1.000 Φορές Καληνύχτα (1000 times Goodnight)
H κεντρική ηρωίδα, Ρεμπέκα, είναι αναγνωρισμένη πολεμική φωτογράφος, που παίρνει φωτογραφίες στη μέση ανατολή και την αφρικανική ήπειρο, κατά τη διάρκεια συρράξεων και επικίνδυνων καταστάσεων, αποτυπώνοντας στο φακό της την αλήθεια που πολλές φορές δεν φτάνει στα μάτια των δυτικών. Παράλληλα όμως είναι και μητέρα, ένα ρόλο που έχει παραμελήσει αρκετά για την καριέρα της. Ο άντρας της, Μάρκους, ζεί με τις δυο μικρές κόρες τους, ουσιαστικά έχοντας το ρόλο και της μητέρας και του πατέρα, αναπληρώνοντας το κενό της Ρεμπέκα, που είναι συνεχώς απούσα. Μέσα από ένα γεγονός κατά τη διάρκεια επίσκεψης της μεγάλης της κόρης, αλλά και την πίεση του Μάρκους που δε μπορεί να αντέξει την απουσία της γυναίκας του, η Ρεμπέκα θα πρέπει να παλέψει μέσα της για να διαλέξει.
Η Ζιλιέτ Μπινός στο ρόλο της Ρεμπέκας, αποτυπώνει όλο το δράμα της ηρωίδας της στα μάτια της και δίνει άλλη μια ωραία ερμηνεία. Συνήθως βλέπουμε τεράστια ερμηνευτική διαφορά στις γαλλόφωνες από τις αγγλόφωνες ταινίες της Μπινός, εδώ όμως φαίνεται ότι τα καταφέρνει περίφημα, και φαίνεται να το ισορροπεί, μετά το Λόγια και Εικόνες (Words and Pictures), τα Σύννεφα του Σιλς Μαρία που έρχονται, αλλά και το υπέροχο γαλλικό Ανοιχτή Καρδιά (À Coeur Ouvert) που προηγήθηκε. Από την άλλη, δίπλα της έχει τον Νικολάι Κόστερ-Γουάρντου, δημοφιλή από το ρόλο του Τζέιμι, στο Game of Thrones, αλλά και το Η Δεύτερη Αλήθεια (Second Chance) να στέκεται επάξια στη σκιά της.
Δανειζόμενη τον τίτλο από τον σαιξπηρικό Ρομέο και Ιουλίετα, οι 1000 καληνύχτες εκφράζουν τον πόνο και την αγωνία του σύντροφου της Ρεμπέκας. Ο Μάρκους ξέρει ότι αυτή η δουλεία είναι το πάθος, η ζωή της Ρεμπέκας, αλλά ταυτόχρονα και αυτό που την κρατά μακριά του. Κάθε φορά που καταφέρνουν να επικοινωνήσουν είναι ένας μικρός αποχαιρετισμός, ενέχει τον κίνδυνο η αγαπημένη του να πάθει κάτι, χάσει τη ζωή της και να είναι η τελευταία φορά που μιλάνε. Η Ρεμπέκα είναι ο all star, η δυναμική εργαζόμενη γυναίκα, η φαντεζί προσωπικότητα, το επίκεντρο. Ο Μάρκους το αντίβαρό της, ο αφανής ήρωας, αυτός που υπομένει, αυτός που περιμένει και αγωνιά, προσπαθώντας παράλληλα να μη το δείχνει και να καθησυχάζει τα παιδιά τους.
Η υπέρβαση του δράματος γίνεται με την απόπειρα της Ρεμπέκας να εγκαταλείψει την καριέρα της και να επανέρθει σε μια φυσιολογική ζωή κοντά στον άντρα και τα παιδιά της. Πόσο εύκολα μπορεί να συμβιβαστεί με μια συμβατική ζωή, ένας άνθρωπος που το οξυγόνο του είναι η αδρεναλίνη του κίνδυνου; Το ψυχικό δράμα του εθισμού στον κίνδυνο, το κάλεσμα του πολέμου, το έχουμε συναντήσει συχνά στο σινεμά. Πρόσφατο τελευταίο war junkie χαρακτήρα, είδαμε και στο American Sniper του Κλιν Ίστγουντ. Φέρνουν στο μυαλό το έντομο που το μαγνητίζει το φως της φλόγας στο σκοτάδι. Πόσο άραγε θα «πιέσει», πόσο κοντά στη φλόγα πρέπει να φτάσει για να καταλάβει ότι θα τσουρουφλήσει τα φτερά του;
Η Ρεμπέκα στο τέλος, από τη ζωή του κινδύνου, ακούει μόνο τα τύμπανα του πολέμου να την καλούν. Μαυροφορεμένη, φαντάζει περισσότερο με έναν «πολεμιστή νίντζα», κρατώντας αντί για όπλο μια φωτογραφική κάμερα. Στη σκηνή του πανικού, ως ίθισται από τους επαγγελματίες, θα επιστρατεύει και τις τελευταίες της δυνάμεις για να σηκωθεί, όχι για να βοηθήσει τους πεσμένους ανθρώπους, αλλά για να αποθανατήσει τη στιγμή, με άλλη μια φωτογραφία, μετά άλλη μια και άλλη μια…
Αν το δράμα αυτό καθεαυτό δε σας συγκινήσει, αυτό έρχεται να το κάνει η ωραία σκηνοθετική ματιά του Έρικ Πόουπ, άλλοτε στατική στα εσωτερικά πλάνα, άλλοτε ρεαλιστική, στις δραματουργικά κρεσέντα, που επιλέγει κάμερα στο χέρι, ιδιαίτερα εκρηκτική στις σκηνές δράσης. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην όμορφη φωτογραφία, μιας που ο κεντρικός χαρακτήρας είναι φωτογράφος, μπροστά από την οθόνη παρελαύνουν καλλιτεχνικές φωτογραφίες ύψιστου κάλλους. Πολύ καλή είναι και η μουσική της ταινίας, συνοδεύει χωρίς να επεμβαίνει ή να υπερφορτίζει. Αν μένει ένα μικρό παράπονο, αυτό είναι αυτό που εκφράζεται και στην ταινία, ότι οι πόλεμοι γίνονται συνέχεια, είτε τους βλέπουμε είτε όχι, νιώθοντας λιγότερο ή περισσότερο αμέτοχοι σε όλο αυτό, δείχνοντας παράλληλα πόσο σημαντική αλλά υπό αυτή την έννοια και ανούσια είναι η δουλειά του πολεμικού φωτογράφου.