ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

Το 30ό Πανόραμα: διαγωνιστικό και πρώτες προβολές

Σε εξέλιξη βρίσκεται το επετειακό 30ό Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, που διοργανώνεται φέτος την πρώτη εβδομάδα (19 έως 25 Οκτωβρίου) στο Ααβόρα και τη δεύτερη εβδομάδα (26 Οκτωβρίου έως 1 Νοεμβρίου) στον κινηματογράφο Έλλη. Οι Σινεπιβάτες (Cinepivates) είναι και φέτος χορηγοί επικοινωνίας της εκδήλωσης.

Η δεύτερη εβδομάδα περιλαμβάνει τις ταινίες του φετινού διαγωνιστικού προγράμματος, avant premiers και ειδικές προβολές.

Από νωρίς κατέφτασαν την Πέμπτη στο Έλλη θεατές και προσκεκλημένοι, καθώς προβαλλόταν η νέα ταινία του Βασίλη Μαζωμένου «Lines» παρουσία συντελεστών.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

To «Lines» είναι μια συρραφή από μερικές διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες κρίσης και αυτοκτονίας, που τις ενώνει όλες ένα απελπισμένο τηλεφώνημα που κάνουν προς τη «γραμμή ζωής», ένα κέντρο τηλεφωνικής ψυχολογικής υποστήριξης. Με την ιστορία του αστυνόμου των Μ.Α.Τ. και του «Μπάτμαν» να ξεχωρίζουν λίγο από τις υπόλοιπες, αλλά ωραία μουσική και φωτογραφία στο σύνολο της. Η ταινία θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελείται από μικρά σκετς, στην προσπάθεια των δημιουργών να καλύψουν όλη την γκάμα της σημερινής Ελλάδας, τον άστεγο, τον μικρομεσαίο, τον αγρότη, τον αστυνομικό, το στέλεχος, τον διευθυντή, τον πολιτικό, προσπαθώντας να δείξουν ότι όλοι ασφυκτιούν, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Ίσως εκεί γίνεται μια άτυπη εξίσωση όλων, στην υπερβολή της φυσικά, που ίσως ενοχλήσει κάποιους καθώς χάνει σε ρεαλισμό και δείχνει τη πρόθεση της ταίνιας να προκαλέσει, όπως φαίνεται και στον τρόπο που χειρίζεται και παρουσιάζει κάποιες ερωτικές σκηνές. Ανεξαρτήτως αν συμφωνεί κανείς με τον τρόπο παρουσίασης ή όχι, δε μπορεί να μην αναγνωρίσει στο δημιουργό ότι πλησιάζει με την ίδια τρυφερότητα όλους τους χαρακτήρες του. Προσωπικά, διατηρώ και κάποιες επιφυλάξεις για το κλείσιμο της ταινίας, τις οποίες θα ήθελα πολύ να συζητήσω με τον σκηνοθέτη.

Στο ιταλικό «L’Itrusa» (Ο Εισβολέας) σε σκηνοθεσία Leonardo di Constanzo, σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολης εργάζεται η Τζοβάνα που ηγείται μιας ομάδας κοινωνικών λειτουργών που συγκεντρώνουν τα παιδιά της γειτονιάς και τα απασχολούν δημιουργικά. Στο σπιτάκι του κήπου ζητά και βρίσκει κατάλυμα μια νεαρή μητέρα με το μωρό και την κόρη της. Γρήγορα μαθαίνουν όμως ότι πρόκειται για την οικογένεια ενός εγκληματία, καταζητούμενου της Καμόρα, που δολοφόνησε προ ημερών έναν αθώο γείτονα. Η Τζοβάνα παρόλα αυτά και την άσχημη συμπεριφορά της μητέρας, δένεται την οικογένεια, ιδίως με το κορίτσι και προσπαθεί να βοηθήσει. Παρόλο που υπάρχει σενάριο η σκηνοθεσία επιλέγει μια αρκετά αργή και ρεαλιστική αφήγηση που δε βοηθά να γνωρίσουμε και να νιώσουμε καλύτερα τους χαρακτήρες και το κοινωνικό δίλημμα που πραγματεύεται. Αυτό που μένει είναι να παρακολουθούμε τα μικρά παιδιά να παίζουν και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους δημιουργώντας το δικό τους αντίβαρο στην κοινωνία των μεγάλων.

Από τις καλύτερες στιγμές του διαγωνιστικού το ρωσικό «Arrhythmia» (Αρρυθμία) του Boris Khlebnikov, έθεσε κατευθείαν τον εαυτό του υποψήφιο φαβορί για το τμήμα του διαγωνιστικού. Στο επίκεντρο του, ένα νεαρό ζευγάρι που αντιμετωπίζει προβλήματα στη σχέση του, άμεσα συνυφασμένα με τη δουλειά τους, αφού ο άντρας είναι διασώστης σε ασθενοφόρο και η γυναίκα γιατρός στο ίδιο νοσοκομείο. Η σκληρή καθημερινότητα και οι ρυθμοί της ζωής τους μοιάζει να έχει βγάλει εκτός ρυθμού την ερωτική ζωή του ζευγαριού. Βιώνοντας την ιστορία κυρίως μέσω του άντρα διασώστη βλέπουμε παράλληλα, τα καθημερινά προβλήματα και τον παραλογισμό της προσπάθειας εκσυγχρονισμού του τομέα της υγείας, σε ένα γλυκόπικρο δράμα που προσφέρει αρκετές συγκινήσεις.

Εξίσου καλή στιγμή για το φεστιβάλ και το βουλγάρικο «Posoki» (Directions / Κατευθύνσεις), που μας διηγείται παλαβές ιστορίες οδηγών ταξί, που διαδραματίζονται σε μια νύχτα και κάποιες αλληλοσυμπληρώνονται, αφήνοντας διάχυτα σχόλια για τη δύσκολη κατάσταση που βιώνει η χώρα. Υπέροχη κινηματογράφιση της νύχτας και μερικά ωραία μελετημένα πλάνα, αλλά με αργή ροή, συνθέτουν ένα ιδιόμορφο road movie φτιαγμένο από μικρότερα σκετσάκια, χωρίς αφετηρία ή τερματισμό, αλλά μιας διαδρομής που κάνει κύκλους γύρω από τα ίδια σημεία και κάθε φορά μας αποκαλύπτει λίγες ακόμα κρυφές ανθρώπινες πτυχές και παλαβές ιστορίες που μπορεί να διηγούνται οδηγοί μεταξύ τους μετά το τέλος μιας βάρδιας.  Από τις πιο δυνατές στιγμές, αυτή του άντρα στη γέφυρα, εξίσου βραδυφλεγής αλλά και συγκινητική η ιστορία του ηλικιωμένου οδηγού που έχασε το γιό του και κανείς δεν νοιάζεται να ακούσει τελικά τον πόνο του εκτός από έναν αδέσποτο σκύλο.

Το «Μπάι Μπάι Germany» (Es war einmal in Deutschland) πραγματεύεται τη δυσκολία παραμονής στη χώρα της Γερμανίας των εβραίων, μετά τον πόλεμο. Ανθρώπων που κυνηγήθηκαν και σφαγιάστηκαν βάναυσα από το εγκληματικό φασιστικό καθεστώς του Χίτλερ, ήταν όμως Γερμανοί υπήκοοι και προσπαθούσαν να ξανασταθούν στα πόδια τους και να εγκαταλείψουν τη χώρα που θεωρούσαν πατρίδα και που τους πρόδωσε. Κεντρικός πρωταγωνιστής ο Ντάβιντ Μπέρμαν μαζεύει μια ομάδα εβραίων φίλων του και στήνουν μια ομάδα, μια άτυπη «συμμορία» προσπαθώντας να ξαναστήσουν την επιχείρηση της οικογένειας του που πωλούσαν λευκά είδη για να μαζέψουν τα απαραίτητα λεφτά για να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Την ίδια στιγμή τον καλούν για ανακρίσεις από τον αμερικάνικο στρατό, με κατηγορίες ότι βοηθούσε τους Ναζί, αναγκάζοντας τον να ανατρέξει σε εφιαλτικές αναμνήσεις της περιόδου του πολέμου. Μια ωραία γεμάτη ερμηνεία, μετά από καιρό, από τον Moritz Bleibtreu (Τρέξε Λόλα Τρέξε, Das Experiment/Το Πείραμα). Αντίστοιχες ταινίες για τις βαρβαρότητες των Ναζί έχουμε δει πολλές, αυτή εδώ έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον, ότι έγινε από Γερμανούς, έρχεται να προστεθεί σε άλλες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και είναι ίσως από τις πιο ειλικρινείς ως τώρα. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο, ότι δεν ασχολείται τόσο με το πριν όσο με το μετά, δηλαδή το πως προχωρούν αυτοί οι άνθρωποι με αυτά που πέρασαν, αλλά κατ’επέκταση και το πως πρέπει να πορετεί και η ίδια η χώρα μετά από τη ρετσινιά που κουβαλάει και τι υποχρεώσεις της αναλογούν. Έχει λοιπόν ενδιαφέρον η ματιά της, ιδιαίτερα σε μια περίοδο με -δυστυχώς- αυξημένα φιλοφασιστικά στατιστικά, προτού η ιστορία επαναλάβει άσχημες σελίδες της.

To «Reinventing Martin» είναι η πληγωμένη ιστορία ενός νεαρού γκέι ηθοποιού που αλλάζει το όνομα του και προσπαθεί να ξεπεράσει τα δύσκολα παιδικά του χρόνια στήνοντας με τη βοήθεια της Ιζαμπέλ Ιπέρ (που υποδύεται τον εαυτό της) ένα θεατρικό για τη ζωή του. Η ταινία, σε αντίθεση με το Call me by your name, κουράζει αρκετά, ιδίως με τη μπερδεμένη αργή, αφήγηση της και τα συνεχή flash backs στην παιδική ηλικία. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η σχέση του παιδιού με τον πατέρα, όπου ο «καρατερίστας» σε τέτοιους ρόλους, Γκρέγκορι Γκαντεμπούς, μας δίνει άλλον έναν αξιομνημόνευτο χαρακτήρα. Στο σύνολο της όμως η ταινία δείχνει να αδυνατεί να εστιάσει και να εμβαθύνει στα σωστά σημεία, ώστε να παρασύρει το θεατή μαζί της.

Στο ρουμάνικο «Marita» ένα παλιό αμάξι συμβολίζει τη χώρα και τις παλιές νοοτροπίες, ενώ κουβαλά στην πλάτη του έναν φλύαρο και παραμυθά «πάτερ φαμίλια», τις συλλογές γραμματοσήμων του και τις ερωτικές ιστορίες του. Όλα ξεκινούν όταν, λίγο πριν τις γιορτές, ένας από τους γιους του, τον επισκέπτεται απρογραμμάτιστα και ο πατέρας αποφασίζει να τον πάει με το αμάξι στο σπίτι που θα μαζευτούν η μητέρα και τα αδέρφια του, με άλλα λόγια, η οικογένεια που αυτός εγκατέλειψε. Το πρόβλημα και αυτής της ταινίας που ακολουθεί πάλι τις νόρμες ενός road movie στο μεγαλύτερο διάστημα της, είναι η υπερβολικά αργή ροή της, διαθέτει όμως κάποιες έμπνεύσεις και μπόλικο χιούμορ, προερχόμενο κυρίως από το χαρακτήρα του πατέρα, Αντριάν Τιτιένι (που απολαύσαμε ως πατέρα και στην περσινή «Αποφοίτηση»).

Το Πανόραμα ολοκληρώνεται την Τετάρτη, 1 Νοεμβρίου, με την τελετή λήξης, όπου θα δωθούν τα φετινά βραβεία και την προβολή της ταινίας «Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς» που θα ακολουθήσει.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *