Bel Canto
Η Ροξάν Κρος (Τζούλιαν Μουρ), μια διάσημη Αμερικανίδα σοπράνο, ταξιδεύει στη Νότια Αμερική για να δώσει ένα πριβέ κονσέρτο για τα γενέθλια ενός πλούσιου Ιάπωνα βιομήχανου (Κεν Γουατανάμπε). Στην συνάθροιση παρευρίσκονται πολιτικοί και διπλωμάτες, όταν ξαφνικά τη βίλα καταλαμβάνουν αντάρτες που απαιτούν την απελευθέρωση των φυλακισμένων συντρόφων τους. Έγκλειστοι στο ίδιο σπίτι επί ένα μήνα, όμηροι και απαγωγείς θα αναγκαστούν να βρουν κοινούς κώδικες επικοινωνίας ακόμα κι αν μιλούν διαφορετική γλώσσα.
Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Ann Patchett, το Bel Canto που εκδόθηκε λίγο πριν την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και γνώρισε τεράστια επιτυχία, προσπαθώντας να γεφυρώσει μια απόσταση συναισθηματική τρομοκράτη-ομήρου, τέχνης και πολιτικής, δεν τολμούσε κανείς να το μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη. Και τελικά είχαν δίκιο που δεν το επιχειρούσαν. Διότι η κινηματογραφική του μεταφορά, αποτελεί ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Τίποτα δεν λειτουργεί σωστά σε αυτό το υβρίδιο ταινίας που τολμά να θίξει πολιτικά θέματα παρουσιάζοντας αγωνιστές ως τρομοκράτες και μετά μας τους συστήνει ξαφνικά ως αγωνιστές που μάχονται για τα δικαιώματα τους. Μία σοπράνο Julianne Moore σε έναν από τους πιο κακογραμμένους ρόλους της καριέρας της που δεν πείθει ούτε στο παραμικρό (ακόμα και στις λιγοστές σκηνές που τραγουδάει, η κάμερα αποφεύγει τα κοντινά λόγω αστειότητας), ένα υποτιθέμενο ειδύλλιο με τον Ken Watanabe που δεν προλαβαίνουμε να κατανοήσουμε πως δημιουργήθηκε. Δεύτεροι χαρακτήρες γραμμένοι στο πόδι, όπως και όλο το σενάριο, μια σκηνοθεσία που παραπέμπει σε μεξικάνικη σαπουνόπερα τύπου Μαρία της Γειτονιάς, της οποίας βλέπουμε και αποσπάσματα στην ταινία και να που το Bel Canto γίνεται άμεσα μία από τις πρώτες απογοητεύσεις της χρονιάς.
Το τραγικό φινάλε, που φανταζόμαστε την λογοτεχνική του δύναμη, εδώ αποκτάει έναν κωμικοτραγικό χαρακτήρα με τις slow motion λήψεις και έρχεται να επιβεβαιώσει ανικανότητα σεναριογράφου, σκηνοθέτη και μοντέρ να συνεργαστούν αρμονικά αλλά και πως οι κινηματογραφικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων χρειάζονται εμπειρία και προσεχτική δουλειά.