ΠρόσωπαΣινεμά

Γκοντάρ VS (;) Τριφό

Ένα αγόρι τρέχει στην παραλία. Είναι το τέλος της ταινίας Τα 400 Χτυπήματα και η αρχή μιας νέας εποχής για το γαλλικό -και όχι μόνο- σινεμά. Πίσω μένει η δυσκοιλιότητα και το περιττό βάρος. Η κάμερα βγαίνει στους δρόμους, ακολουθεί τους χαρακτήρες, μιλά για πραγματικούς ανθρώπους και πραγματικά προβλήματα. Λίγο αργότερα η Τζιν Σέρμπεργκ… κόβει την ανάσα του Ζαν Πολ Μπελμοντό, στο Με Κομμένη την Ανάσα του Γκοντάρ. Είναι η εποχή της Νουβέλ Βαγκ.

Τόσο ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ, όσο και ο Φρανσουά Τριφό ξεκίνησαν από τα Cahier du Cinema, αλλάζοντας όχι μόνο την ιστορία του κινηματογράφου, αλλά και της κριτικής. Οι καταβολές τους, όμως, είναι διαφορετικές. Ο Τριφό είναι παιδί της εργατικής τάξης, το σκάει από το σπίτι και πηγαίνει να δει σινεμά και γυρίζει αγχομένος πριν τον πάρουν χαμπάρι οι γονείς του. Ο Γκοντάρ κατάγεται από πιο πλούσια οικογένεια, οικογένεια διανοουμένων. Αρχίζει και ασχολείται πιο αργά με το σινεμά και θέλει και αυτός -όπως και ο Τριφό- να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε και φτιάχνουμε κινηματογραφικές εικόνες.

Όταν το 400 Χτυπήματα θριαμβεύει στις Κάννες, μια νέα εποχή ανατέλλει. Οι δύο σκηνοθέτες συναναστρέφονται και είναι σχεδόν φίλοι: ο Τριφό δίνει στον Γκοντάρ ένα σενάριο για το Με Κομμένη την Ανάσα, μαζί φτιάχνουν την Ιστορία του Νερού, όπου ο Γκοντάρ βασισμένος σε εικόνες του Τριφό, τις μοντάρει ξανά και βάζει ένα voice-over, φτιάχνοντας ένα φρέσκο υλικό.

Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην πορεία τους. Θα έλεγε κανείς και στη φιλία τους, αλλά ο Μάης του ’68 έρχεται να αλλάξει τα πράγματα. Αυτά που συμβαίνουν στη Γαλλία δεν αφήνουν αδιάφορο τον Γκοντάρ, ο οποίος απορρίπτει τον τρόπο ζωής του και αποφασίζει να αλλάξει προορισμό, να αλλάξει τον τρόπο που γυρίζει ταινίες, να αλλάξει ακόμα και τους φίλους και τους γνωστούς του. Αποφασίζει να δημιουργήσει τέχνη επαναστατική. Ο Τριφό από την άλλη παραμένει ίδιος. Απαράλλακτος. Κάνει τις ταινίες που έκανε πάντα, το ίδιο γνωστό σινεμά, γεμάτο τρυφερότητα και πάθος.

Αυτό ο Γκοντάρ δεν μπορεί να του το συγχωρήσει. Είναι μετά την προβολή του Αμερικανική Νύχτα που ο Γκοντάρ εξοργισμένος κατηγορεί τον Τριφό ότι είναι «ψεύτης».

«Ίσως κανένας να μη σε κατηγορήσει για ψεύτη. Εγώ θα το κάνω. Δεν είναι μια προσβολή, όπως το να σε έλεγα «φασίστα». Είναι μια κριτική. Και είναι η απουσία αυτής ακριβώς της κριτικής σε τέτοιες ταινίες, στις ταινίες σου και σε εκείνες του Σαμπρόλ, του Φερέρι, του Βερνέιγ, του Ντελανουά, του Ρενουάρ και άλλων, για την οποία παραπονιέμαι. Λες ότι το σινεμά είναι μεγάλα τρένα που περνούν μέσα στη νύχτα. Αλλά ποιος επιβιβάζεται σε αυτά τα τρένα; Σε ποια θέση κάθεται; Και ποιος οδηγεί το τρένο με τον κατάσκοπο του αφεντικού πάνω από τον ώμο του; Και αν δεν μιλάμε για το τρένο Trans Europe, ίσως να είναι ένα τρένο επαρχιακό ή ίσως το τρένο για το (στρατόπεδο συγκέντρωσης) Νταχάου στο Μόναχο και ίσως ποτέ να μη δούμε αυτόν τον σταθμό».

«Περίμενε. Θα υπάρχουν πολλοί. Θα υπάρχουν εργάτες. Θα υπάρχουν αγρότες. Μικροαστοί και μεγαλοαστοί» είναι η απάντηση του Τριφό.

Σε μια εξοργισμένη επιστολή προς τον Γκοντάρ, ο Τριφό γράφει: «Θέλεις να δείχνεις ότι είσαι το θύμα, ενώ καταφέρνεις και κάνεις ακριβώς αυτό που θέλεις, όταν θέλεις, με τον τρόπο που θέλεις, διατηρώντας το ίματζ σου ως ασυμβίβαστου, ακόμα και αν αυτό σημαίνει επίθεση κατά ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Αυτή η συμπεριφορά είναι σκατένια. Το ότι οι άνθρωποι είναι ίσοι αποτελεί μόνο θεωρία για σένα. Δεν το αισθάνεσαι. Θέλεις απλά να παίξεις έναν ρόλο και να είναι μεγάλος».

«Σε δύσκολες εποχές ο καλλιτέχνης διστάζει. Μπαίνει σε πειρασμό να εγκαταλείψει την τέχνη του και να την καθυποτάξει σε μια ιδέα. Γίνεται έτσι προπαγανδιστής. Σε τέτοιες εποχές σκέφτομαι τον Ματίς. Πέρασε από τρεις πολέμους ανέγγιχτος. Πολύ νέος για τον πόλεμο του 1870, πολύ γέρος για εκείνον του 1914, πατριάρχης το 1940. Πέθανε έχοντας ολοκληρώσει το έργο του: τα ψάρια του, τις γυναίκες, τα λουλούδια, τα τοπία από τα παράθυρα. […] Η Τέχνη για την Τέχνη; Όχι. Η Τέχνη για την ομορφιά, η τέχνη για τους άλλους, η τέχνη που παρηγορεί» λέει ο Τριφό.

Απάντηση για το ποιος έχει δίκιο δεν υπάρχει. Παρά μόνο ίσως στις ταινίες…

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

2 σκέψεις σχετικά με το “Γκοντάρ VS (;) Τριφό

  • Πολύ όμορφη η ανάρτησή σου! Μπράβο!
    Η νουβέλ βαγκ ίσως είναι το αγαπημένο μου κινηματογραφικό κίνημα αν και δεν έχω καταπιαστεί και με πολλά. Ανάμεσα στους δύο 'πατέρες' δύσκολο να επιλέξεις…κι αυτό γιατί είναι διαφορετικοί και ξεχωριστοί. Ίσως όμως κλίνω μια μοίρα υπέρ του Γκοντάρ, με έχουν στιγματίσει περισσότερο τα έργα του.

    Σχολιάστε
  • Ευχαριστώ πολύ! Δύσκολο, όπως λες κι εσύ.. όπως είπε και ο σκηνοθέτης Εμμανουέλ Λοράν, είναι δύσκολο να επιλέξεις ανάμεσα σε Τριφό και Γκοντάρ, Μπιτλς και Ρόλινγκ Στόουνς, Κόκα Κόλα και Πέπσι! :p

    Προσωπικά προτιμώ την τρυφερότητα και το πάθος του Τριφό…

    Τάιλερ

    Σχολιάστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *