Σινεμά

Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι. Εμείς πάλι όχι.

Έχει πλασαριστεί ως η μεγαλύτερη παραγωγή της χρονιάς. Ο Γιάννης Σμαραγδής στο έπος του Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι ασχολείται με τη ζωή ενός άλλου μεγάλου Έλληνα (μετά τον Ελ Γκρέκο): του Ιωάννη Βαρβάκη. Είναι τυχερός ο Σμαραγδής γιατί στην ταινία του συμμετέχουν αξιόλογοι Ευρωπαίοι ηθοποιοί που προσπαθούν (αν και δεν τα καταφέρνουν) να σώσουν κάπως το ναυάγιο που ονομάζεται χαβιάρι.

Γιατί ναυάγιο; Γιατί η ταινία παρά τα πλούσια σκηνικά, παρά τα γυρίσματα σε εξωτικές τοποθεσίες, παρά τις καλές ερμηνείες, πάσχει σε κάτι πολύ βασικό: στην εξέλιξη των χαρακτήρων. Ο Βαρβάκης του Σμαραγδή είναι ένας άνδρας «άχρωμος», ένας άνδρας που οι ιστορικές και προσωπικές τραγωδίες και επιτυχίες μοιάζουν να μην τον αγγίζουν.

Ξεκινώντας από πειρατής που στρέφεται κατά των Τούρκων στην Ελλάδα λίγο πριν από την Επανάσταση, κερδίζει τη συμπάθεια της τσαρίνας της Ρωσίας (την ερμηνεύει η Κατρίν Ντενέβ) και αποκτά την αποκλειστική διάθεση του χαβιαριού στην Ευρώπη. Αυτό, όμως, δεν του φτάνει. Δίνει πολλά χρήματα σε δωρεές στην Ελλάδα και στη συνέχεια επιστρέφει και ο ίδιος στην πατρίδα του για την ενίσχυση του νεοσυσταθέντος κράτους.

Αυτά στο χαρτί (ή στην οθόνη στην προκειμένη περίπτωση) ακούγονται ιδιαίτερα θελκτικά. Επί της οθόνης όμως, παρακολουθεί κανείς μια ακαδημαϊκή προσέγγιση του πως ήταν ο Βαρβάκης, κάπως σαν να διαβάζεις κακογραμμένο βιβλίο ιστορίας του σχολείου με ωραίες, όμως, εικόνες. Τα πάθη και τα λάθη του Βαρβάκη μοιάζουν να μην τον αγγίζουν. Και εκεί που ο Κιούμπρικ για παράδειγμα θα έφτιαχνε μια απομυθοποίηση του βασικού του ήρωα (όπως και έκανε στο Μπάρι Λίντον), ο Σμαραγδής δεν βάζει τον Βαρβάκη του να έχει εσωτερικές συγκρούσεις. Ο Βαρβάκης κατά Σμαραγδή είναι ένας άγιος άνθρωπος. Αλλά πόσο άγιος μπορεί να είναι ένας πειρατής, ένας άνδρας που είχε φιλικές σχέσεις με την ρωσική Αυλή και αποτελούσε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Ευρώπη;

Αυτά είναι διλήμματα που ο Σμαραγδής δεν θέτει στον ήρωά του. Και φτιάχνει έτσι μια (ακόμα) αδιάφορη βιογραφία.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *