχει πολλά από τα στοιχεία της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη. Μέχρι να φτάσει, όμως, στην Dreamland, ο Dumbo δυσκολεύεται να πάρει μπρος. Η πλειοψηφία των ηθοποιών ερμηνεύει τους χαρακτήρες είτε ως καρικατούρες (για παράδειγμα ο Μάικλ Κίτον), είτε άψυχα (όπως ο Κόλιν Φάρελ). Είναι μια επιλογή που έχουμε δει και σε άλλες ταινίες του Μπάρτον, μόνο που εκεί είχαμε καλοδουλεμένους χαρακτήρες, σε αντίθεση με αυτή την ταινία. Αν κάποιος ξεχωρίζει αυτός είναι η πανέμορφη Εύα Γκριν. Θεωρώ ότι η επιλογή έχει γίνει ώστε να αναδειχθεί η αθωότητα του Ντάμπο και πραγματικά ο θεατής νοιάζεται για αυτό το απροσάρμοστο… ασχημόπαπο που καταφέρνει να γίνει κύκνος.

dumbo

Τα προβλήματα συνεχίζονται και στο σενάριο. Οι διάλογοι είναι απλοϊκοί, η υπόθεση σχηματική. Αλλά παρ’ όλα τα μειονεκτήματα, από τη στιγμή που η δράση μεταφέρεται στην Dreamland, ο Μπάρτον καταφέρνει και ταξιδεύει τον θεατή μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Κάνει κάτι ακόμα πιο σημαντικό: «χτυπάει» την Disney μέσα στο ίδιο της το έδαφος. Γιατί τι άλλο είναι η Dreamland από μία διαστρεβλωμένη εκδοχή της Disneyland; Και τι άλλο είναι η ταινία από ένα «καμπανάκι» για το κακό που μπορεί να κάνει το να θυσιάσει κανείς την ανθρωπιά στον βωμό του κέρδους;

Ο Μπάρτον έχει τοποθετήσει σε στρατηγικά σημεία της ταινίας και άλλα στοιχεία που θα προβληματίσουν τον θεατή. Το ανελέητο merchandising, η μετατροπή των πάντων σε θέαμα είναι μερικά από τα ζητήματα που έστω και φευγαλέα θίγονται στην ταινία.

Ο σκηνοθέτης συνεργάζεται ξανά με τον Ντάνι Έλφμαν που εδώ έφτιαξε ένα σάουντρακ που μπορεί να μην έχει μια μελωδία που να ξεχωρίζει, ωστόσο λειτουργεί ιδανικά και υποστηρικτικά στην εξέλιξη της πλοκής.

Ακόμα και στις αδιάφορες στιγμές της φιλμογραφίας του, ο Μπάρτον καταφέρνει να προσφέρει στιγμές κινηματογραφικής μαγείας στον θεατή: η σκηνή που ο Ντάμπο πετά με την Κολέτ στην πλάτη του είναι μόνο μία από αυτές. Και υπάρχει κάτι καθησυχαστικό στο να βλέπεις κάποιον που γνωρίζει κάτι πολύ καλά να το φέρνει εις πέρας με τον τρόπο που ακριβώς περίμενες. Το Dumbo δεν είναι, τελικά, κάτι φρέσκο, αλλά κάτι γνώριμο, αλλά γυρισμένο με μαεστρία. Κι ίσως αυτό να είναι πιο σημαντικό ακόμα.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *