Σινέ εμπειρίες

Κινηματογραφικές εμπειρίες: Τρέξε Δάνη, Τρέξε

Xειμώνας προς Άνοιξη του 1999. Θεσσαλονίκη. Ξοδεύω το χρόνο μου μεταξύ μουσικής, λογοτεχνίας, πολιτικής συλλογικότητας και της μανίας για σινεμά. Είμαι σε κινηματογραφική ομάδα του πανεπιστημίου. Στην καλύτερη ομάδα βέβαια. Προφανώς κάθε άρτι ξεψαρωμένος σινεφίλ φοιτητάκος πιστεύει το ίδιο. Εγώ όμως έχω ισχυρότατο λόγο. Είμαστε η μοναδική ομάδα που έχει μηχανή προβολής. Κανονική. Με τη σκόνη, με τα όλα της. Με αυτό το περίεργο πράγμα που λέγεται προτζέκτορας δεν έχουμε συστηθεί ακόμα, και μάλλον απαξιώ.

   Επειδή είμαστε και -απροσδιορίστως- αριστεροί, η ομάδα δεν καταδέχεται χρηματοδότηση από κανέναν φορέα. Έχει ενίσχυση εισόδου ένα πεντακοσάρικο (σαν να γέρασα αισθάνθηκα τώρα που αναφέρθηκα σε δραχμές), και ψοφάει για το ποιος θα κουβαλήσει τις μπομπίνες, ποιος θα κάτσει στο δωματιάκι προβολής με τον γερασμένο και λιγομίλητο τεχνικό, ποιος θα κρατήσει τις επίσημες αφίσες της ταινίας μετά το τέλος της προβολής. Το άγχος δεν της πολυπάει. Ακολουθούμε όλη την τυπική αλλά μαγική διαδικασία. Νοικιάζουμε τις κανονικές μπομπίνες, συνήθως ταινιών δεύτερης προβολής γιατί οι εκάστοτες ‘φετινές’ είναι πανάκριβες. Βάζουμε κι απ την τσέπη μας, αλλά δε μας νοιάζει. Η Παρασκευή βράδυ που δείχνουμε ταινίες είναι εξιλέωση. Ολοφάνερα.
   Μια μέρα λοιπόν στη μάζωξη της ομάδας, πέφτει η πρόταση-βόμβα: περιφερειακό μέλος μόλις είδε στην Αθήνα το Τρέξε Λόλα Τρέξε του Τίκβερ και έχει ενθουσιαστεί. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, καμία αίθουσα δε θα το φέρει στη Θεσσαλονίκη. Να το φέρουμε εμείς! Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη, σκέφτομαι, αλλά προφανώς θα είναι πολύ περήφανος εάν την αναγγείλει μεγαλοπρεπώς, έστω και αποτυχημένα. Το κόστος είναι τεράστιο για τα μέτρα μας: 75 χιλιάρικα. Σχεδόν αδύνατον να πληρωθούν από πριν. Θα κάνουμε το παν όμως. Και θα χουμε και δυο κάσες μπύρες να συνοδέψουν τη μεταμεσονύκτια χαρά ή λύπη. Το μέγιστο εμπόδιο υπερπηδάται όπως σε κάθε αφήγηση με μια αυτοθυσία: μέλος της ομάδας προσφέρει αύτανδρο το ενοίκιο του μηνός του προβάλλοντας αστεία δικαιολογία στη σπιτονοικοκυρά του για την καθυστέρηση.
   Φτάνει η κρίσιμη μέρα: οι μπομπίνες είναι οι πιο καινούργιες που έχω δει, οι αφίσες έχουν τέλεια  palχρώματα. Συνέρχομαι: χρειαζόμαστε γύρω στα 250 άτομα για να μη μπούμε μέσα. Η αίθουσα -κανονικό κινηματοθέατρο- χωρά 220, μείον ορισμένες ξεκοιλιασμένες θέσεις. Όσο κοντεύει η ώρα ιδρώνω. Λίγο μετά τις 9 η κίνηση είναι ισχνή, σαν να παίζαμε ημί-άγνωστη ταινία. Κόβω βόλτες λες και περιμένω να γεννήσει η γυναίκα μου. Στις 9 και 25, λες και χτύπησε το κουδούνι σχολείου, γίνεται ο χαμός! Ξεκινάμε, με μικρή καθυστέρηση, έχουμε όρθιους, καθιστούς στο πάτωμα και κάνα δυο ξαπλωμένους.  Δεν πέφτει καρφίτσα, σίγουρα, γιατί κι αν έπεφτε θα την ακούγαμε – τέτοια προσήλωση στην ταινία ο λαός. Η ταινία είναι τρομερή, από κάθε άποψη. Σημειώνω να ψάξω κι άλλες ταινίες του Τίκβερ. Τελειώνουμε με χειροκρότημα. Πετύχαμε το αδιανόητο: ποιότητα και εμπορικότητα. Σαν διαφήμιση. Προτείνω προβοκατόρικα μόλις πιούμε τις μπύρες να πάμε να πιούμε, επίσης σε μπύρες – είναι η ηλικία που τις ερωτεύεσαι-, το ανακτηθέν ενοίκιο του φίλου!
   Τρεις βδομάδες μετά, η ταινία έχει έρθει και στις ΄κανονικές’ αίθουσες. Δεν πάμε να τη δούμε, είμαστε πρωτοπόροι εμείς. Πηγαίνουμε στο Berlin, για μπύρες εννοείται, με περίσσευμα χρημάτων διότι υπολογίζαμε από πριν μεγάλη προσωπική χασούρα ο καθένας. Μόλις έχουν κολλήσει ταπετσαρία την αφίσα της ταινίας με την Φράνκα Ποτέντε! Μπορεί και να την είδαν σε εμάς. Χαμογελάω. Κανά μισάωρο μετά παίζει και το σάουντρακ. Λικνιζόμαστε. Η Ποτέντε μου χαμογελά κι αυτή.
Ιορδάνης Κουμασίδης 

* Ο Ιορδάνης Κουμασίδης είναι συγγραφέας.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *