Fils De Grèce, τα παιδιά του Εμφυλίου
Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, περίπου 60.000 παιδιά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ο Διονύσης Γρηγοράτος επιλέγει να μιλήσει για αυτή τη σκοτεινή -και λιγότερο γνωστή- σελίδα της Ιστορίας, μέσα από μία μυθοπλασία που περιλαμβάνει όμως πραγματικές μαρτυρίες και χρήση αρχειακού υλικού.
Μία νεαρή κοπέλα η Έρμη αποφασίζει να αρχίσει να ψάχνει για μια παρέα παιδιών του εμφυλίου, όταν η γιαγιά της, πρώην παιδί «παιδομαζώματος» πέφτει σε μία παιδική χαρά. Με τη βοήθεια δύο μπλόγκερ και ενός νεαρού, προσπαθεί να βρει την αλήθεια και να ακολουθήσει τα βήματα μιας παρέας, από την Ελλάδα στην ξενιτιά.
Ο Διονύσης Γρηγοράτος παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα μίξη ντοκιμαντέρ και ταινίας μυθοπλασίας. Τουλάχιστον στο χαρτί, γιατί στην εκτέλεση τα πράγματα είναι μάλλον διαφορετικά. Προσωπικά, βρήκα έξυπνη τη χρήση του αρχειακού υλικού, όχι όμως και τον τρόπο εκμετάλλευσής του ή χειρισμού του.
Όταν ένας σκηνοθέτης παρουσιάζει μια ιστορία ως πραγματική, πόσο δικαιούται να «πειράξει» τα πραγματικά ντοκουμέντα. Στην περίπτωση του Fils De Grece ακούγονται ατάκες που εκτιμάται ότι έλεγαν οι αντάρτες ή οι μανάδες ενός χωριού, ενώ προσωπικές μαρτυρίες χρησιμοποιούνται κάπως αποκομμένα για να πουν κάτι άλλο από αυτό που λένε πραγματικά.
Επίσης, η ταινία δεν διαθέτει συνοχή. Ούτε στους διαλόγους, ούτε στη συνέχεια της ιστορίας. Φράσεις μένουν μετέωρες, σαν να λείπουν λέξεις, αναγκάζοντας τον θεατή να προσπαθεί να μη χαθεί στη μετάφραση. Υπήρξαν φορές που διαβάζοντας την αναλυτική σύνοψη της ταινίας αναρωτήθηκα πότε έγιναν όλα αυτά που περιγράφει (και γιατί εγώ δεν τα είδα). Ο λόγος είναι απλός. Ο Γρηγοράτος έχει επιλέξει να κάνει την ταινία του όσο πιο δυσνόητη γίνεται.
Δεν δυσκολεύει μόνο η διάρκειά της (ξεπερνά τις 2,5 ώρες), αλλά και το πώς επιλέγεται η σύνδεση μεταξύ των γεγονότων. Φορές-φορές από τον Εμφύλιο περνάμε στο σήμερα, με αυθαίρετες συνδέσεις, ενώ ο θεατής δυσκολεύεται να πιάσει το νήμα της ιστορίας.
Το ζήτημα είναι ότι θα μπορούσε η ταινία να έχει ενδιαφέρον. Το να επιλέξεις να πεις μια ιστορία για ένα ανοιχτό τραύμα και το να επιλέξεις να μην το παρουσιάσεις ξερά, ως ντοκιμαντέρ, αλλά ως μία ταινία μυθοπλασίας που χρησιμοποιεί δημιουργικά το αρχειακό υλικό είναι καλοδεχούμενο. Αρκεί να έχεις ξεκάθαρο στο μυαλό σου αυτό που θέλεις να πεις. Με μια πιο απλή δομή, πιο συγκεκριμένη στο θέμα της, η ταινία θα μπορούσε να ωφεληθεί.
Στα θετικά της ταινίας τα γυρίσματα σε ασπρόμαυρο σκηνών που μοιάζουν με αρχειακές αλλά δεν είναι, καθώς και τα εξαιρετικά σκίτσα, τα οποία μπαίνουν εμβόλιμα για να δείξουν -ή να κρύψουν από την οθόνη- τον αβάσταχτο πόνο και τη θλίψη. Κάτι αντίστοιχο -αλλά με πολύ πιο εκτεταμένο και συγκροτημένο τρόπο- είχε γίνει στο ντοκιμαντέρ Στρατόπεδο 14.
Τελικά να τη δω;
Ωραίες ιδέες υπάρχουν στην ταινία του Γρηγοράτου, αλλά αυτές μένουν ανεκμετάλλευτες, με αποτέλεσμα το τελικό σύνολο να μοιάζει να μην διαθέτει συνοχή.