ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

24ες Νύχτες Πρεμιέρας: Αυτή τη Χρυσή Αθηνά ποιος θα την πάρει;

Ένα καλειδοσκόπιο συναισθημάτων, εικόνων, λόγου από ολόκληρο τον κόσμο παρουσίασε το διαγωνιστικό τμήμα των 24ων Νυχτών Πρεμιέρας. Ανάμεσα στις ταινίες που διαγωνίζονταν ήταν crowdpleaser όπως το Thunder Road, μικρά LGBTQ διαμαντάκια όπως το Tinta Bruta και αξιοπρόσεκτες ευρωπαϊκές παραγωγές. Η ώρα για τα βραβεία κοντοζυγώνει και οι Cinepivates ρίχνουν μια ματιά σε μερικές από τις ταινίες του διαγωνιστικού που τους απασχόλησαν:

Νταϊάν

diane001

Η πρώτη μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη Kent Jones, βραβευμένη στα φεστιβάλ του Λοκάρνο και της Τραϊμπέκα προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα των Νυχτών Πρεμιέρας. O Kent Jones είναι σεναριογράφος και συνεργάτης σε ντοκιμαντέρ του Martin Scorsese (“Letter to Elia”,” Journey to Italy”), ενώ το πρώτο του μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ ήταν το “Hitchcock / Truffaut”. H ταινία του έχει τίτλο “Diane”, το όνομα μιας εβδομηντάχρονης γυναίκας που προσπαθεί να βοηθά και να στέκεται δίπλα στους αγαπημένους της ανθρώπους και γενικά σε όσους έχουν ανάγκη.

Η Diane ζει μια απλή και ήσυχη ζωή. Η καθημερινότητά της κυλάει με την πρωταγωνίστρια να οδηγεί με το αυτοκίνητο μεγάλες αποστάσεις, πηγαίνοντας σε νοσοκομεία και σπίτια επισκεπτόμενη τους συγγενείς της. Σερβίρει φαγητό στην τοπική κοινότητα βοηθώντας αστέγους, τρώει με την φίλη της σε εστιατόρια και παλεύει να «σώσει» τον τοξικομανή γιο της. Καθώς εξελίσσεται η ιστορία, σταδιακά αποκαλύπτονται πληροφορίες για την ζωή της Diane και γίνεται αντιληπτό πόσες ενοχές και τύψεις αισθάνεται η πρωταγωνίστρια για τα σφάλματα του παρελθόντος της. Νιώθει υπεύθυνη για πολλά δυσάρεστα γεγονότα της ζωής της, ειδικά μάλιστα για τον τοξικομανή γιο της, από τον οποίον δεν παραιτείται ποτέ ακόμα και όταν αυτός της το ζητά. Δεν αργεί κανείς να σκεφτεί αν η ανάγκη της να βοηθά τους άλλους υποκινείται από αληθινή αγάπη ή από την αβάσταχτη ενοχή και σκιά του παρελθόντος της…

Το φιλμ αποτελεί μια φοβερή ψυχογραφία της Diane και μια «ωδή» στη ζωή ενώ μιλά για τον θάνατο. Η πρωταγωνίστρια είναι εγκλωβισμένη σε μια ζωή γεμάτη δυσάρεστες εκπλήξεις, αρρώστιες και θανάτους αγαπημένων της προσώπων. Παρά τον τραγικό χαρακτήρα του θέματος, η ταινία είναι ευχάριστη στο να την παρακολουθήσει κανείς και το κάνει με αμείωτο ενδιαφέρον. Ανθρώπινη, τρυφερή και ζεστή.

H πρωταγωνίστρια Mary Kay Place δίνει μια βαθύτατα τρυφερή και συγκινητική ερμηνεία στο οικογενειακό αυτό δράμα. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για την καλύτερη ερμηνεία της 70χρονης ηθοποιού μέχρι σήμερα. Καταφέρνει να γεμίσει την οθόνη με μια γλυκιά μελαγχολία, υποδυόμενη έναν χαρακτήρα δυναμικό με πολλές αντιστάσεις και ευαισθησίες. Με την ίδια επιτυχία σκηνοθετεί και ο Jones, παρ’ όλο που το τελευταίο μέρος της ταινίας «τραβούσε» την ιστορία παραπάνω από όσο χρειαζόταν. Σε κάθε περίπτωση, ο Kent Jones φαίνεται πως θα έχει λαμπρό σκηνοθετικό μέλλον όχι μόνο στα ντοκιμαντέρ αλλά και στις μεγάλου μήκους ταινίες.

Ηρώ Εμμανουήλ

Σκληρή Μπογιά (Tinta Bruta)

tin

Από την Μπερλινάλε, όπου απέσπασε το βραβείο Teddy Bear, έρχεται η ταινία των Μάρσιο Ρεολόν και Φελίπε Ματζεμπάκερ για έναν νεαρό Βραζιλιάνο που βγάζει τα προς το ζην παραχωρώντας διαδικτυακά σεξ σόου, στα οποία χρησιμοποιεί νέον μπογιές για να βάφει το σώμα του. Σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν άλλο άνδρα που τον αντιγράφει, τον οποίο και θα ερωτευτεί.

Η ταινία ξεκινά με μια εικόνα ενός νεαρού αγοριού να κοιμάται γυμνό την ώρα που τα σχόλια δίπλα στο βίντεο που έχει αναρτήσει συνεχίζονται. Το αγόρι -ο Πέδρο- μοιάζει ευάλωτο μπροστά στα ξένα βλέμματα, τα οποία δεν διστάζουν να αποθεώσουν και να κρίνουν -όλα από την οθόνη του υπολογιστή τους. Αυτή η κριτική της ψηφιακής εποχής συνεχίζεται στην ταινία, καθώς ο νεαρός μοιάζει να προσπαθεί να βρει την θέση του στον κόσμο και να ξεπεράσει την μοναξιά του (που εντείνεται από την μετακόμιση της μεγαλύτερης, προστατευτικής αδελφής του).

Η σχέση του με τον Λέο -που ξεκινά αρχικά με στόχο το οικονομικό όφελος- για να εξελιχθεί σε μια παθιασμένη σχέση και εκτός κάμερας, αναδεικνύει τις ελλείψεις στη ζωή του Πέδρο, σε μία πόλη που οι κάτοικοί της μοιάζουν να φεύγουν μακριά.

Οι σκηνοθέτες επιλέγουν άλλοτε την ψυχρή καταγραφή, άλλοτε την τρυφερότητα για να περιγράψουν τις σύγχρονες σκέψεις σε αυτό το LGBTQ ντεμπούτο που προκάλεσε αίσθηση στα ξένα Φεστιβάλ που προβλήθηκε.

Αγγελική Στελλάκη

Ανάσα Ελευθερίας

andid edlilega and breath normally 001

Από την παγωμένη Ισλανδία μας έρχεται αυτό το ζεστό κοινωνικό δράμα, που σφύζει ανθρωπιάς και κοινωνικού σχόλιου, πάνω στο μεταναστευτικό, την οικονομική κρίση, τον επαναπροσδιορισμό της οικογένειας και τη διαφορετικότητα.

Οι ζωές δυο γυναικών, μιας Ισλανδής ελέγκτριας διαβατηρίων και μιας πρόσφυγα από τη Γουινέα που προσπαθεί παράνομα να περάσει τα σύνορα ταξιδεύοντας προς τον Καναδά, θα συνδεθούν άρρηκτα μεταξύ τους. Η Λάρα είναι μια μητέρα ομοφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων, που προσπαθεί μόνη να αφήσει πίσω της το αμαρτωλό παρελθόν της στα ναρκωτικά και να μεγαλώσει σωστά το γιο της. Όσο καλή κι αν είναι η διάθεση της, τα οικονομικά της είναι άθλια και αν και πρόκειται να ξεκινήσει να εργάζεται ως ελέγκτρια στο αεροδρόμιο, κινδυνεύει άμεσα να βρεθεί με το παιδί της στο δρόμο. Από την άλλη, η Έλνταρ είναι μια γυναίκα που προσπαθεί να διαφύγει από την πατρίδα της νιώθοντας ότι η ζωή της κινδυνεύει άμεσα, μετά τη βίαιη δολοφονία της συντρόφου της, επειδή ήταν λεσβία. Η Έλνταρ συνταξιδεύει με την αδερφή και την κόρη της. Όμως στον έλεγχο των διαβατηρίων πέφτει πάνω στην μαθητευόμενη Λάρα, που από υπερβάλλον ζήλο παρατηρεί ότι το διαβατήριο της είναι πλαστό. Η συνάντηση των δυο γυναικών όμως δεν θα σταματήσει εκεί καθώς η μια υπαίτιος της δυστυχίας της άλλης, θα συνεχίσουν να πέφτουν η μια πάνω στην άλλη, με τη ζωή να παίζει περίεργα παιχνίδια.

Είναι αξιοσημείωτο πόσο καλά κρατά τις ισορροπίες αυτό το σενάριο, διατηρώντας ζεστό το ενδιαφέρον, το δράμα και το σχόλιο, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να γίνει διδακτικό ή να υποπέσει σε εκπτώσεις και ευκολίες. Ακόμα και η σεναριακή «συγκυρία» ή «συνθήκη», η σύμπτωση να είναι και οι δυο λεσβίες γυναίκες, μόνες με παιδί, τελικά δεν είναι ευκολία, ούτε χρησιμοποιείται για να προσδώσει κάτι το ερωτικό ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Η ταινία δεν στοχεύει καθόλου εκεί, αντίθετα θέλει να τις αντιπαραβάλει δημιουργικά, τη μια ως καθρέφτισμα της άλλης, ενώ και οι δυο χαρακτήρες θα κληθούν κατά τη διάρκεια της ταινίας να κάνουν την υπέρβαση, να τείνουν ένα χέρι βοηθείας η μια στην άλλη. Σε δεύτερο επίπεδο η ταινία μοιάζει να στρέφει το βλέμμα της σε κάθε ευρωπαίο θεατή, αναζητώντας τη δική του υπέρβαση ανθρωπιάς, ένα μικρό βήμα κατανόησης πέραν των νόμων, που θα βοηθήσει να σηκωθεί η μπάρα των συνόρων του σεβασμού στον άνθρωπο και της πολυεθνικότητας.

Αντώνης Γκούμας

Ένα Βήμα πριν Γίνεις Άγιος

diane001

Ένα κινηματογραφικό ντεμπούτο-ποταμός που βάζει ένα πολλά υποσχόμενο νέο όνομα στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη.

Ένα βήμα πριν γίνεις Άγιος ή ακολουθώντας κατά πόδας τα Σεραφείμ…Δυόμιση ώρες ίντριγκας και παραβατικότητας στα άδυτα μιας Ιερατικής σχολής στη Ρουμανία της δεκαετίας του 90 συνθέτουν το ημιαυτοβιογραφικό ντεμπούτο του 40χρονου Ντάνιελ Σάντου στις ταινίες μεγάλου μήκους. Ο Σάντου ξεδιπλώνει την εμπειρία του ως μαθητευόμενος κληρικός σε μια σχολή όπου περισσεύουν η ίντριγκα και το κάρφωμα, πρακτικές που φέρνουν στο νου το ανατριχιαστικό παρελθόν μιας χώρας όπου βασίλευε η Securitate και τις οποίες εδώ ενορχηστρώνει μακιαβελικά ο Διευθυντής της Σχολής, πολύ μακριά από το λόγο και την ουσία της θρησκείας. Όπως καμιά σχέση δεν έχουν με τα θεία οι νεαροί μαθητευόμενοι που πίνουν, καπνίζουν, την κοπανάνε συστηματικά, κάνουν τοκογλυφίες και κυνηγάνε τα κορίτσια της πόλης. Σαν κακομαθημένα κολεγιόπαιδα κάπου στην Αγγλία. Γιατί το θέμα του Σάντου δεν έχει να κάνει με τη μεταφυσική διάσταση της Εκκλησίας αλλά με την εξαχρείωση ενός μικρόκοσμου-θεωρητικά βιτρίνας ηθικής της Ρουμανίας, βουτηγμένου στις ίντριγκες της εξουσίας και παραδομένου στην αυθαιρεσία ενός διπρόσωπου και υποκριτικού ιερατείου.

Εξαιρετικός για μια ακόμη φορά ο Ρουμάνος σταρ Βλαντ Ιβάνοφ στο ρόλο του σκοταδόψυχου παπά ενώ η αφηγηματική δεινότητα και η σεναριακή ακρίβεια του Ντάνιελ Σάντου προδιαθέτουν για έργο ενός βετεράνου και όχι πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού. Δικαίως και η ταινία του σάρωσε τα φετινά Ρουμάνικα Βραβεία.

Η υπόθεση: Μετά την παρέμβαση των γονιών του, ο νεαρός Γκάμπριελ θα περάσει ως επιλαχών στην Ανώτατη Ιερατική Σχολή. Με την είσοδό του στο ίδρυμα και κόντρα σε όσα θα περίμενε κανείς από έναν τέτοιου τύπου οργανισμό, προσγειώνεται σε ένα μακιαβελικό σύμπαν όπου για να ανταπεξέλθει θα αναγκαστεί να υιοθετήσει εξίσου δόλιες μεθόδους.

Τάσος Ντερτιλής

Ληστεία στο Μουσείο

museo0001

Από την πραγματική ιστορία της ληστείας του Μουσείου Ανθρωπολογίας στο Μεξικό από δύο νεαρούς φοιτητές εμπνέεται η ταινία του Αλόνσο Ρουιθπαλάθιος που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ (και στο κατάμεστο Ideal). Ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ ερμηνεύει τον Χουάν, τον «εγκέφαλο» της ληστείας που έλαβε χώρα το 1985.

Είναι ιδιοσυγκρασιακή η ταινία του Ρουιθπαλάθιος: το πρώτο μέρος της μοιάζει σχεδόν κρυπτικό και με το voice over ενός εκ των πρωταγωνιστών της ιστορίας φέρνει στο νου φιλμ νουάρ (χωρίς όμως να διαθέτει τα υπόλοιπα στοιχεία ενός φιλμ νουάρ). Το δεύτερο μέρος είναι μια πιο παραδοσιακή περιπέτεια που εξακολουθεί να διαθέτει ιδιαίτερα καδραρίσματα και πλάνα -όπως στη σκηνή όπου οι πρωταγωνιστές μιλούν και εμείς βλέπουμε ένα ενυδρίο με ψάρια.

Σίγουρα υπάρχουν στιγμές που κουράζει, κυρίως γιατί είναι δύσκολο στον θεατή να κατανοήσει πού ακριβώς σκοπεύει ο σκηνοθέτης. Και ο Μπερνάλ, παρ’ όλο που διαθέτει νεανικό πρόσωπο, είναι δύσκολο να πείσει πλέον ως νεαρός φοιτητής, αν και δεν μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει ότι δεν προσδίδει την απαραίτητη ανεμελιά και ανευθυνότητα.

Αυτό που ο Ρουιθπαλάθιος θέλει από την αρχή να σχολιάσει είναι το ότι όλα έχουν καταντήσει αντίγραφα κάποιου άλλου πράγματος, μέχρι που και τα ίδια τα πράγματα χάνουν την αξία τους. Αυτό διαφαίνεται στη συνάντηση με τον πλούσιο Βρετανό συλλέκτη και όχι μόνο. Οι Αρχές μοιάζουν να μην γνωρίζουν την αξία των αντικειμένων που έχουν χαθεί και αυτό που ξεκινά ως μια προσπάθεια του Χουάν να σκοτώσει τον χρόνο του καταλήγει σε τραγωδία -με τις απαραίτητες κωμικές στιγμές.

Αγγελική Στελλάκη

Οι Κληρονόμοι

Το έτερο ισπανόφωνο της βραδιάς ήταν ένα ωραίο σε σύλληψη λεσβιακό δράμα τρίτης ηλικίας, από την Παραγουάη. Η Τσίλα συζεί αγαπημένα με τη σύντροφο της πολλά χρόνια. Αυτή είναι πιο ενεργητική αλλά και χειριστική και η Τσίλα έχει παγιδευτεί σε έναν παθητικό ρόλο, μένοντας συνέχεια στο σπίτι με μόνη ενασχόληση της τη ζωγραφική. Τα τελευταία χρόνια τα οικονομικά τους δεν πάνε καλά και η Τσίλα, γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας αναγκάζεται να ξεπουλάει λίγο λίγο όλα τα υπάρχοντα της, παλιά σερβίτσια και έπιπλα, ενώ μιας και έχει πλέον μεγαλώσει, δεν της έχουν ανανεώσει το δίπλωμα οδήγησης αλλά και η όραση της δεν τη βοηθά, η φίλη της σκέφτεται να πουλήσουν και το αυτοκίνητο τους. Το ποτήρι ξεχυλίζει όταν από λάθος οικονομικούς χειρισμούς, η φίλη της μπαίνει φυλακή για χρέη. Ο κόσμος της Τσίλα κυριολεκτικά καταρρέει και μοιάζει μετέωρη και αποσβολωμένη. Η καθημερινότητα της θα αλλάξει ριζικά όταν ηλικιωμένη γειτόνισσα της ζητά να την πάει στη λέσχη που συχνάζει με το αυτοκίνητο και την πληρώνει όσα θα έδινε στο ταξί. Από αυτή τη στιγμή και η Τσίλα βρίσκει νέο νόημα, μεταφέροντας ηλικιωμένες κυρίες, αλλά και την κόρη μιας εξ αυτών, για την οποία της γεννά έντονο ερωτικό ενδιαφέρον.

Με δύναμη που πηγάζει μέσα από το σενάριο, αλλά και τη στιβαρή κεντρική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας, που καλείται αρκετές φορές να εκφράσει πολλά μόνο μέσα από το βλέμμα της και είναι εξαιρετική. Σε αυτό συνδράμουν πολύ και οι ενδυματολογικές επιλογές και τα χτενίσματα, που εκφράζουν έντονα τις συναισθηματικές μεταλλάξεις της ηρωίδας, χωρίς να υποπέφτουν σε υπερβολές. Αξίζει να το αναφέρουμε το πόσο σημαντική δουλειά έχει γίνει στον τομέα αυτό, σε αυτή την κατά τα άλλα low budget ταινία, διότι υπάρχει μια λανθασμένη αντίληψη ότι τα κοστούμια παίζουν ρόλο μόνο σε ταινίες εποχής ή φαντασίας.

Η σκηνοθεσία του Μαρσέλο Μαρτινέσι προσπαθεί να βρει ενδιαφέρουσες γωνίες λήψης, ενώ τα πάει εξαιρετικά στο να χτίσει τον ανομολόγητο αισθησιασμό ανάμεσα στις δυο γυναίκες, που είναι αδιαμφισβήτητα το πιο ενδιαφέρον σημείο της ταινίας, αλλά και ουσίας για την τελική έκβαση της ιστορίας. Τον προδίδει όμως ο αδικαιολόγητα κακός φωτισμός της ταινίας, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος της υποφωτισμένη και σκοτεινή. Ένα άλλο σημείο που κάνει την ταινία να κουράσει λίγο περισσότερο από όσο χρειαζόταν, συγκριτικά με τη σχετικά μικρή διάρκεια της, είναι ότι αργεί αρκετά να πάρει μπροστά και χρειάζεται λίγο υπομονή στην αρχή μέχρι να αποκτήσει πραγματικά ενδιαφέρον για τον θεατή. Αυτά όμως δεν μειώνουν στο ελάχιστο τη δύναμη που έχει η ταινία από τη μέση και μετά, όπως και τη θεματολογική φρεσκάδα και πολυπλοκότητα των όσων πραγματεύεται.

Αντώνης Γκούμας

Thunder Road

Μια εκπληκτική ταινία βασισμένη σε ένα τραγούδι μας συστήνει ξανά τη βαθιά Αμερική της κρίσης και των εξαρτήσεων.

1975: Thunder Road. Ένα τραγούδι που άνοιγε το Born to Run του Μπρους Σπρίνγκστιν. Ο ροκ λυρισμός αυτού του τραγουδιού του μέγιστου ρόκερ στα ξεκινήματά του έμελλε να το καταγράψει στην ιστορία ως ένα από τα καλύτερα ροκ τραγούδια όλων των εποχών. Η βαθιά Αμερική, ο λαός, η φτώχεια, η καθαρότητα της καρδιάς και… οκ ήδη οι άπειροι φανατικοί του Μπρους ανατριχιάζουν.

2016: Thunder Road. Μια ταινία μικρού μήκους One man show του νεαρού filmmaker Τζιμ Κάμινγκς σαρώνει το Sundance με την αμεσότητά της και το κωμικοτραγικό της ύφος, περιγράφοντας την προσπάθεια ενός νεαρού αστυνομικού να τραγουδήσει και να χορέψει το Thunder Road στην κηδεία της αγαπημένης του μητέρας.

2018: Ο Τζιμ Κάμινγκς επιστρέφει στον ήρωά του και μας προσφέρει ένα μοναδικό πορτραίτο ενός ψυχικά ανισόρροπου αλλά γλυκύτατου ήρωα που βλέπει τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Η λαϊκή Αμερική του Σπρίνγκστιν, οι πίσω δρόμοι και τα ματαιωμένα όνειρα είναι εδώ ακόμη πιο έντονα μετά την κρίση του 2008 και τη διάλυση, κοινωνική και ψυχική, που προκάλεσε στις ΗΠΑ. Ο Τζιμ Κάμινγκς, με αφετηρία την κηδεία της μικρού μήκους ταινίας του, ξεδιπλώνει την ιστορία του ήρωά του, ενός δυσλεξικού, άτυχου ανθρώπου με τις καλύτερες προθέσεις και τα χειρότερα αποτελέσματα. Η τραγωδία ενός γελοίου αλλά αξιολάτρευτου λαϊκού ήρωα, φιλτραρισμένη με ένα πικρό αλλά ανατρεπτικό χιούμορ, ξετυλίγεται στο one man show ντεμπούτο του Κάμινγκς μέσα από μικρές σκηνές που φέρνουν όλο και πιο κοντά στο χείλος της καταστροφής έναν άνθρωπο γεμάτο συναισθήματα αλλά ανίκανο να τα χειριστεί.

Η ταινία ήδη θριαμβεύει στις ΗΠΑ, ξεκινώντας από το μεγάλο βραβείο του SXSW, ενός από τα πιο έγκυρα καλλιτεχνικά φεστιβάλ κινηματογράφου. Η ορμή της είναι σίγουρο ότι θα τη φέρει μακριά…πολύ μακριά, ίσα με το κατώφλι της Ακαδημίας μη σου πω. Όσο για το διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ, έχει ήδη θέσει σοβαρή υποψηφιότητα για το βραβείο κοινού, αν κρίνω από τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση του κοινού της sold out Πρεμιέρας, αλλά και για τυχόν άλλα βραβεία. Ότι και να κερδίσει πάντως, στον σκηνοθέτη- σεναριογράφο-παραγωγό-ερμηνευτή (και κάτι ακόμη ψιλά μερεμέτια) Τζιμ Κάμινγκς θα καταλήξει.

Η υπόθεση: Επηρεασμένος από τον θάνατο της μητέρας του, ένας νεαρός αστυνομικός αδυνατεί να βάλει τάξη στο χάος που ανακύπτει στην προσωπική του ζωή. Με όχημα το σαρωτικό ταλέντο του δημιουργού του, το «Thunder Road» κοιτάζει πίσω από την πανανθρώπινη ιλαροτραγωδία μιας ζωής τροχοδρομημένης. Κεντρικός ήρωας -σκόπιμα- ένας εκπρόσωπος της Tάξης, η ύπαρξη του οποίου κοντεύει να εκτροχιαστεί καθώς η εμπιστοσύνη του στις αξίες τον οδηγεί σε έναν διαρκή αγώνα να πράξει το σωστό απέναντι στο γράμμα του νόμου.

Τάσος Ντερτιλής

Ηφαίστειο

volcano0001

Όταν το αυτοκίνητο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE) παθαίνει βλάβη στη μέση της ουκρανικής στέπας, νεαρός αξιωματούχος βγαίνει από το αυτοκίνητο για να βρει βοήθεια. Το όχημα, όμως, εξαφανίζεται και ο ίδιος παγιδεύεται σε μια αφιλόξενη περιοχή της ουκρανικής στέπας από όπου μοιάζει να μην μπορεί να ξεφύγει.

Η ταινία του Ρόμαν Μπονταρτσούκ ξεκινά με ένα εντυπωσιακό εναέριο πλάνο ενός πλοίου που περνά από μία διώρυγα. Είναι ένα δείγμα μόνο των εικόνων εξαιρετικής ομορφιάς που θα ακολουθήσουν (για παράδειγμα εκείνη μιας σακούλας που χορεύει πιασμένη σε ένα φυτό). Ο ήρωάς μας, ένας παντρεμένος Ουκρανός γιάπης που θα βρεθεί να έλκεται από ντόπια νεαρή καλλονή, την οποία διεκδικεί και μέλος της τοπικής μαφίας, βρίσκεται μπλεγμένος σε έναν καφκικό εφιάλτη που περιλαμβάνει χαμένα σακάκια, αναζητήσεις με ανιχνευτές μετάλλων και κρυμμένα τσεκούρια σε πολυθρόνες γιαγιάδων.

Έξυπνα ο Μπονταρτσούκ αντιπαραβάλλει τον OSCE με την κατάσταση που επικρατεί στην ουκρανική στέπα (ένας από τους ήρωες της ταινίας λέει στον κεντρικό χαρακτήρα ότι σε αυτή την περιοχή «επικρατεί το χάος»). Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία έρχεται σε αντίθεση με την απλότητα και την τρέλα της ουκρανικής στέπας, την ώρα που εικόνες του Πούτιν να μιλά για τον πόλεμο στην Ουκρανία προβάλλονται στην οθόνη. Σε αυτό το σημείο του κόσμου η ζωή συνεχίζεται με δικό της τρόπο και ο ήρωας αναπόφευκτα θα αρχίσει να συγκρίνει τη δική του πραγματικότητα με εκείνη που συναντά μπροστά του.

Η ταινία του Μποταρτσούκ σε αρκετές στιγμές μοιάζει να αποτελείται από διαφορετικά «επεισόδια» που δεν έχουν όλα την ίδια δύναμη -σε κάποια μάλιστα μοιάζει να μην συμβαίνουν και πολλά πράγματα. Παρ’ όλα αυτά πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα δεύτερη ταινία, ένας σχολιασμός στον παραλογισμό που έγκειται στην αντίθεση της ιδέας της Ευρώπης και τις εθνικές πραγματικότητες των κρατών της.

Αγγελική Στελλάκη

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *