ΆποψηΘΕΜΑΤΑ

Editorial: To 55o ΦΚΘ και η γκρίνια για τον νοικοκύρη

tyler

Του Tyler Durden

 

IMG_9363

Εδώ στην Ελλάδα έχουμε ένα ρητό. «Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος». Εμείς, αμφισβητούμε τον νοικοκύρη και θεωρούμε ότι τα ξέρουμε (και τα κάνουμε) όλα καλύτερα. Φυσικά, έχουμε κάθε δικαίωμα να αμφισβητούμε τον νοικοκύρη. Τη συμπεριφορά του, τη φιλοξενία του, τον τρόπο που χειρίζεται το σπίτι του. Αυτό δεν σημαίνει ότι γινόμαστε ειδικοί στο να κάνουμε κουμάντο στα του οίκου του.

Τα λέω αυτά με αφορμή το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τις τελευταίες ημέρες άκουσα πολλές απόψεις σχετικά με το τι πρέπει να κάνει το Φεστιβάλ, τι κάνει λάθος το Φεστιβάλ, γιατί ο καταστηματάρχης της γειτονιάς δεν ξέρει πότε γίνεται το Φεστιβάλ, τι θα πρέπει να γίνει με τις ελληνικές ταινίες και πώς αυτές θα γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι του Φεστιβάλ. Ακόμα και την επαναφορά ειδικού βραβείου για το ελληνικό τμήμα άκουσα κάποιον να ζητάει. Δηλαδή να βάλουμε άλλη μία διάκριση ανάμεσα στο παγκόσμιο και το εγχώριο σινεμά, να χωριστούμε ξανά σε «εκείνοι» και σε «εμείς». Γιατί; Γιατί μόνο με αυτήν τη διάκριση μπορούν να ξεχωρίσουν οι ελληνικές ταινίες; Δεν θα πρέπει κάποτε να συγκριθούμε επί ίσοις όροις;

Δεν λέω ότι όλες αυτές οι απόψεις είναι λάθος. Αλλά πέρα από κάποια δικαιολογημένα παράπονα -το γεγονός για παράδειγμα ότι η τελετή λήξης κρατάει περίπου μιάμιση ώρα, ενώ στο εξωτερικό οι αντίστοιχες κρατούν πολύ λιγότερο-, νομίζω ότι είναι άδικο να ρίχνουμε όλες τις ευθύνες και για τα πάντα στο Φεστιβάλ. Φαινόμενο ελληνικής μιζέριας το να βλέπουμε μόνο τα στραβά και τα ανάποδα και να μην κοιτάμε και τα καλά;

Για παράδειγμα, ακούστηκε πολύ μεγάλη γκρίνια για τη λίστα των ελληνικών ταινιών που προβλήθηκαν στο αφιέρωμα για τα 100 χρόνια ελληνικού κινηματογράφου. Λάθη σαφώς έγιναν, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι αυτή ήταν μία λίστα ταινιών που επέλεξε το κοινό και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάθε είδους αποτέλεσμα. Ας μην βιάζονται, λοιπόν, κάποιοι να χαρούν για την «αποτυχία» -όπως την χαρακτηρίζουν- του Φεστιβάλ να προβάλλει πραγματικά αντιπροσωπευτικά δείγματα του ελληνικού σινεμά. Επρόκειτο για ένα πείραμα και σαν πείραμα είχε και αποτυχημένες δοκιμές.

Όσο για τις γεμάτες αίθουσες -γιατί άκουσα κάποιους να το αμφισβητούν και αυτό- να σας πω ότι εμείς εδώ οι Cinεπιβάτες το ζήσαμε: από νωρίς το μεσημέρι οι αίθουσες ήταν γεμάτες. Ελάχιστες ταινίες είχαν άδειες θέσεις και εγώ προσωπικά μόνο σε μία προβολή είδα να υπάρχει άνεση στην αίθουσα. Ο κ. Εϊπίδης, λοιπόν, δεν κάνει λάθος όταν μιλά για 96% πληρότητα. Απορώ που δεν είναι και παραπάνω.

Όταν, λοιπόν, μιλάμε για ουρές και γεμάτες αίθουσες δεν υπερβάλλουμε. Η Θεσσαλονίκη αγκαλιάζει το Φεστιβάλ, το γνωρίζει, το αγαπά. Ίσως όχι όλοι, αλλά σίγουρα οι περισσότεροι. Και αυτή είναι μία επιτυχία που δεν μπορεί να του την αμφισβητήσει κανείς.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *