ΆποψηΘΕΜΑΤΑ

Editorial: Βαθμολόγηση ταινιών, Αστεράκηδες ή Αρνητές;

gimli
Του Gimli

Ο κριτικός πάντοτε εκτίθεται στο κοινό με τα κείμενα του. Πρέπει να έχει το θάρρος να εκφράσει τη γνώμη του ελεύθερα πάνω στο κινηματογραφικό πόνημα κάποιου άλλου και να το δικαιολογήσει με επιχειρήματα.  Όπως κρίνει τις εκάστοτε ταινίες, έτσι κρίνεται και ο ίδιος αν είναι σωστός και καλός στη δουλειά του ή όχι. Είναι ο ενδιάμεσος άνθρωπος ανάμεσα στο κοινό και τις ταινίες – και όχι τις εταιρείες παραγωγής όπως λανθασμένα λένε ορισμένοι. Ενημερώνει, προστατεύει από κακές επιλογές και προτρέπει για καλύτερες. Ακόμα, οφείλει να είναι κοντά στο μέσο θεατή, αλλά να έχει τις γνώσεις και την αντίληψη για αυτούς που θέλουν το κάτι παραπάνω. Ένα συναφές θέμα με το πολύ εύστοχο editorial του Tyler της περασμένης εβδομάδας για το twitter και τους «κριτικούς των 140 χαρακτήρων» είναι αυτό της βαθμολόγησης των ταινιών.

Μια μεγάλη διαμάχη γύρω από τη σύγχρονη κριτική ταινιών έγκειται στο αν θα πρέπει ο κριτικός να βαθμολογεί ή όχι τις ταινίες. Οι «Αρνητές» που αρνούνται να δώσουν βαθμό στις ταινίες κατηγορούν τους άλλους συναδέλφους τους ως «Αστεράκηδες» και οι τελευταίοι τους θεωρούν οπισθοδρομικούς. Πέραν των αιρετικών και των ακραίων, η βαθμολόγηση είναι ένα ζήτημα για το οποίο η διαμάχη χρόνια τώρα καλά κρατεί.

Οι Αστεράκηδες:
hard critic 001Η βαθμολογία είναι κάτι που το μαθαίνουμε από παιδιά στο σχολείο και μας ακολουθεί σε όλη τη ζωή μας, γιατί όχι και στις ταινίες; Μετουσιώνει και συνοψίζει την κριτική σε νούμερα 1-5, 1-10, 1-100 κτλ ή ποσοστά (%), αντικατοπτρίζοντας το καλό το κακό και το μέτριο, με όλες τις υποδιαιρέσεις τους. Είναι ένας γρήγορος και εύκολος τρόπος να εκφράσουμε την επιβράβευση ή την απογοήτευση μας στον εκάστοτε δημιουργό που κι αυτός με τη σειρά του εκτέθηκε, προβάλλοντας μας το έργο του στο μεγάλο πανί. Είναι και ένας πρακτικός τρόπος να διαχωρίσει κανείς τις ταινίες στη συνείδηση του και στη μνήμη του, χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά να ανατρέχει σε ολόκληρα τα κείμενα. Διαχωρίζει τις προτάσεις κάθε κινηματογραφικής εβδομάδας, όπως και στο τέλος του έτους τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Με άλλα λόγια ενισχύει το κείμενο της κριτικής. Επίσης, είναι βοηθητικός παράγοντας σε φεστιβάλ όπου ταινίες διαγωνίζονται, κρίνοντας έτσι όχι μόνο τις ίδιες τις ταινίες, αλλά και το τελικό αποτέλεσμα των ταινιών που βραβεύτηκαν, άρα λοιπόν έμμεσα και την κριτική επιτροπή. Οφείλει όμως να συμβαδίζει με την κριτική της ταινίας ή οποία και θα επιχειρηματολογεί υπέρ της. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που κριτικοί είναι υπερβολικά ελαστικοί ή χαριστικοί στη βαθμολόγηση για να τα έχουν καλά με την εταιρεία διανομής ή τους συντελεστές (σε εγχώριες παραγωγές). Όπως είπαμε ο κριτικός εκτίθεται με τα κείμενα του και το κοινό δε μπορείς να το ξεγελάσεις πολλές φορές. Αν κάποιος βάζει σε όλες τις ταινίες καλούς βαθμούς το μόνο που θα πετύχει είναι να χάσει την πολυπόθητη εμπιστοσύνη του κοινού.

Οι Αρνητές:
hard critic 002Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη που έχει πολλούς υποστηρικτές, κυρίως στους παλιότερους κριτικούς. Αυτή λέει ότι η βαθμολογία σκοτώνει την κριτική. Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας και του τούιτερ και ο πολύς κόσμος δεν κάθεται να διαβάσει τις κριτικές, παρά ανατρέχει και συγκρίνει βαθμολογίες αδιαφορώντας για το κείμενο. Οι υποστηρικτές δέχονταν στο παρελθόν και ορισμένοι δέχονται ακόμα πιέσεις από τα μέσα που γράφουν, εφημερίδες ή ηλεκτρονικό τύπο για να βάζουν βαθμολογίες. Οι κριτικοί αυτοί, συχνά εκφράζουν την άποψη ότι κατανοούν τον πόνο και τον μόχθο των ανθρώπων που κόπιασαν για να γίνει πραγματικότητα μια ταινία. Όλοι αυτοί από σκηνοθέτες και ηθοποιούς μέχρι τον τελευταίο μπούμαν που ξεροστάλιαζε να κρατάει το κοντάρι του ηχολήπτη όρθιο έκαναν την προσπάθεια τους «και ποιος είμαι εγώ να πάω να τους βάλω μηδέν ή άσσο»; Στο μυαλό έρχεται αυτόματα η χαρακτηριστική φωνή του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, «ήσουν πολύ καλός, μα δε μπορώ να σου βάλω παραπάνω από τρία»! Από την άλλη, μια χαμηλή βαθμολογία μπορεί να «μουτζουρώσει» μια ταινία στο μυαλό των θεατών και να μη της δώσουν την ευκαιρία που της άξιζε. Γιατί όπως είπαμε, η κριτική είναι πάντα υποκειμενική και ότι σε κάποιον δεν αρέσει μπορεί για κάποιον άλλο να είναι το τέλειο. Τέλος, τίθενται πολλά ερωτηματικά γύρω από τα κριτήρια με βάση τα οποία βαθμολογεί ο εκάστοτε κριτικός, για το οποίο θα αναφερθώ εκτενώς παρακάτω.

Στους Cinepivates που αγαπάμε την πολυφωνία, έχουμε εκπροσώπους και των δυο απόψεων. Επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που, αν οι απόψεις είναι εντελώς αντίθετες με τρανταχτά επιχειρήματα, έχουμε βγάλει διπλά κείμενα ή κείμενα versus. Προσωπικά, δεν έχω πρόβλημα όταν εκφέρω άποψη για μια ταινία να εκφράσω την άποψη μου και σε βαθμό. Ίσως μου αρέσει η διαδικασία του να ζυγιάσω την ικανοποίηση που μου έδωσε μια ταινία, να την φιλτράρω μέσα από τα δικά μου κριτήρια ώστε να βγει ένα νούμερο. Φυσικά, δεν είναι πάντα εύκολο. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάτι τέτοιο με ζορίζει και κάθομαι αρκετή ώρα προτού αποφασίσω. Υπάρχουν και κάποιες, έστω και ελάχιστες, φορές που έχω αλλάξει άποψη μετά από καιρό, αν ξαναδώ μια ταινία, σε μια δεύτερη ανάγνωση, αλλά ποτέ η βαθμολογία μου δεν αλλάζει ριζικά. Γιατί όπως μια ταινία κρίνεται στον καιρό της, καθώς ο χρόνος αλλάζει πολλές φορές αλλάζουν οι απαιτήσεις μας και μπορεί να γίνουμε πιο απαιτητικοί ή αντίθετα να κρίνουμε πιο ελαστικοί, δοθέντος των σύγχρονων ταινιών που κυκλοφορούν τώρα.

Τα κριτήρια της βαθμολογίας:
star rating 000Το φλέγον ερώτημα αν θα πρέπει να βαθμολογείται μια ταινία με γενικά «αντικειμενικά» κριτήρια – ή να βαθμολογείται ανά κατηγορία, δηλαδή για το είδος της. Αυτή είναι η δεύτερη πιο μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στους κριτικούς, που μερικές φορές τείνει να ξεπεράσει τη διαμάχη για τη βαθμολόγηση. 
Ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν πρέπει κρίνουμε «στα ίσια» όλες τις ταινίες ή ανάλογα με το είδος που αυτή ανήκει, δηλαδή ως περιπέτεια, ως θρίλερ, ως κωμωδία κοκ. Είναι αναμενόμενο όταν πάμε να δούμε ένα χαμηλού προϋπολογισμού B-Movie ότι δεν περιμένουμε να δούμε το επιστέγασμα της έβδομης τέχνης! Αυτό όμως το γνωρίζει και ο θεατής όταν επιλέγει να δει μια τέτοια ταινία. Υπάρχουν τρανταχτά παραδείγματα ταινιών που το κοινό λάτρεψε ενώ οι κριτικοί το είχαν «θάψει». Δεν αναφέρομαι μόνο στην εμπορική επιτυχία, που μπορεί να οφείλεται και σε συγκυρίες, τις άλλες ταινίες που προβάλλονταν ταυτόχρονα ή το μάρκετινγκ, αλλά στο πόσο σημαντικές ήταν οι εν λόγω ταινίες στην αντίληψη του κοινού. Γιατί ο κριτικός δεν είναι ένας σοφός που κάθεται σε ένα βουνό απομονωμένος από τους ανθρώπους και κλείνει τα μάτια σε ότι δεν βαφτίζεται «σινεφίλ». Αντίστοιχα, τα κείμενα του δεν τα γράφει για να τα διαβάζει μόνο ο ίδιος, μόνος του, κλειδαμπαρωμένος στο δωμάτιο του, αλλά απευθύνονται και διψάνε να βρούνε το κοινό τους, ακριβώς όπως και οι ταινίες που δεν πρέπει να γίνονται μόνο για τους δημιουργούς τους, αλλά διψούν για να βρουν το κοινό που θα τις αγαπήσει.

Συνοψίζοντας:

Λόγοι και πρακτική χρήση της βαθμολογίας: Ξεχωρίζει ταινίες στο μυαλό αλλά και στο έτος, ανά εβδομάδα, για φεστιβάλ κτλ.

Λανθασμένη χρήση της βαθμολογίας: για «γλύψιμο» /«θάψιμο», δημιουργία εντυπώσεων κτλ. 

Λανθασμένη ανάγνωση (από κριτικούς): Όταν γίνεται ψυχαναγκαστικά, όταν φοβηθεί να αναλάβει το βάρος της ευθύνης.

Λανθασμένη ανάγνωση (από δημιουργούς): Όταν επαναπαυτούν ή απογοητευτούν από το βαθμό και δε τον δουν εποικοδομητικά.

Λανθασμένη ανάγνωση (από το κοινό): Όταν το κοινό κοιτά μόνο βαθμολογία και δε διαβάζει τις κριτικές.

two-half-popcornCinepivates: τα ποπ κορν, τα οποία κοσμούν τα άρθρα των κριτικών μας. Είναι μια πρωτότυπη ιδέα, δική μας, που ήρθε κατόπιν συζήτησης και από όταν πήραμε την απόφαση δεν το μετανιώσαμε. Διακριτικά, γεμίζουν ή αδειάζουν δείχνοντας την απόλαυση του θεατή, ενώ παραπέμπουν ξεκάθαρα στην κατηγορία. Στέκονται από την μεριά του θεατή, παραπέμποντας στην κινηματογραφική αίθουσα και τονίζοντας ότι η βαθμολογία είναι ζήτημα άποψης, άρα υποκειμενικό και όχι ανταγωνιστικό, όπως γίνεται με τα αστέρια επιβράβευσης ή «χαντακώματος» μιας ταινίας.  

Φυσικά, κλείνοντας, οφείλω να τονίσω ότι ζούμε στη χώρα που και οι πέτρες έχουν άποψη -και όχι πάντα την ίδια- έχουμε τη χαρά και ταυτόχρονα την ατυχία οι συμπολίτες μας να νιώθουν «ξερόλες» και ειδήμονες επί παντώς επιστητού, ενώ ακόμα συχνότερα αδυνατούν να αντιληφθούν μια άλλη άποψη -ιδιαίτερα αν αυτή έρχεται σε κόντρα με τη δική τους αντίληψη. Επομένως, συχνά προτιμούν απλά να διαβάσουν την υπόθεση μιας ταινίας από μια κριτική της. Από αυτούς που τελικά θα το κάνουν, υπάρχουν αυτοί που θα διαβάσουν κριτικές προτού επιλέξουν να δουν μια ταινία και οι άλλοι που θα το κάνουν αφού δουν πρώτα την ταινία. Οι κριτικοί οφείλουμε να τους αγαπάμε και τους δυο εξίσου.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *