18fff: Οι πολλές ζωές μιας γυναίκας
Η γυναίκα βρίσκεται στο επίκεντρο του 18ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Τόσο ως πρωταγωνίστρια σε πάρα πολλές από τις ταινίες που έχουμε δει στη διάρκειά του, όσο και ως δημιουργοί (είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των γυναικών – σκηνοθετών). Η μητέρα που βιώνει την απώλεια ενός παιδιού και αναζητά τον ένοχο, συναντώντας μία άλλη γυναίκα, που θεωρεί ότι είναι υπεύθυνη (στη Γυναίκα με τη Μερσεντές), οι τέσσερις στιγμές στη ζωή μιας γυναίκας από παιδί ως την ωριμότητα της εγκυμοσύνης στο Orpheline, τα κορίτσια του Le Ciel Attendra που αναζητούν τη σωτηρία στον ακραίο ισλαμισμό είναι μερικές μόνο από τις ιστορίες που παρακολουθήσαμε τη Δευτέρα στο 18ο fff.
Την Τρίτη, το Φεστιβάλ συνεχίζεται με τις Βλαβερές Συνέπειες μία οικογενειακή ιστορία, καθώς και με την κομεντί Ναυαγοί στον Έρωτα (στο Άστορ), ενώ στο διαγωνιστικό τμήμα συμμετέχει η ταινία Στα Δάση της Σιβηρίας, μια εντυπωσιακή παραγωγή, καθώς και η παράξενη κομεντί Η Επίδραση του Νερού (στον Δαναό). Λευκή κάρτα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σύρου με δύο προβολές στο Γαλλικό Ινστιτούτο, ενώ προηγείται ένα masterclass πάνω στα τατουάζ και τη ροκ μουσική.
Η Γυναίκα με τη Μερσεντές (Moka)
Κλονισμένη από τον πρόσφατο θάνατο του γιου της, η Ντιάν αναρρώνει σε ένα θεραπευτήριο στην λίμνη Λεμάν στην Ελβετία. Αποφασισμένη να βρει τον δολοφόνο του Λουκ, αποδρά και προσλαμβάνει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, ο οποίος την πληροφορεί για τον τύπο του αυτοκινήτου που προκάλεσε τον θάνατο του γιου της. Προχωρώντας την έρευνα μόνη της, χωρίς την υποστήριξη της αστυνομίας και του άνδρα της, η Ντιάν (Emmanuelle Devos) έρχεται αντιμέτωπη με την Μαρλέν (Nathalie Baye), την ξανθιά, ελκυστική και μυστηριώδη ιδιοκτήτρια της Μερσεντές.
Πραγματικά το μυθιστόρημα της Τατιάνα ντε Ροσνέ στο οποίο βασίστηκε η ταινία, δίνει ένα πρώτης τάξεως υλικό για ένα ψυχολογικό θρίλερ στα πρότυπα του μεγάλου Claude Chabrol. Πόσο μάλλον όταν έχεις για πρωταγωνίστριες δύο κορυφαίες Γαλλίδες ηθοποιούς όπως την Emmanuelle Devos και την Nathalie Baye. Κάτι όμως πηγαίνει στραβά εδώ. Είναι η έλλειψη σκηνοθετικού ρυθμού που αφαιρεί από την ταινία την οποιαδήποτε ατμόσφαιρα που προσφέρει και το απομονωμένο τοπίο του Evian στην Ελβετία. Είναι το σενάριο που μένει στην κύρια υπόθεση και δεν διακλαδώνεται με οτιδήποτε άλλο παρά μένει στάσιμο στην αρχική του ιδέα. Είναι οι διάλογοι μεταξύ των δύο πρωταγωνιστριών και η χημεία τους που πάει περίπατο από το πρώτο λεπτό της συνύπαρξης τους στην οθόνη.
Κρατάμε στα θετικά την προσπάθεια του σκηνοθέτη Frederic Mermoud να κάνει ένα χιτσκοκικό θρίλερ αλλά οποιαδήποτε σύγκριση είναι απλά καταστροφική. H Emmanuelle Devos προσπαθεί και η Nathalie Baye για άλλη μια φορά κλέβει την παράσταση αλλά καμία από τις δύο δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα όταν το σενάριο και τα λόγια τους είναι απλά στοιχειώδη. Τελικά η Μερσεντές φαίνεται να έχει μηχανικό πρόβλημα. Στο συνεργείο άμεσα!
Αχιλλέας Βασιλείου
Orpheline (Σε Τέσσερις Χρόνους)
Τέσσερις χρονικές στιγμές στη ζωή μιας γυναίκας, σχεδόν ανά δεκαετία, από την παιδική ηλικία, στη σχολική περίοδο και από ατίθαση έφηβη σε νεαρή κοπέλα. Βασισμένη σε αρκετά βιογραφικά στοιχεία από τη ζωή της σεναριογράφου Κριστέλ Μερδεβάς, με τον σκηνοθέτη, Αρνό ντε Παγιέρες, να δίνει διαφορετικά ονόματα στις ηρωίδες του και να μη νοιάζεται που δεν μοιάζουν τόσο εμφανισιακά, -μάλιστα η Αντέλ Εξαρχόπουλος έχει και ξεκάθαρα διαφορετικό χρώμα ματιών από την Αντέλ Ενέλ και τα άλλα κορίτσια. Αυτό το στοιχείο προσδίδει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον. Διότι, μπορεί φαινομενικά για τους τέσσερις χρόνους, να μην δικαιολογείται ηλικιακά η επιλογή τεσσάρων διαφορετικών ηθοποιών, θα μπορούσαν να είναι δυο ή τρεις οι ηθοποιοί, δικαιολογούνται όμως απόλυτα σεναριακά. Έχουμε τέσσερις ηλικίες, τέσσερις κοπέλες, τέσσερα δράματα, τέσσερις αποφάσεις, τέσσερις ενοχές. Θα μπορούσαν να είναι της ίδιας κοπέλας ή να αφορούσαν ξεχωριστές ίστορίες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κοπέλες. Κοινή συνιστώσα ότι πρόκειται για ένα ατίθασο και προβληματικό παιδί, τραυματισμένο από την πολύ τρυφερή του ηλικία, με βάρη που θα το σημαδέψουν για πάντα. Ομοίως, κοινές παρουσίες, ως χαρακτήρες, σε πάνω από μια ιστορία, έχουν η βρετανίδα Τζέμα Άρτερτον και ο καταλανός Σέρτζι Λόπεζ.
Αυτοί οι τέσσερις σταθμοί θέλουν να μας καταδείξουν το πόσο διαφορετικός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος σε διαφορετικά στάδια της ζωής του. Πολύ έξυπνα, επιλέγει ο Παγιέρες αυτού του είδους την μπλεγμένη εξιστόρηση, που αν σπάσουμε τις νόρμες της και την βάλουμε με χρονολογική σειρά θα μας δείξει καλύτερα τη ροή της. Αντίθετα, είναι σαφές ότι θέλει να αποφεύγει να το κάνει αυτό, αλλά επιλέγει να μας εισάγει με αντίστροφη πορεία, εμμένοντας περισσότερο σε ωμές και βίαιες σκηνές. Ξεκινάμε από μια καθώς φαίνεται συνηθισμένη καθηγήτρια που διδάσκει σε μια τάξη. Η ξαφνική εισβολή μιας άλλης γυναίκας, που μόλις αποφυλακίστηκε στην -από όσα γνωρίζουμε- ήρεμη ζωή της, θα δώσει τον κλώτσο στο κουβάρι της ιστορίας της να ξετυλιχθεί. Στην πορεία θα προσπαθήσει αρκετές φορές να μας αποπροσανατολίσει, όπως και για τη σχέση των δυο γυναικών. Μας αποπροσανατολίζει με τη διήγηση μιας νεαρής διεφθαρμένης λολίτας, ακροβατώντας στα όρια, ίσως και ξεπερνώντας τα λίγο, θέλοντας σαφώς να προκαλέσει, όσο αφορά τις σεξουαλικές σκηνές ανήλικου κοριτσιού. Ως προς την ανάποδη αφήγηση και την σεξουαλική πρόκληση, βρίσκουμε κοινά σημεία με μια παλιότερη γαλλική ταινία, το Μη Αναστρέψιμος, φυσικά με εντελώς διαφορετικό στόχο και κατάληξη οι δυο ταινίες. Η διαφορά είναι ότι το Μη Αναστρέψιμος ακόμα και σε κανονική ροή δε χάνει από τη δύναμη του, αλλά η επιλογή έχει να κάνει για να πάει από το πιο σκληρό προς το πιο γλυκό, ενώ το Orpheline αντλεί δύναμη, ενδιαφέρον και μυστήριο από την αφήγηση που επιλέγει, που πιθανώς σε γραμμική εξιστόρηση να μη τα είχε.
Αντώνης Γκούμας
Le Ciel Attendra
Η Σόνια είναι αποφασισμένη να εγκαταλείψει τους δικούς της για να κάνει τζιχάντ και να φύγει στη Συρία. Εκείνοι καταφέρνουν να την εμποδίσουν την τελευταία στιγμή. Η Σόνια τους μισεί και κρυφά συνεχίζει να προσεύχεται και να επιθυμεί να εγκαταλείψει τη Γαλλία όσο οι γονείς της προσπαθούν με κάθε τρόπο να φέρουν πίσω την κόρη τους. Η Μελανί αγαπά τη μουσική και τη γιαγιά της. Όταν τη χάνει, θα αρχίσει να μιλάει με έναν νεαρό μουσουλμάνο, τον «πρίγκιπά» της, ο οποίος θα της ζητήσει να ξεκόψει από τις παρέες της και να τον ακολουθήσει στη Συρία. Ο «προσυλητισμός» νεαρών κοριτσιών από τη Δύση στον ακραίο ισλαμισμό είναι το θέμα της ταινίας της Μαρί-Καστίγ Μενσιόν Σάαρ και η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα σύνθετο, όσο και δύσκολο. Νεαροί άνδρες προσυλητίζουν νεαρά κορίτσια με την υπόσχεση ενός γάμου, δίνοντάς τους ως στόχο να πολεμήσουν μαζί. Σε αντάλλαγμα, εκείνες πρέπει να μάθουν να υπακούνε και τους ζητείται να τους ακολουθήσουν.
Η σκηνοθέτις παρουσιάζει τη διαδικασία σχεδόν με εθισμό: τα νεαρά κορίτσια πρέπει να προσεύχονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο και μοιάζουν να παθαίνουν πανικό όταν νομίζουν ότι κάνουν κάτι λάθος, ότι είναι «άπιστες». Δηλώνουν ότι αισθάνονται ασφάλεια μέσα στο νικάμπ τους και σχεδόν ντρέπονται όταν δεν το φοράνε. Προς τιμήν της, η Μενσιόν Σάαρ φροντίζει να καταδείξει τη διαφορά ανάμεσα στο Ισλάμ και το εξτρεμιστικό Ισλάμ. Το δεύτερο είναι φανατισμός, το πρώτο πίστη. Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος της μοιάζει με οδηγίες προς ανήσυχους γονείς για το πώς να αναγνωρίσουν τα σημάδια ότι το παιδί τους είναι έτοιμο να εγκαταλείψει το σπίτι του για να πάει στη Συρία, με την ελπίδα ότι εκεί θα ζήσει με τον «πρίγκιπά» της. Σε αυτό συμβάλει το γεγονός ότι η Μενσιόν Σάαρ έχει τοποθετήσει στην ταινία την παρουσία μίας συμβούλου, η οποία μιλά με γονείς, αλλά και με παιδιά για την κατάσταση που βιώνουν. Αυτό το στοιχείο -αλλά όχι μόνο- μοιάζει συχνά να εντείνει την αίσθηση ότι η ταινία κουνά το δάχτυλο στους γονείς, προτρέποντάς τους να προσέξουν τα σημάδια, παρά ότι πρόκειται για τις ιστορίες δύο νεαρών κοριτσιών.
Αγγελική Στελλάκη
Η Συμμορία από τις Αντίλλες (Le Gang des Antillais)
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’70, όπου οι Αντίλλες προσπαθούν να αποτινάξουν από πάνω τους την αποικιοκρατική ομπρέλα της Γαλλίας. Τεράστιο κύμα μετανάστευσης, του BUMIDOM, έκανε τους ντόπιους να πληρώσουν ότι είχαν και δεν είχαν για ένα εισιτήριο μιας διαδρομής προς τη Γαλλία, νομίζοντας ότι πάνε στη γη της επαγγελίας. Φτάνοντας όμως τους πρόσφεραν μόνο κατώτερες δουλειές, ενώ βίωναν ρατσισμό και γκετοποίηση, -που δυστυχώς ως ένα βαθμό ισχύουν μέχρι και σήμερα. Μέσα σε αυτό το κλίμα μίσους και προσπάθειας επιβίωσης, συστήθηκε η περιβόητη συμμορία από τις Αντίλλες, που πραγματοποίησε πάμπολλες ληστείες, κυρίως σε ταχυδρομεία. Η συμμορία, που πατώντας στην τότε αντίληψη των λευκών ότι όλοι οι μαύροι «μοιάζουν μεταξύ τους» συνήθως δεν φορούσε καν μάσκες και όπως ήταν αναμενόμενο είχε εμπλοκή και με άλλες ενασχολήσεις του υποκόσμου, όπως πόρνες και ναρκωτικά, έντονη ρήξη με αντίπαλες αραβικές συμμορίες, αλλά και καλές σχέσεις με την αντίσταση και τον αγώνα συμπατριωτών τους για απελευθέρωση. Η ταινία παρακολουθεί την ιστορία του Τζίμι Λαριβιέρ, ο οποίος αργότερα εκτίοντας την ποινή φυλάκισης του έγραψε το βιβλίο του.
Πέραν του χαρακτήρα του Τζίμι, που γνωρίζουμε, έστω και υπό ένα σχετικό φίλτρο ωραιοποίησης, δυστυχώς δεν θα μάθουμε πολλά από την ταινία για την ιστορία και τα πρόσωπα, καθώς παρακολουθεί και εστιάζει σε συγκεκριμένα πράγματα. Άλλα προϋποθέτει ότι τα γνωρίζουμε, άλλα τα προσπερνά χωρίς να τα αναπτύξει. Ένα από τα στοιχεία που θα περίμενε κανείς να δει θα ήταν τις περιβόητες ληστείες τους, όμως πέραν της πρώτης σύντομης σκηνής στην αρχή δε θα δούμε καμία από τις επόμενες. Σαφής σκηνοθετική επιλογή του Ζαν-Κλοντ Μπαρνί, να αποφύγει να προσδώσει το στοιχείο της δράσης στην ταινία του, δείχνοντας ότι θέλει περισσότερο μια πολιτική ταινία παρά μια περιπέτεια. Θα βάλει όμως αρκετές αψιμαχίες με την αντίπαλη αραβική συμμορία. Είναι μια ταινία στην οποία πρόσεξαν πολύ τα κουστούμια, όπως και τη μουσική, θα ακούσουμε και κάποια από τα πρώιμα κομμάτια της ραπ που τότε στα 70s άρχισε να κάνει την εμφάνιση της. Σε αρκετά σημεία όμως όλα αυτά θα μοιάζουν αρκετά αταίριαστα μεταξύ τους, η συμμορία μοιάζει περισσότερο με μουσικό συγκρότημα, από το οποίο παρακολουθούμε κυρίως τον φρόντμαν παρά τους υπόλοιπους μουσικούς. Το αποτέλεσμα είναι μια -αρχικά- ενδιαφέρουσα ιστορία να κάνει αναπόφευκτα κοιλιές και να κουράζει, ιδίως με κάποιες επαναλαμβανόμενες εμμονές του σκηνοθέτη, που θέλοντας να είναι βέβαιος ότι εμπεδώσαμε το κοινωνικό μήνυμα κατά των φυλετικών διαμαχών, στην προκειμένη με τους άραβες, βάζει μια σκηνή κοκκορομαχίας να επανέρχεται ουκ ολίγες φορές εμβόλιμα στην οθόνη. Αν κρατάμε κάτι είναι τη στιβαρή κεντρική παρουσία του Τζετζέ Απάλι, ο οποίος όμως δεν χρειάζεται να κάνει κάτι σπουδαίο ερμηνευτικά, αλλά και τον Ματιέ Κασοβίτς, αγαπημένο ηθοποιό και σκηνοθέτη, που ακόμα και μέσα από έναν μικρό, δεύτερο ρόλο καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Αντώνης Γκούμας