Σινεμά

Captain Phillips

Ο Πολ Γκρίνγκρας είναι γνωστός για την ιδιαίτερη κινηματογραφική ματιά του. Προσπαθεί να ανακαλύψει κάτω από την ταμπέλα της περιπέτειας ιστορίες που να αφηγούνται κάτι διαφορετικό -όπως έκανε στην τριλογία Μπουρν, για παράδειγμα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που θέλησε να ασχοληθεί με το ζήτημα της πειρατείας, ένα θέμα που για μεγάλο χρονικό διάστημα βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων.

Δεκάδες πλοία καταλαμβάνονταν καθημερινά από Σομαλούς πειρατές και αυτά, καθώς και το πλήρωμα, αφήνονταν ελεύθερα μετά από διαπραγματεύσεις με τις πλοιοκτήτριες εταιρείες. Τον Απρίλιο του 2009 η ιστορία του Ρίτσαρντ Φίλιπς και του Maersk Alabama έκανε τον γύρο του κόσμου: Σομαλοί πειρατές πραγματοποίησαν επίθεση κατά του πλοίου, καταφέρνοντας να κρατήσουν όμηρο τον καπετάνιο. Το υπόλοιπο πλήρωμα κρύφτηκε στο μηχανοστάσιο και κατάφερε να σταματήσει τη λειτουργία της γεννήτριας (για να εμποδίσει τους πειρατές να πάρουν το πλοίο), να πιάσει τον αρχηγό των πειρατών και να προσπαθήσει να τον ανταλλάξει με τον καπετάνιο. Αυτό δεν έγινε εφικτό και ο καπετάνιος βρέθηκε σε μία σωστική λέμβο με τους τέσσερις πειρατές.

Την ιστορία αυτή ανέλαβε να αφηγηθεί ο Γκρινγκράς, βασισμένος στην αυτοβιογραφία του Ρίτσαρντ Φίλιπς.

Και σίγουρα πρόκειται για μια α λα Χόλιγουντ εκδοχή. Γιατί ενώ το πρώτο μέρος είναι ενδιαφέρον και παρουσιάζει την οπτική γωνία τόσο των πειρατών, όσο και του καπετάνιου, την αγωνία στη θάλασσα καθώς βλέπεις το αναπόφευκτο να πλησιάζει και ξέρεις ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να μπορεί να γίνει, το δεύτερο μέρος αποτελεί απλά μια ακόμα καλογυρισμένη περιπετειούλα επιβίωσης.

Ο κάπτεν Φίλιπς με τον κινηματογραφικό εαυτό του, Τομ Χανκς

Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός ότι το πλήρωμα λέει ότι ο καπετάνιος δεν ήταν ο ήρωας που παρουσιάζεται στην ταινία. Σύμφωνα με το πλήρωμα αγνόησε τις προειδοποιήσεις για την παρουσία πειρατών και δεν ζήτησε από το πλήρωμα να κρυφτεί. Ήρωας, σύμφωνα πάλι με το πλήρωμα, δεν ήταν ο καπετάνιος, αλλά ο πρώτος μηχανικός, ο οποίος ήταν αυτός που ανέλαβε ηγετικό ρόλο. Ο Ρίτσαρντ Φίλιπς ήταν μάλλον ένας κατά λάθος ήρωας, αναφέρουν οι ίδιοι. Και σίγουρα υπάρχουν στιγμές ανώφελου ηρωισμού στην ταινία (όπως όταν ο Τομ Χανκς ζητά από τους πειρατές να πάρουν εκείνον όμηρο στη θέση κάποιου άλλου -κάτι που και ο ίδιος έχει πει ότι δεν συνέβη ποτέ).

Η ευαισθησία με την οποία ο Γκρινγκράς προσεγγίζει αρχικά το θέμα του χάνεται γρήγορα, ιδιαίτερα μετά την διαφυγή των πειρατών στη σωσίβια λέμβο. Είναι σαν από εκείνο το σημείο και μετά ανέλαβε να τελειώσει την ταινία κάποιος άλλος σκηνοθέτης.

«Η Σομαλία, που έχει αποδεκατιστεί λόγω του εμφυλίου πολέμου μετά την κατάρρευση της δικτατορίας το 1991, δέχτηκε παράλληλα μεγάλο χτύπημα από την συρροή παράνομων αλιευτικών. Η πειρατεία αρχικά ήταν μια αντίδραση στην καταχρηστική αλιεία των ξένων.  Πρώην ψαράδες καταλάμβαναν πλοία και ζητούσαν λύτρα. Όταν έγινε ξεκάθαρο ότι ήταν μια επικερδής δραστηριότητα, τότε ασχολήθηκαν και οι πολέμαρχοι, που έκαναν την πειρατεία μια οργανωμένη, διακρατική επιχείρηση. Η πειρατεία στη Σομαλία συνιστά οργανωμένο έγκλημα και διαθέτει πραγματικά παγκόσμια δομή, με κεφάλαια όχι μόνο αφρικανικά, αλλά και ευρωπαϊκά και αμερικανικά. Τα αγόρια που αναλαμβάνουν να επιτεθούν στα φορτηγά πλοία –όπως ο Muse και το πλήρωμα του- βρίσκονται στην άκρη μιας μακριάς και πολύπλοκης αλυσίδας παιχτών που ελέγχουν αυτή την προσοδοφόρα επιχείρηση. Τα αφεντικά των πειρατών κάνουν πολυτελή ζωή, σε μια χώρα, όπου η φτώχια οδηγεί στα άκρα τους νέους ανθρώπους» αναφέρει ο παραγωγός της ταινίας, Μάικλ Μπόνερ -να πούμε ότι θέση παραγωγού έχει και ο Κέβιν Σπέισι.

Ψύγματα αυτής της κατάστασης βλέπουμε στο πρώτο μέρος, αλλά πολύ λιγότερο στο δεύτερο μέρος της ταινίας.

Η ερμηνεία του Τομ Χανκς είναι καλή. Δεν ξέρω αν αξίζει Όσκαρ (αν και τον βλέπω υποψήφιο), και στιγμές στιγμές είναι υπερβολική, αλλά την περισσότερη ώρα προσεγγίζει τον Κάπτεν Φίλιπς με ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Μπορεί να είναι λιγότερο αβανταδόρικες, αλλά σίγουρα εξίσου αξιοσημείωτες είναι οι ερμηνείες των Σομαλών που ερμήνευαν τους πειρατές. Χρειάστηκαν πολλά δοκιμαστικά για να βρεθούν οι κατάλληλοι και ο Γκρινγκρας αποφάσισε να μη τους φέρει σε επαφή με τους ηθοποιούς που ερμήνευαν τα μέλη του πληρώματος πριν από τη σκηνή της πειρατείας.

Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στον Τομ Χανκς και τους πειρατές αξίζει μια ειδική μνεία. Αυτοί είναι άνθρωποι που δεν συμπαθιούνται, δεν αντιπαθούν ο ένας τον άλλο, δεν νιώθουν τίποτα πέρα από την ανάγκη τους για επιβίωση. Ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος Μπίλι Ρέι το έχουν αποτυπώσει αυτό με τρόπο εξαιρετικό.

Ο Γκρινγκρας γύρισε το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας στην ανοιχτή θάλασσα και υπάρχουν στιγμές που κατάφερε να την κάνει να μοιάζει τόσο κλειστοφοβική και τρομακτική, όσο θα πρέπει να ήταν για το πλήρωμα του πλοίου τις στιγμές της πειρατείας. Είναι λάθος η επιλογή του να δείξει τις προσπάθειες απελευθέρωσης από την πλευρά του αμερικανικού Ναυτικού. Είναι σαν να περιμένει ο καπετάνιος το «ιππικό» να έρθει και να προσπαθήσει να τον σώσει. Εάν είχε μείνει με τον ήρωά του, τότε θα μπορούσε να επιδείξει μεγαλύτερη γκάμα συναισθημάτων (φόβος, πανικός, ελπίδα, απελπισία). Όπως έχει η ταινία, όμως, δεν προσφέρει κάτι διαφορετικό από τα όσα έχουμε δει ως τώρα.

Θεωρώ απαράδεκτη τη χρήση της μουσικής. Και είναι κάτι που παρατηρώ σε όλο και περισσότερες ταινίες τώρα τελευταία. Η μουσική δεν υπογραμμίζει απλά τη δράση, αλλά αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανής και ενοχλεί τον θεατή. Δεν χρειάζεται τέτοιο «κονσέρτο» μία ταινία για να λάμψει. Ο βασικός κανόνας της μουσικής είναι ότι πρέπει να είναι τόσο διακριτική ώστε να μην επισκιάζει τα όσα γίνονται επί της οθόνης. Θεωρώ άστοχη την χρήση της στο Captain Phillips.

Τελικά να τη δω;

Δεν είναι κακή, δεν είναι όμως και καλή. Δεν αποκλείεται να τη δούμε στα Όσκαρ φέτος (στις κατηγορίες πρώτων ρόλων, μοντάζ και σκηνοθεσίας) και το πρώτο μέρος προσεγγίζει με ευαισθησία το θέμα της πειρατείας. Στο δεύτερο μέρος μετατρέπεται σε μία περιπετειούλα, καλογυρισμένη, αλλά όχι ιδιαίτερα ξεχωριστή. Ενδιαφέρουσες ερμηνείες, πολύ κακή χρήση όμως της μουσικής που καταντά ενοχλητική. Καλύτερα να δείτε το νορβηγικό Μια Πειρατεία.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *