Νύχτες Πρεμιέρας: Ανασκόπηση Δευτέρας (26/09/2016)
Όσα ζήσαμε χθες στις νύχτες πρεμιέρας, παρέα με το «Bacalaureat» του Μοντζίου, το ιταλικό «άνθος /Fiore», το «Πέντρο Νούλα» του Ζωναρά και το «Μια βδομάδα και μια μέρα» από το Ισραήλ. Την καρδιά μας όμως έκλεψε η «Αγανάκτηση (Indignation)» του διαγωνιστικού:
Indignation / Αγανάκτηση
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Σέιμους
Μία από τις καλύτερες -εάν όχι η καλύτερη- ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος του Φεστιβάλ, η Αγανάκτηση αποτελεί μεταφορά βιβλίου του Φίλιπ Ροθ, με το σενάριο και τη σκηνοθεσία να ανήκει στον Τζέιμς Σέιμους, σεναριογράφο του «Brokeback Mountain». Είχα καιρό να δω μια τέτοια ταινία. Τελείως διαφορετική από ό,τι κυκλοφορεί σήμερα στο αμερικανικό σινεμά, είναι μία ταινία που χρησιμοποιεί ως όπλο τη λογική για να μιλήσει για τον παραλογισμό, μία άσκηση διανόησης που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη μοιάζει κινηματογραφική, είναι όμως άκρως γοητευτική. Η υπόθεση έχει ως εξής: Ενώ άλλοι συνομήλικοί του πεθαίνουν στον πόλεμο της Κορέας, νεαρός που έχει μεγαλώσει ως εβραίος -αλλά που ο ίδιος είναι άθεος- εγκαταλείπει τη μικρή κωμόπολη στην οποία μένει για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. Βρίσκει ότι το Πανεπιστήμιο αντί να του ανοίξει τους ορίζοντες, έρχεται με τον συντηρητισμό του να «καταπλακώσει» οποιοδήποτε φιλελευθερισμό επιθυμεί να επιδείξει. Η Όλιβ, μία νεαρή κοπέλα που είναι και αυτή πιο φιλελεύθερη από όσο μπορούν να αντέξουν τα ήθη της εποχής και ο ίδιος μοιάζουν τα μόνα «παράξενα» λουλούδια, σε έναν κήπο που απαιτεί όλα να μοιάζουν το ίδιο. Δύο σκηνές πνευματικής μάχης με τον κοσμήτορα της σχολής, ξεχωρίζουν. Ο ήρωας της ταινίας οργίζεται, επιμένει για το δίκιο του, χρησιμοποιεί τη λογική του, απέναντι σε έναν παραλογισμό που με απόλυτη ψυχραιμία επιχειρεί να τον συντρίψει. Είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών εκείνες που δίνουν μεγαλύτερο βάρος στο κείμενο: μοιάζουν όλοι να έχουν εγκλωβιστεί για πάντα στο σύμπαν του Pleasantville (με το οποίο η Αγανάκτηση θα έκανε καλή παρέα). Ο Λόγκαν Λέρμαν είναι υπέροχος σε μία ερμηνεία γεμάτη δύναμη και εσωστρέφεια -ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην Λίντα Έμοντ και στην σκηνή που ζητά από τον γιο της μια χάρη που αφορά την προσωπική του ζωή. Είναι προς τιμήν του Σέιμους το γεγονός ότι καταφέρνει να αποδώσει το γράμμα, αλλά και το πνεύμα του Φίλιπ Ροθ. Η ταινία κλείνει με ένα συγκλονιστικό φινάλε που δείχνει το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ενός επαναστατικού πνεύματος με το κατεστημένο το οποίο τον βαραίνει. Υπέροχη και η μουσική της ταινίας. Ένα πραγματικό κομψοτέχημα που ελπίζουμε να λάβει διανομή στη χώρα μας.
Bacalaureat / Η Αποφοίτηση
Σκηνοθεσία: Κριστιάν Μουντζίου
Δυνατή επιστροφή του Μουντζίου, του ρουμάνου σκηνοθέτη που μας έδωσε το «4 Μήνες, 3 Βδομάδες και 2 Μέρες», με αυτό το οικογενειακό δράμα που μπήγει βαθιά το μαχαίρι ως το κόκκαλο της σύγχρονης ρουμάνικης κοινωνίας, που θα ανακαλύψουμε ότι έχει πολλά κοινά και με τη δική μας. Σε σημεία ίσως σας θυμίσει το «Ο Εχθρός μου» του Νίκου Τσεμπερόπουλου. Κεντρικός αντι-ήρωας ο πατέρας, γιατρός που ζει με την έφηβη κόρη του και τη γυναίκα του, με την οποία έχουν απομακρυνθεί καθώς διατηρεί σχέση με μια νεότερη γυναίκα που έχει ένα μικρό παιδί. Μόνο του όνειρο να δει την κόρη του να ξεφεύγει από τη ζωή που έζησε ο ίδιος, κάτι που φαίνεται πολύ κοντά μιας που είναι άριστη μαθήτρια και την έχουν δεχτεί με υποτροφία σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας. Μόνη εκκρεμότητα να αποφοιτήσει με καλό βαθμό από το σχολείο της. Μια μέρα πριν τις εξετάσεις όμως η κοπέλα δέχεται επίθεση, όπου υπέστη απόπειρα βιασμού, που την κλονίζει ψυχολογικά και της τραυματίζει το χέρι, κάνοντας την να μη μπορεί να γράψει γρήγορα. Ο πατέρας προσπαθώντας να κάνει τα πάντα για να βοηθήσει την κόρη του, θα μπλεχτεί σε έναν επικίνδυνο κυκεώνα ενεργειών.
Παίζοντας συνεχώς με τις ηθικές ισορροπίες, η Αποφοίτηση παρουσιάζει ένα πολυσύνθετο και δυνατό θέμα, με αρκετό ρεαλισμό στην προσέγγιση της. Σε ότι παρουσιάζει δεν υπάρχει σωστό και λάθος, ηθικό και ανήθικο, άσπρο ή μαύρο, μπορεί να είναι καλοί άνθρωποι που παίρνουν κακές αποφάσεις ή το αντίθετο. Η ζωή όμως δεν είναι ένα σπασμένο παράθυρο που μπορείς να το μπαλώσεις με ένα χαρτόνι και οι όποιες αποφάσεις μπορεί να ξεκινήσουν ένα ντόμινο καταστάσεων χωρίς φρένο. Με προσεγμένους διαλόγους ο Μουντζίου ανοίγει πολλά ζητήματα, ίσως περισσότερο θέτει ερωτήματα παρά τα απαντά. Ο πατέρας, ένα τραγικό πρόσωπο που έχει ως πρώτο του μέλημα τις εξετάσεις της κόρης του, παράλληλα τρέχει στις έρευνες της αστυνομίας για τον δράστη, στην ηλικιωμένη μάνα του, την ερωμένη του που έχει προβλήματα με το γιο της, από εκεί στη γυναίκα του που του αναθέτει δουλειές του σπιτιού και τέλος στους αρρώστους του στο νοσοκομείο. Προσπαθεί να προστατέψει τα εξαρτημένα μέλη και βγαίνει συνεχώς μπροστά παίρνοντας ρίσκα, είναι έτοιμος να λερώσει τα χέρια του, σε ένα κόσμο που όλοι παίζουν βρώμικα είναι έτοιμος να το κάνει κι ο ίδιος ως μέσο επιβίωσης. Στον αντίποδα, η σύζυγος του έχει το ρόλο του ηθικού αντίβαρου, που θα σηκώσει το λάβαρο του επιχειρήματος ότι δεν ανέτρεψαν έτσι την κόρη τους και ότι «οι αποφάσεις μας καθορίζουν το ποιοι είμαστε και όλη μας την μετέπειτα ζωή». Το άσχημο συμβάν στη ζωή της κόρης είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι σε καταστάσεις που συσσωρεύονταν καιρό τώρα. Στο βασικό ζήτημα της ταινίας υπάρχουν και άλλα παράπλευρα, που όλα μαζί συνθέτουν ένα αργόσυρτο θρίλερ καταστάσεων. Από την άλλη όμως κάνουν το έργο πολύ βαρύ και μεγάλο σε διάρκεια. Σε συνάρτηση με την αργή ρεαλιστική σκηνοθεσία, τελικά του μειώνουν τη δύναμη και κουράζουν το θεατή. Κρατάμε όμως το ενδιαφέρον σενάριο και τις καλές ερμηνείες.
La Tortue Rouge/ Η Κόκκινη Χελώνα
Σκηνοθεσία: Μίκαλε Ντουντόκ Ντε Βιτ
Μια ενδιαφέρουσα μίξη τεχνικών, σε αυτό το τρυφερό animation, το μόνο του φετινού διαγωνιστικού τμήματος. Βασισμένο σε ιστορία- βιβλίο του ίδιου του σκηνοθέτη, ο βραβευμένος με Όσκαρ δημιουργός εδώ συνεργάζεται με το γιαπωνέζικο στούντιο Ghibli. Σκίτσα με μολύβι, χαρακτήρες σαν βγαλμένοι από κόμικ βελγογαλλικής σχολής, με έντονο μαύρο περίγραμμα, να ξεχωρίζουν έντονα από το υπόλοιπο φυσικό τοπίο, στο οποίο χρησιμοποιούνται συχνά πιο έντονες τεχνικές αποτυπώνοντας ρεαλιστικά την άμμο ή το νερό. Μεγάλο το στοίχημα που κερδίζει το έργο, στο ότι πετυχαίνει να κρατήσει το ενδιαφέρον χωρίς καθόλου διάλογο, μόνο κάποιες αποσπασματικές κραυγές. Στην ιστορία, ένας ναυαγός προσπαθεί να δραπετεύσει από ένα νησί, αλλά οι απόπειρές του μοιάζουν να εμποδίζονται από μια τεράστια κόκκινη χελώνα, που στην πορεία θα αποδειχθεί μια πανέμορφη κοπέλα. Το νησί που φάνταζε αρχικά φυλακή, τότε μεταμορφώνεται σε έναν επίγειο παράδεισο.
Σαν μια διαφορετική οπτική στον Αδάμ και την Εύα, η Κόκκινη Χελώνα θα σας θυμίσει αρκετά τη Γαλάζια Λίμνη, μια αφαιρετική κινουμένων σχεδίων ιστορία boy meets girl. Αν προσπαθήσουμε να δούμε τι μας παραξένεψε περισσότερο δεν είναι η σχεδίαση, αλλά περισσότερο το σενάριο, που δεν είναι τόσο παραμυθένιο για να είναι παιδικό, αλλά παραείναι αποστειρωμένο για να είναι για μεγάλους. Υπάρχουν και σημεία της ιστορίας που μπορούν εύκολα να παρερμηνευτούν ή να αμφισβητήσουν τις προθέσεις του δημιουργού μέσα από τις σεναριακές επιλογές του. Μοιάζει να λείπει και κάποιο βαθύτερο νόημα ή δεύτερο επίπεδο, πέραν του προφανούς, της αγάπης στη διάρκεια των χρόνων. Κρατάμε όμως τη ρομαντική πρόθεση και τη νοσταλγία σε ένα είδος που τείνει να εκλείψει και χρειάζεται μια ανανέωση.
Το Άνθος
Σκηνοθεσία: Κλαούντιο Τζοβανέζι
Η νεαρή Ντάφνι που επιδίδεται σε μικροκλοπές συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Εκεί θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον Τζος. Τα δύο νέα παιδιά προσπαθούν να αντέξουν στο περιβάλλον της φυλακής και να βρουν τον δρόμο τους προς τα εμπρός, έχοντας να αντιμετωπίσουν μια σειρά από εμπόδια. To Fiore δεν είναι μία ταινία που δεν έχουμε ξαναδεί. Προβληματικοί νέοι, το περιβάλλον της φυλακής, η ανάγκη να νοιώσεις ότι κάπου ανήκεις και κάποιος σε καταλαβαίνει. Ο Κλαούντιο Τζοβανέζι χρησιμοποιεί τον ρεαλισμό για να μιλήσει για μια γενιά οργισμένη, σε μια ταινία που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Ωστόσο, ωραιοποιεί μάλλον τα πράγματα, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει μία ευχάριστη διάθεση στον θεατή. Η ερμηνεία της Ντάφνι Σκότσια είναι ατίθαση και δυναμική, προσθέτοντας το απαραίτητο νεύρο στην ταινία. Είναι η νεαρή πρωταγωνίστρια εκείνη που μαγνητίζει το βλέμμα του θεατή και ξεχωρίζει στην ταινία.
Μια Εβδομάδα και μια Μέρα / One Week and a Day
Σκηνοθεσία: Ασάφ Πολόνσκι
Μετά τον θάνατο του γιου του και μετά το σίβα (την περίοδο πένθους), ένας πατέρας προσπαθεί να προχωρήσει μπροστά με λίγη βοήθεια από τη… μαριχουάνα και τον τρελάρα φίλο του γιου του. Την ίδια ώρα, η σύζυγος του αναζητά τον δικό της τρόπο να πενθήσει, ο οποίος φαίνεται να διαφέρει αρκετά από εκείνον του συζύγου της. Ο Ασάφ Πολόνσκι έχει κατασκευάσει μια γλυκό-πικρη κωμωδία (υπάρχουν σκηνές που θα χαμογελάσετε, αλλά μη φανταστείτε ότι μιλάμε για τρανταχτά γέλια), σε μία ταινία σύγχρονη που μιλά για τη διαχείριση της απώλειας και για αυτό που οι άλλοι περιμένουν από σένα. Η ταινία του Ασάφ Πολόνσκι -που έλαβε βραβείο στις Κάννες κινείται σε αργούς ρυθμούς, επιλέγει τον νατουραλισμό ως φόρμα και στο μεγαλύτερο κομμάτι της δεν κάνει χρήση μουσικής (όπου κάνει, οι επιλογές ξενίζουν). Ωστόσο, μοιάζει αρκετά θαρραλέα, έχει δύο στο κέντρο της δύο πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, δύο γονείς μοντέρνους, αλλά βαθιά πληγωμένους και δύο πολύ καλές ερμηνείες από τους Σάι Αβίβι και Εβγκένια Ντόντινα. Οι άνθρωποι, οι στιγμές, είναι αυτά που προσφέρουν στον κεντρικό χαρακτήρα αυτό που μοιάζει να αναζητά, την στιγμή που για τη σύζυγό του, αυτό το προσφέρει η κατανόηση.
Πέντρο Νούλα / Pedro Noula
Σκηνοθεσία: Κάρολος Ζωναράς
Ένας νεαρός άνδρας ξυπνάει στο νοσοκομείο μετά από ένα τροχαίο ατύχημα που έγινε στην Εθνική. Δεν θυμάται τίποτα, τα μόνα στοιχεία που μαρτυρούν την ταυτότητα του είναι τα αντικείμενα που βρίσκει στις τσέπες του. Ανάμεσα τους και ένα διαβατήριο στο όνομα Πέντρο Νούλα. Για τον άνδρα ξεκινά ένα ταξίδι αναζήτησης της ταυτότητας του που θα τον οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια της νυχτερινής ζωής της Αθήνας.
Η νέα ταινία του Κάρολου Ζωναρά με πρωταγωνιστές τους Κωνσταντίνο Ασπιώτη, Κάτια Λεκλέρκ Ο’ Γουόλις, Παύλο Ευαγγελόπουλο, Χρήστο Σαπουντζή, Αθηνά Παππά και Μελέτη Γεωργιάδη είναι ένα αστυνομικό μυστήριο με στοιχεία φιλμ νουάρ. Η ιστορία στηρίζεται στην αμνησία του ήρωα και περιπλέκει διαφορετικούς χαρακτήρες που ψάχνουν να βρουν την σύνδεση μεταξύ τους. Αν και το σενάριο καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον και να δημιουργήσει την περιέργεια τον θεατή, το στοίχημα χάνεται σε κάποιες σκηνές – κυρίως του κυνηγητού μεταξύ των αντίπαλων «στρατοπέδων»- όπου η απλοϊκότητα στην κινηματογράφηση αδικεί το σεναριακό περιεχόμενο. Οι ερμηνείες, και ειδικά ο Ασπιώτης στον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι το τελικό συν της ταινίας.
Η προβολή έγινε παρουσία του σκηνοθέτη και των ηθοποιών αλλά και φίλων του σκηνοθέτη όπως Πάνος Κούτρας, Μαργαρίτα Μαντά, Γιώργος Τσεμπερόπουλος και πολιτικών παρουσιών όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου.