Οι εκτροχιασμένες
Η ταινία του Todd Haynes CAROL ξεκινάει με τον εκκωφαντικό ήχο του υπόγειου σιδηρόδρομου και ένα πλάνο του μεταλλικού κιγκλιδώματος- που μοιάζει με πλευρά κλουβιού- που χωρίζει τον υπόγειο απ΄το πεζοδρόμιο, δύο στοιχεία με σημειολογικό βάρος για την ιστορία που πρόκειται ν’ αφηγηθεί. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα της Patricia Highsmith το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1952 με τον τίτλο THE PRICE OF SALT και ψευδώνυμο Claire Morgan, κατόπιν επανακυκλοφόρησε στα 1990 με τον τίτλο που έχει και η ταινία , και το αληθινό όνομα της θρυλικής συγγραφέως- «θηλυκή Ντοστογιέφσκι» όπως έχει χαρακτηριστεί.
Έχουν συμβολική σημασία ο ήχος του τρένου και το περίτεχνα φτιαγμένο κιγκλίδωμα: πρόσεξε μην παρεκκλίνεις απ΄την «ορθόδοξη» και αναμενόμενη πορεία στον βίο σου, γιατί κινδυνεύεις να σε κλειδώσουν κάπου. Όπως κινδυνεύει ίσως, και η πρωταγωνίστρια, η πανέμορφη, αρχοντική και κομψότατη Κάρολ Αίρντ, με μια μικρούλα κόρη και σύζυγο εν διαστάσει (να πούμε εδώ παρενθετικά, ότι οι λεπτομέρειες της πλοκής του μυθιστορήματος που αποτέλεσε τη βάση της ταινίας, αντλήθηκαν απ΄όσα γνώριζε η συγγραφέας για την πρώην ερωμένη της Βιρτζίνια Κεντ, μια κοσμική απ΄τη Φιλαδέλφεια, η οποία έχασε τη γονική μέριμνα του παιδιού της επί τη βάσει της ομοφυλοφιλικής σχέσης που είχε και η οποία αποδείχτηκε με υποκλαπείσες συνομιλίες σε δωμάτιο ξενοδοχείου, με άλλη γυναίκα προφανώς. Επίσης, έμπνευση της Highsmith για το μυθιστόρημά της, ήταν όπως είχε πεί μια ξανθή γυναίκα με γούνινο παλτό που είχε δεί στο πολυκατάστημα στο οποίο εργαζόταν προσωρινά ως πωλήτρια πριν τα Χριστούγεννα του 1948 και την είχε γοητεύσει), η οποία ενθουσιάζεται σ΄επικίνδυνο βαθμό απ΄τη νεαρή, συνεσταλμένη κι εξυπηρετικότατη υπάλληλο του πολυκαταστήματος, Τερέζ όπου έχει πάει για τα χριστουγεννιάτικα δώρα.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο που ενσαρκώνει τις δύο ερωμένες, οι Cate Blanchett και Rooney Mara, είναι εξαίρετο κι απορώ πως δεν τιμήθηκαν ούτε με μία Χρυσή Σφαίρα πριν λίγες μέρες. Ολόκληρη η ταινία αποπνέει κομψότητα, στυλ και φοβερή αυτοσυγκράτηση. τα πλάνα της, θυμίζουν την αστική θλίψη της μεγαλούπολης στους πίνακες του E.Hopper και τον πλούσιο αισθησιασμό των έργων της T.de Lempicka, ντυμένα με την πολύ όμορφη μουσική του Carter Burwell, ανασυνθέτουν πειστικότατα το στυλ, την ατμόσφαιρα των ‘50ς και μας δείχνουν μια κατ’ ουσίαν τραγική ιστορία: ένας απαγορευμένος έρωτας μεταξύ γυναικών, ο οποίος εκδηλώνεται πολύ προσεκτικά, μέσα από έντονα και μακρόσυρτα βλέμματα, διφορούμενα αγγίγματα και ελάχιστες ευκαιρίες για τα εμπλεκόμενα μέρη να τον χαρούν. Όλα συμβαίνουν κρυφά, με προφυλάξεις, σε δωμάτια παρόδιων μοτέλ, σα να πρόκειται για ανθρώπους λεπρούς που απομακρύνονται απ΄την πόλη για να μην μολύνουν με την «ασθένειά» τους…
Είναι χαρακτηριστική κι ενδεικτική της νοοτροπίας Νόμου και κοινωνίας για την ομοφυλοφιλία, η σκηνή με την Κάρολ και τον δικηγόρο της που συζητούν το επικείμενο διαζύγιο, με τον σύζυγό της και τον δικηγόρο του, όπου αναφέρεται στο θέμα της θεραπείας της απ’ την «σκανδαλώδη» συμπεριφορά της με τη βοήθεια ψυχιάτρων. η ομοφυλοφιλία θεωρείτο ασθένεια ως γνωστόν παλιότερα (μόλις τον Μάϊο του 1990 η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας έπαψε να τη θεωρεί ασθένεια), και η Κάρολ κινδυνεύει να χάσει την κηδεμονία της κόρης της επί τη βάσει της ανήθικης συμπεριφοράς της (αν δε τη βγάλουν ψυχικά άρρωστη, ανήθικη θα τη βγάλουν σίγουρα).
Το πολύ ενδιαφέρον και εφιαλτικό είναι η απεικόνιση του άτυπου κοινωνικού ελέγχου, και σε ό,τι αφορά την Κάρολ αλλά και τη νεαρή και συνεσταλμένη Τερέζ (χαρακτηριστικό κορίτσι της αμερικάνικης μεγαλούπολης τη δεκαετία του ’50, εργαζόμενο, με όνειρα για συναρπαστικότερη ζωή και καριέρα, κάργιες προϊσταμένες, γείτονες με νοοτροπία και περιέργεια ανακριτή και σαφώς οικονομικά ασθενέστερο απ΄την πλούσια και ωραία Κάρολ). Η Κάρολ απ ΄την άλλη, εισοδηματικά (και ηλικιακά) μεγαλύτερη της Τερέζ, έχει μια μικρή κόρη που υπεραγαπά (οι γλυκύτατες δίδυμες Sadie και Kk Heim υποδύονται τη μικρή Ριντ) και ακούει συχνά-πυκνά τις σπόντες του ζηλιάρη ( ; ) εν διαστάσει συζύγου της Χαρτζ (ο πολύ καλός Kyle Chandler), αναφορικά με την «θεία Άμπι» (η νονά της μικρής και η πιό στενή φίλη της Κάρολ, Άμπι Γκέραρντ- φοβερή φιγούρα ‘50ς η Sara Paulson), η Άμπι που είναι επιστήθια φίλη της από 10 ετών, η Άμπι που την υπεραγαπά , και οδήγησε χιλιόμετρα για να την εξυπηρετήσει όταν αποκαλύπτεται το ειδύλλιό της με την Τερέζ. Είναι κομψή αβάσταχτα, και πανέμορφη η ταινία του Haynes, σε βαθμό να μας κάνει να λησμονήσουμε προς στιγμήν τί ακριβώς πραγματεύεται: την ερωτική σχέση μεταξύ δυό γυναικών στην Αμερική του 1950, όπου οι γυναίκες εργάζονται μεν, φαίνεται να έχουν κατακτήσει ένα βαθμό αυτονομίας, αλλά σ’ ό,τι αφορά τη σεξουαλική συμπεριφορά, ας τολμήσουν να φύγουν απ΄την πεπατημένη και θα δούν.
Δεν θα δούμε τρομερές και τραγικές συγκρούσεις του ζευγαριού με τον κοινων.περίγυρο, υπάρχει μία διάχυτη διακριτικότητα και ανοχή ( ; ), ανάλογη ίσως της κρυψίνοιας, μυστικοπάθειας και διακριτικότητας που σκεπάζει τη σχέση τους («μη μας την πετάτε στα μούτρα, δεν θα σας κράξουμε»).
Γενικά διέκρινα μία αυτοσυγκράτηση στην εκδήλωση του έρωτά τους αφενός και στην αντίδραση του κοινων περιβάλλοντος αφετέρου (δεν είναι BOYS DON’T CRY η ταινία φερειπείν), υπάρχει μια υφέρπουσα απειλή, ένας διάχυτος καθωσπρεπισμός, ακόμα κι η ερωτική σκηνή μεταξύ Κάρολ-Τερέζ στο ξενοδοχείο, παρότι πολύ ωραία γυρισμένη μοιάζει σα να φοβήθηκε ο Haynes να την πάει στ’ άκρα, και δεν το λέω αυτό με ηδονοβλεπτική διάθεση αλλά με το σκεπτικό κατάδειξης του πάθους που θεριεύει ακριβώς όταν διώκεται και καταπιέζεται. Παρόλο που το μυθιστόρημα της Highsmith έχει «relatively happy ending […] unprecedented in lesbian literature and gay fiction» όπως γράφει η Wikipedia, το φινάλε της ταινίας, πολύ έξυπνα φτιαγμένο δεν δίνει ξεκάθαρη απάντηση: η τελική σεκάνς είναι στην ουσία συνέχεια της εναρκτήριας, ή μήπως η Τερέζ φαντάστηκε απλώς, την ευτυχή έκβαση την οποία δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να πραγματώσει;
Ο έρωτας δεν έχει φύλο και σίγουρα η αληθινή τραγωδία ΔΕΝ είναι η ομοφυλοφιλία, αλλά μια ζωή στα κρυφά, λανθάνουσα και λειψή, χωρίς αγάπη.