ΕΠΙΚΑΙΡΑ

Νύχτες Πρεμιέρας: Ανασκόπηση Τρίτης (24/09/13)

Νομίζω η σημερινή ήταν η πιο ‘progressive’ μέρα του φεστιβάλ. Ψυχεδελικοί ήχοι στο μουσικό ντοκιμαντέρ Le Chant Des Ondes, ενδιαφέρον μείγμα φιλμ και animation στο φρέσκο the Congress, του Φόλμαν,   ωραία φωτογραφία και αισθηματική με επιστημονικής φαντασίας ενώνονται στο Upstream Color, εικόνες απείρου κάλλους συνδυάζονται με την εμμονή για το θάνατο στο Love Eternal  και η βραδιά κλείνει με μια κωμική φανταστική σκακιστική παρτίδα μεταξύ φανατικών σκακιστών και πρωτόγονων υπολογιστών στο Computer Chess. Ας τις δούμε αναλυτικά:

Le Chant Des Ondes/ Ηλεκτρικά Κύματα:

Χώρα: Καναδάς, Σκηνοθεσία: Καρολίν Μαρτέλ, Διάρκεια: 97′

Το 1928 Ο Γάλλος μουσικός (τσελίστας) Maurice Martenot πρωτοεμφάνισε ένα νέο πρωτότυπο μουσικό όργανο που το ονόμασε Ondes (Musical Waves) βασισμένος σε ηλεκτρικά κύματα που άκουσε στον α’ παγκόσμιο πόλεμο. Διαφορετικής τεχνικής από το Theremin και τα μετέπειτα Synth αποτέλεσε τον ‘παππού’ για πάνω από 300 όργανα, εκ των οποίων πάνω από 70 χρησιμοποιούνται ακόμη. Μοιάζει με ένα απίστευτο παιχνίδι βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας, με περίεργα κουμπάκια, χορδές, λυχνίες. Με ένα λεβιέ, ένα πετάλι, διακόπτες, κουμπί ή πλήκτρο μπορεί κανείς να ‘τεντώσει ή να απλώσει’ τον ήχο, να τον αλλάξει εντελώς μιμούμενος ήχους πουλιών, τρομπέτες, κιθάρας, βιολιού. Κανένα Ondes δεν είναι ίδιο με το άλλο και κάθε καλλιτέχνης το χρησιμοποιεί με το δικό του τρόπο, άρα έχουμε άπειρους συνδυασμούς. Το ντοκιμαντέρ, όπως το όργανο, ισορροπεί ανάμεσα σε ήχο και μουσική. Επιχειρεί μια εισαγωγή στο κλειστό κλαμπ των Ondists. Οι μουσικοί που μιλάνε μοιάζουν πιο πολύ με μουσικούς ιστορικούς ή αρχαιολόγους καθώς ψάχνουν τους ήχους μέσα στη σκόνη. Ανάμεσα σε αυτούς που παρακολουθούμε είναι ο γιος του Martenot, καθώς και ο Johnny Greenwood των Radiohead. H σκηνοθεσία δεν είναι καλή. Δανείζεται αρχειακό υλικό, αλλά σε σημεία καταντά ένα ντοκιμαντέρ που αναπροβάλλει παλαιότερα ντοκιμαντέρ. Η χαοτική υποτονική μουσική και αργά κλασικά κομμάτια το βαραίνουν και έκαναν πολλούς από το κοινό να ‘λιώσουν’ στον ύπνο, ιδιαίτερα τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Έχει πάντως ένα καταπληκτικό χορωδιακό με συνοδεία του Ondes, καθώς και το ‘How to Disappear Completely’ των Radiohead, που το χρησιμοποιούν, που είναι ενδιαφέροντα. Με τη δεκαετία των 80’s η αναζήτηση νέων ήχων σταμάτησε και έτσι και η εξέλιξη του οργάνου. Πάντως, ο Martenot συνέχισε να είναι ένας μουσικός που ενώνει την τεχνολογία με την τέχνη. Τα τελευταία χρόνια του ασχολήθηκε με τη διδασκαλία. Σήμερα πολλές φορές αναφερόμενοι στο όργανο χρησιμοποιούμε το όνομα του (Οndes-Martenot). Ένα ντοκιμαντέρ μόνο για τους λάτρεις των ψυχεδελικών αναλογικών ήχων.

Gimli

Upstream Color/ Κόντρα στο Ρεύμα:

Χώρα: ΗΠΑ, Σκηνοθεσία: Σέιν Καράθ, Διάρκεια: 96′

Ένα ζευγάρι που μοιάζει να ενώνεται χωρίς λογική. Σκουλήκια που σέρνονται στο χώμα, μερικά τροφαντά γουρουνάκια και συμπεριφορές που μοιάζουν παράλογες. Για ακόμα μία φορά, ο Σέιν Καράθ (Primer) έφτιαξε μια ταινία στην οποία ο θεατής παλεύει να καταλάβει τι γίνεται. Μέχρι το τέλος της έχει μια γενική ιδέα, καθώς στη νέα του ταινία ο Καράθ φαίνεται πως αποφάσισε να πετάξει διαλόγους και λογική εξέλιξη της πλοκής από το παράθυρο και να κάνει τον θεατή να σπαζοκεφαλιάζει για το «τι ακριβώς εννοούσε ο ποιητής». Ο εν λόγω… ποιητής έχει, πάντως, την αδιαμφισβήτητη ικανότητα να φτιάχνει εικόνες. Το Upstream Color διακατέχεται από μία ονειρική εικονοπλαστική τελειότητα με πλάνα τόσο «καθαρά» που αποτελούν από μόνα τους ένα φαινόμενο. Η ιστορία έχει να κάνει με την αποσύνθεση και την αναγέννηση, αλλά και με τον έρωτα που ξεπηδά ενάντια σε κάθε λογική. Εάν δεν νιώθαμε σε κάθε σκηνή ότι χρειαζόμαστε «ξεναγό» για να κατανοήσουμε την ταινία, τα πράγματα θα ήταν σαφώς καλύτερα.

Τάιλερ

The Congress:

Χώρα: Ισραήλ, Σκηνοθεσία: Άρι Φόλμαν, Διάρκεια: 122′

 Μια πολύ ωραία ταινία εμπνευσμένη από βιβλίο επιστημονικής φαντασίας του Stanislaw Lem (Solaris). Είναι χωρισμένη σε 2 μέρη. Το πρώτο είναι φιλμ και το δεύτερο κατά το πλείστον animation. Μια ηθοποιός, μόνη μητέρα δυο παιδιών (Ρόμπιν Ράιτ παίζει τον εαυτό της) καλείται να υπογράψει συμβόλαιο όπου πουλάει τον εαυτό της και τα δικαιώματα χρήσης της ιδιότητας του ηθοποιού για 20 χρόνια σε 3D μορφή στην μεγάλη εταιρεία του θεάματος, Miramount (ευφυής συνδυασμός miramax & paramount). Όταν παρέρχεται η εικοσαετία λαμβάνει πρόσκληση να πάει στην εταιρεία για ανανέωση κι από κει και πέρα θα μπει κι αυτή αλλά κι εμείς μαζί της στον φανταστικό animated κόσμο που έχουν φτιάξει. Εκεί ο Φόλμαν παίζει ‘εντός έδρας’ είναι σαν να βρίσκεται πίσω του και ξεδιπλώνει όλη του την φαντασία εμπνευσμένος από το βιβλίο αλλά και πετώντας υπονοούμενα κι αλληγορίες προς πολλές κατευθύνσεις σε κάθε ευκαιρία. Με αρκετές επιρροές, από το Wall των Pink Floyd ως το Matrix η ταινία έχει έντονη ποικιλομορφία που ίσως δυσκολέψει μερικούς να διατηρηθούν στον παλμό της. Άκουσα ότι ορισμένοι αισθάνθηκαν σαν να είδαν πολλές ταινίες σε μια. Για εμένα που διατηρήθηκα στη ροή της μου φάνηκε εμπνευσμένη αρκετά ώστε να την θεωρήσω μια από τις καλές επιστημονικής φαντασίας που έχω δει. Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω διαβάσει ακόμα το βιβλίο (The Futurological Congress) κι έτσι δεν έχω πλήρη εικόνα, αλλά πιστεύω αν το πρόσεχε λίγο περισσότερο στο τέλος θα μιλάγαμε για αριστούργημα.

Πριν την προβολή έγινε βράβευση του σκηνοθέτη για το σύνολο της καριέρας του, γεγονός που όπως είπε χαριτολογώντας τον παραξένεψε λίγο μιας που πιστεύει ότι συνήθως απονέμεται σε κάποιον όταν σταματάει κι αυτός ελπίζει να κάνει μια-δυο ταινίες τουλάχιστον ακόμα. «Η ταινία αυτή είναι το πιο ατίθασο παιδί μου. Σαν ένα παιδί που σου δημουργεί προβλήματα, αλλά στην προσπάθειά σου να το διαπαιδαγωγήσεις καταλαβαίνεις ότι σε αντιπροσωπεύει πιο πολύ από όλα» είπε ο σκηνοθέτης, λέγοντας ότι η ταινία επιχειρεί ένα ταξίδι στον ίδιο μας τον εαυτό. Μετά την προβολή, ιδιαίτερα ομιλητικός, μας είπε ότι μετά το Βαλς με τον Μπασίρ και την περιοδεία μαζί του του πρότειναν να κάνει άλλες πολιτικές ή αντιπολεμικές ταινίες κι αυτός θέλοντας να ξεφύγει από όλα αυτά επέλεξε να κάνει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Είχε από την αρχή στο μυαλό του ότι ήθελε να κάνει μια ταινία μοιρασμένη στα δυο μισό φιλμ μισό animation. Λέγεται ότι ο Λεμ δεν συμπάθησε καμία μεταφορά βιβλίων του (ούτε από Ταρκόφσκι και Σόντεμπεργκ) κι έτσι δεν είχε το άγχος μην αποτύχει. Εξάλλου ο συγγραφέας είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν την ολοκλήρωση της ταινίας. Πρώτη επιλογή για πρωταγωνίστρια ήταν η Κέιτ Μπλάνσετ, με την οποία ξεκίνησαν να δουλεύουν, αν και μέσα του κάτι δεν του ταίριαζε γιατί του φαινόταν πολύ τέλεια για το ρόλο. Ένα βράδυ συνάντησε την Ρόμπιν Ράιτ κι έκλεισε ραντεβού για το πρωί και λόγω της διαφοράς ώρας ως το πρωί (Λος Αντζελες και Τελ Αβίβ) είχε ήδη δικά της προσχέδια να της δείξει σαν να το σχεδίασε εξαρχής για αυτήν. Προσπαθώντας να γυρίσει την σκηνή του motion capture ήθελε να φτιάξει ένα μηχάνημα και του είπαν από το στούντιο γιατί να φτιάξουν άλλο αφού είχαν ήδη ένα με το οποίο σκανάρουν ηθοποιούς ή χαρακτήρες για animation. Έτσι αυτό που βλέπουμε στην ταινία είναι πραγματικό και το μέλλον δεν είναι τόσο μακριά. Δεν ξέρει αν τα ολογράμματα θα επικρατήσουν των ηθοποιών, αλλά βλέποντας τα παιδιά νιώθει ότι η νέα γενιά δεν νοιάζεται αν βλέπει κάτι αληθινό ή όχι.  Στην ερώτηση αν πιστεύει ότι στα animated σημεία έβαλε και στοιχεία από τα όνειρα του κι αν ναι πως κοιμάται τα βράδια είπε ότι υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα. Όλοι μας επηρεαζόμαστε από τον γύρω κόσμο και το τι γίνεται και πολλές φορές μια καλή ταινία (όπως του Λιντς) κάνει ακριβώς αυτό, έναν συνδυασμό στο μυαλό μας πραγματικού και ονειρικού κόσμου. Όσο αφορά το πως πήρε η Ράιτ το ρόλο, που έπρεπε να παίξει τον εαυτό της και να μπουν στοιχεία από επιτυχίες ή αποτυχίες της καριέρας της, είπε ότι το έβρισκε σκληρό, όπως και ο Χάρβεϊ Καϊτέλ τον πλησίασε και του είπε ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να το κάνει. Από τη στιγμή που αποφασίστηκε να γυριστεί η ταινία πάντως και στις συναντήσεις τους πριν και στα γυρίσματα δεν έδειξε την παραμικρή ενόχληση. Πρόσθεσε ότι την άκουσε να λέει ότι πιστεύει ότι η ίδια με το χαρακτήρα της ταινίας πέραν του ονόματος δεν έχει πολλά κοινά και το είπε ξανά μετά πολλές φορές άρα όχι χαριτολογώντας προφανώς επειδή το είχε αντιληφθεί έτσι στο μυαλό της για να βγάλει το ρόλο τόσο ώστε να το πιστέψει.

Gimli

Computer Chess:

Χώρα: ΗΠΑ, Σκηνοθεσία: Άντριου Μπουτζάλσκι, Διάρκεια: 92′

 Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να το πει κανείς ακριβώς ντοκιμαντέρ, μιας που δεν είναι κάτι που έγινε πραγματικά αλλά μια φανταστική συνάντηση σκακιστών με παλιούς πρωτόγονους υπολογιστές που θα μπορούσε να είχε γίνει. Για να αποτυπώσει την 80’s ατμόσφαιρα καλύτερα χρησιμοποίησε ασπρόμαυρο φιλμ που τους μεγαλύτερους σε ηλικία που ζούσαμε τότε μας κάνει λίγο να αισθανθούμε παππούδες. Δεν είναι κάτι φοβερό, έχει χιούμορ σε σημεία, αλλά σίγουρα για να σε αγγίξει πρέπει να είσαι λίγο ‘computer gig’ να βλέπεις τις κονσόλες των παλιών pc και να πορώνεσαι, αλλιώς μπορεί απλά να βαρεθείς.  Φυσικά, προϋποθέτει να ξέρεις και λίγο σκάκι!

Gimli

Love Eternal/ Αγάπη Αιώνια:

Χώρα: Ιρλανδία/Λουξεμβούργο, Σκηνοθεσία: Μπρένταν Μαλντάουνι, Διάρκεια: 93′

Μια ακόμα ενδιαφέρουσα πρόταση από το διαγωνιστικό μέρος του φεστιβάλ. Μια ταινία που ασχολείται με τον θάνατο για να μιλήσει για την ζωή. Ένας νεαρός στιγματισμένος από την τραυματική εμπειρία του θανάτου του πατέρα του όταν ήταν μικρός μεγαλώνει νοιώθοντας πολύ διαφορετικός. Μετά το θάνατο και της μητέρας του δεν βρίσκει νόημα στη ζωή και σκέφτεται το ενδεχόμενο να αυτοκτονήσει. Μια σειρά από ατυχείς συναντήσεις με άλλους αποφασισμένους αυτόχειρες θα δώσει νέο νόημα στη ζωή του. Η ταινία είναι φυσικά μακάβρια όμως δεν είναι μαύρη και καταθλιπτική αντιθέτως έχει και μερικά κωμικά σημεία. Η ωραία μουσική και η καθαρή φωτογραφία της δίνουν μια καλλιτεχνική πινελιά στο θάνατο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επίκαιρη θεματολογία της, μιας που με την κρίση παγκοσμίως οι απόπειρες αυτοκτονιών έχουν αυξηθεί πολύ. Η στάση της απέναντι στο θέμα όμως δεν είναι να μιλήσει άμεσα για τη χαρά της ζωής αλλά να το αφήσει να βγει μέσα από τα πλάνα της κι αυτό το εκτιμώ να μη μας τα δίνουν πάντα μασημένη τροφή. Στο πρόσωπο του  κεντρικού ήρωα αποτυπώνεται η απογοήτευση και τη θλίψη της νέας γενιάς στον κόσμο μας (έτσι που τον καταντήσαμε). Πραγματικά δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας βασίζεται πάνω του. Οι ονειρικές φαντασιώσεις αντικατοπτρίζουν τις ζυμώσεις που γίνονται μέσα του. Το λίγο αρρωστημένα αισθησιακό κομμάτι των γυναικών της ταινίας βοηθάει στο πέρασμα του στην ενηλικίωση και την εσωτερική του ωρίμανση. Νομίζω λίγο περισσότερη προσοχή στο σενάριο θα την είχε απογειώσει.

Gimli

Στην ταινία του Μπρένταν Μαλντάουνι βλέπουμε τον φετιχισμό του θανάτου. Τα άκαμπτα μέλη, την νεκρική ηρεμία, όλα αυτά που έλκουν τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας. Το Love Eternal αποτελεί ευρωπαϊκή μεταφορά ενός ιαπωνικού μυθιστορήματος. Και μπορεί η εμμονή με τον θάνατο να είναι ιαπωνικό θέμα, ωστόσο ο σκηνοθέτης καταφέρνει να το μεταφέρει με μια παραδοξότητα που του ταιριάζει και στον ευρωπαϊκό χώρο. Είναι αυτή η επαφή του με τον θάνατο που θα κάνει τον Ίαν να ανοιχτεί στη ζωή. Και μπορεί ως εξέλιξη αυτό να είναι αναμενόμενο, αλλά η ταινία του Μαλντάουνι με τις όμορφες εικόνες της και την ατμοσφαιρική της μουσική καταφέρνουν να αποδώσουν την ακατανίκητη έλξη (και ταυτόχρονα απώθηση) που ασκεί εδώ και αιώνες το θέμα. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δείξει, χρησιμοποιώντας τα πλέον απλά υλικά, την ελπίδα που γεννιέται παρά και ενάντια στον θάνατο. Γιατί αυτό είναι το θέμα. Εκεί που οι «Αυτόχειρες Παρθένοι» μιλούσαν για παραίτηση, το Love Eternal μιλά για ελπίδα, αν και όχι πάντα για χαρά της ζωής.

Tyler

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *