Editorial: Αντίο greek weird cinema
Του Tyler Durden
Είναι μια ενδιαφέρουσα στιγμή για τους Έλληνες δημιουργούς –και όχι απαραίτητα μόνο για το ελληνικό σινεμά. Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, είχαμε την ευκαιρία να δούμε γιατί: την ώρα που στην Ελλάδα δεν έχει τελείως εγκαταλειφθεί το λεγόμενο –κυρίως από τον αγγλοσαξωνικό Τύπο- greek weird wave, οι πρωτεργάτες του φαίνεται να το αφήνουν σιγά – σιγά πίσω τους, ενώ πολλοίΈλληνες σκηνοθέτες δοκιμάζουν να βαδίσουν σε νέα κινηματογραφικά τοπία.
Από τη στιγμή της εμφάνισής του – ο όρος ενισχύθηκε κυρίως μέσα από άρθρο του Guardian που μιλούσε για τον Κυνόδοντα και το Attenberg– ο όρος greek weird cinema είχε προκαλέσει κάποιες ενστάσεις. Πώς μπορείς να χαρακτηρίσεις ως κύμα δύο – τρεις ταινίες; Και ίσως ο γενικός αυτός όρος να περιέγραφε σε μια συγκεκριμένη συγκυρία το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου -αν και στην περίπτωση του Κυνόδοντα όλα τα παράδοξα εξηγούνταν σεναριακά- και της Αθηνάς Τσαγγάρη, αλλά για πόσο;
Και ποια ήταν τα χαρακτηριστικά του; Σεναριακές παραδοξότητες, ενιότε «αυτιστικές» ερμηνείες και μία ξεκάθαρη στόχευση στην αγία ελληνική οικογένεια. Το L, το Luton, κατά κάποιους και το Miss Violence έφεραν χαρακτηριστικά αυτού του σινεμά. Όπως αργότερα και οι Άλπεις και το The Capsule των Λάνθιμου και Τσαγγάρη, το Να Κάθεσαι και να Κοιτάς ή το Πολκ. Με το weird ασχολούνται και άλλοι δημιουργοί, κάνοντάς το με έναν δικό τους τρόπο: ο Αλέξανδρος Αβρανάς για παράδειγμα στο Miss Violence χρησιμοποιεί κάποια στοιχεία αυτού του είδους σινεμά.
Ακόμα και στις μικρού μήκους ταινίες είδαμε δείγματα αυτού του είδους κινηματογράφου.
Δεν θα αρνηθούμε ότι το «κύμα» αυτό βρήκε υποστηρικτές και ένθερμους οπαδούς, ιδιαίτερα στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, ενώ βρήκε μιμητές και σε άλλες χώρες (το πρόσφατο Partisan από την Αυστραλία για παράδειγμα ή το Evolution που είδαμε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου).
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, πολλοί ήταν εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι weird κύμα με 4 – 5 ταινίες δεν υπάρχει (για παράδειγμα ο κριτικός κινηματογράφου Σκοτ Φούντας).
Κι οι «πρωτεργάτες» του; Αυτοί μάλλον δεν πίστεψαν ποτέ ότι υπάρχει. Ο Γιώργος Λάνθιμος έχει μεν δηλώσει ότι δεν τον ενδιαφέρει η ρεαλιστική καταγραφή των όσων συμβαίνουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει και ότι ενστερνίζεται τον όρο weird. Αντιθέτως σε παλαιότερη συνέντευξή του έχει δηλώσει ότι δεν πιστεύει πώς υπάρχει κάποιο «κύμα». Μιμητές βέβαια υπάρχουν και θα υπάρξουν, ωστόσο τόσο το The Lobster, όσο και το Chevalier είναι η απόδειξη ότι αφήνουμε σιγά-σιγά πίσω μας το weird.
Γιατί τόσο στο πρώτο, όσο και στο δεύτερο το παράξενο στοιχείο χρησιμοποιείται με έναν τρόπο όχι πρωτόγνωρο στο παγκόσμιο σινεμά και σίγουρα δεν μπορείς να τα χαρακτηρίσεις weird. Ξηρό χιούμορ, εγκεφαλικό, ένας κόσμος που μοιάζει και δεν μοιάζει με τον δικό μας. Διαθέτει κάποια από τα χαρακτηριστικά του αποκαλούμενου weird wave (όπως η απομόνωση σε ένα μετα-μοντέρνο σκηνικό ή το στρεβλό χιούμορ, οι γεμάτοι αμηχανία διάλογοι), αλλά όχι άλλα όπως το ξαφνικό ξέσπασμα βίας ή η κριτική στην αγία ελληνική οικογένεια.
Στο The Lobster -το οποίο δεν είναι βέβαια ελληνική παραγωγή, αλλά είχε ένα σενάριο γραμμένο στα ελληνικά που μεταφράστηκε και έλληνες συντελεστές- ο Λάνθιμος χτίζει ένα ιδιαίτερο σύμπαν όπου ο κανόνας είναι τα ζευγάρια. Μέσα σε ένα πλαίσιο έντονης εξουσίας (θεματική που απασχολεί το σύνολο του έργου του) θα ήταν πιθανό να υπήρχε ένας τέτοιος τρόπος συμπεριφοράς. Αντίστοιχα, στο σύμπαν της Τσαγγάρη τα πράγματα χρησιμοποιούνται στην υπερβολή τους, αλλά δεν μοιάζουν αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο. Μία παρέα προνομιούχων ανδρών επιδίδεται σε ένα άκρως ανταγωνιστικό παιχνίδι. Θα μπορούσε να συμβεί.
Είναι απλά παράδειγμα της συνεχούς καλλιτεχνικής αναζήτησης δημιουργών που δεν επαναπαύονται σε κάτι που θα μπορούσαν να θεωρήσουν ότι έχουν δημιουργήσει, αλλά που αναζητούν συνεχώς νέους καλλιτεχνικούς τρόπους να εκφραστούν. Χρησιμοποιώντας στοιχεία από προηγούμενες δουλειές τους, αλλά προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω.
Με μεγαλύτερη εξωστρέφεια, θέλοντας να συναντήσουν το κοινό και να του μιλήσουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο για πράγματα που το απασχολούν: την εξουσία. Τον έρωτα. Την ανταγωνιστική μας κοινωνία. Το φόβο. Συνεχίζοντας να κάνουν ένα σινεμά γεμάτο ενέργεια, παραξενιές, ενίοτε σκοτεινό, αλλά και με έντονη δόση χιούμορ, πάντως όχι weird.