ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

20ΦΝΘ: Filmworker ή πώς είναι να είσαι το δεξί χέρι του Κιούμπρικ

Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ ήταν αδιαμφισβήτητα ένας σπουδαίος σκηνοθέτης, από τους σπουδαιότερους. Ήταν όμως και από τους πιο απαιτητικούς, εμμονικός με την τελειότητα, ιδιόρρυθμος και δύστροπος.  Κατάφερε όμως να κάνει ταινίες που άφησαν εποχή, μάλιστα δοκιμάζοντας τον εαυτό του σε διαφορετικά είδη, εποχής, θρίλερ, πολεμικά, κωμωδίες. Ο χώρος του σινεμά αναφέρεται συχνά σε αυτόν ως «ο Θεός». Πως θα ήταν άραγε το να συνεργάζεται κάποιος στενά μαζί του, σαν το δεξί του χέρι; Ευλογία ή κατάρα; Η απάντηση είναι… και τα δύο!

O Λίον Βιτάλι ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός. Είχε ήδη προλάβει να συμμετάσχει σε κάποιες ταινίες όταν είδε στο σινεμά το Κουρδιστό Πορτοκάλι και είπε με θαυμασμό «με έναν τέτοιο σκηνοθέτη θα ήθελα να συνεργαστώ». Όταν του ήρθε η πρόταση για να παίξει στο Μπάρι Λίντον θα πήγαινε και γονατιστός. Η εμπειρία του από τα γυρίσματα ήταν επίπονη, εξουθενωτική, με το άγχος μη κάνει κάποιο λάθος και αντικατασταθεί, με τις συνεχείς επαναληπτικές λήψεις μέχρι να βγει κάθε η σκηνή όπως την είχε οραματιστεί ο σκηνοθέτης. Όλα αυτά όμως μεγάλωσαν μέσα του το δέος προς τον δημιουργό. Ένιωσε να μετατίθεται η αγάπη από τα όσα γίνονται μπροστά στις κάμερες σε όσα συμβαίνουν πίσω από αυτές. Έτσι, αν και μετά την ταινία η καριέρα του ως ηθοποιού βρισκόταν στο απόγειο της, ο Βιτάλι το 1977 συμμετείχε στο Βίκτορ Φράνκενστάιν του Κάλβιν Φλόιντ με τη συμφωνία να τον αφήσει να συμμετέχει και στο μοντάζ, για να δει πως γίνεται και να μάθει. Αμέσως μετά ενημέρωσε τον Κιούμπρικ, ο οποίος του έστειλε το βιβλίο της Λάμψης και του ζήτησε να το διαβάσει και να ξεκινήσει κάστινγκ αναζητώντας κάποιο παιδί για να υποδυθεί τον Ντάνι. Αυτό ήταν. Μια στενή συνεργασία είχε μόλις ξεκινήσει, μια συνεργασία ου θα κρατούσε πάνω από είκοσι χρόνια, μέχρι το θάνατο του σκηνοθέτη.

filmworker doc 001

Δίπλα στον Κιούμπρικ ο Βιτάλι δεν έπαψε να αλλάζει καθήκοντα, αναλαμβάνοντας συνεχώς καινούργια: μοντάζ, κάστινγκ, ηχοληψία, ενδυμασίες, σκηνικά, οργάνωση παλαιού υλικού, αργότερα μάρκετινγκ και προμόσιον, αφίσες, ψηφιοποίηση. Δείχνοντας πείσμα και υπομονή ήταν ο πιο αφοσιωμένος συνεργάτης και αυτό έκανε τον Κιούμπρικ να τον εμπιστεύεται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον κατσάδιαζε όταν κάτι δεν γινόταν ακριβώς όπως το ήθελε, δηλαδή τέλειο, κάτι που συνέβαινε ουκ ολίγες φορές. Το να δουλεύει για τον Κιούμπρικ σήμαινε πρακτικά ότι δεν υπήρχαν ωράρια: μπορούσε να τον πάρει ακόμα και στη μέση της νύχτας επειδή σκέφτηκε κάτι και του ζητούσε να το σημειώσει -η γνωστή εμμονή με τις σημειώσεις και τα αρχεία. Λίγοι άνθρωποι θα τα κατάφερναν και ακόμα λιγότεροι θα ανεχόντουσαν τον Κιούμπρικ και τις «παραξενιές» του. Ο Βιτάλι όμως δε παραπονιόταν, καθώς ένιωθε ότι εξυπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό, συμμετέχοντας ενεργά στο να φτιαχτούν υπέροχα δείγματα της έβδομης τέχνης. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν δεχόταν να γράφει στην καρτα του Assistant (βοηθός), το έβλεπε υποτιμητικά, σαν να ήταν γραμματέας του Κιούμπρικ, ασχέτως αν του είχε ζητήσει μέχρι και να του καθαρίσει το σπίτι μια φορά! Αντίθετα, έγραφε Filmworker (εργάτης του σινεμά), δείχνοντας από τη μια ότι ένιωθε σαν ένα 24ωρο μυρμήγκι, αλλά ταυτόχρονα ότι θεωρούσε το αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό καρπό του δικού του μόχθου.

Βλέποντας τον να μας τα περιγράφει και να αναρωτιέται και ο ίδιος τι αξίζει περισσότερο «το ταξίδι ή ο προορισμός – το αποτέλεσμα», δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς πως θα ήταν η ζωή αυτού του ανθρώπου αν δεν είχε εγκαταλείψει την καριέρα του, αλλά όλα τα άλλα, όπως την προσωπική του και οικογενειακή του ζωή. Μια αφοσίωση που κόστισε να μην είναι τόσο κοντά στη γυναίκα και τα παιδιά του, για μια σχέση εργασίας που μοιάζει να αγγίζει τα όρια του αφέντη-σκλάβου. Από όλους τους ομιλητές, ηθοποιούς που συμμετείχαν στις ταινίες και λοιπούς συνεργάτες, βλέπει κανείς τόσο τον θαυμασμό όσο και τη λύπηση για τον Βιτάλι. Παρόλα αυτά, αυτός δείχνει αμετανόητος και χαρούμενος που μπορεί να πει με καμάρι «ήμουν εκεί».

Με τη σύγχρονη ματιά, όσο καλές κι αν ήταν οι ταινίες του Κιούμπρικ, κάποιες εμμονές φαίνονται αδιανόητες. Ίσως επειδή αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα πλέον περισσότερο ψηφιακά και όχι αναλογικά. Και πραγματικά, στην ταινία βλέπουμε κάποιες χρονοβόρες διαδικασίες που σήμερα γίνονται αυτόματα, ή κάποια λάθη που δεν θα συνέβαιναν, όπως των διαφορετικών ratio 1.33 και 1.77 ή τις διαφορές του color correction. Επιβεβαιώθηκα στη θεωρία μου ότι οι υπεροργανωτικοί άνθρωποι τελικά καταλήγουν να χάνουν πράγματα και να μη βρίσκουν τίποτα, με την αποκάλυψη ότι παρά την ενδελεχή αρχειοθέτηση και τις πολλαπλές κόπιες στις μπομπίνες σχεδόν όλες του Dr. Strangelove τελικά χάθηκαν. Όλη αυτή η εμμονική περσόνα, όπως παρουσιάζεται έρχεται ίσως να ενισχύσει περισσότερο τον μύθο γύρω από τον άνθρωπο «Κιούμπρικ», παρά το ανάποδο, οι ίδιες τις ταινίες του να μιλούν για αυτόν, γεγονός που κινδυνεύει να δημιουργήσει το αντίθετο αποτέλεσμα, να δημιουργήσει την αυτόματη εγκεφαλική αντίδραση του «εντάξει, τελειομανής, αλλά δεν ήταν όλες του οι ταινίες τόσο τέλειες». Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το ίδιο το ντοκιμαντέρ για τον Λίον Βιτάλι, σε σκηνοθεσία Τόνι Ζιέρα, ενώ έχει κάνει πολλή έρευνα και καλή χρήση αρχειακού υλικού, επιλέγει μια σχετικά παλιακή αφήγηση, ενώ έχει σαφή θέματα τόσο στην εικόνα του (φωτογραφία) όσο και στο μοντάζ, που μπορεί να μην είναι σοβαρά λάθη, αλλά αν τα έβλεπε ο Κιούμπρικ σίγουρα θα άφριζε!

Το ντοκιμαντέρ «Filmworker: Εργάτης του Σινεμά» προβάλλεται σε επανάληψη την Κυριακή στις 20.00, αίθουσα Παύλος Ζάννας.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *