ΣινεμάΦεστιβάλ

53ο ΦΚΘ: Περνώντας Σύνορα (Grenzgänger / Crossing Boundaries)

Περνώντας Σύνορα…Ξεπερνώντας Όρια: Άλλη μια καλή στιγμή του Φεστιβάλ και οι Cinepivates είναι πάλι εκεί για εσάς και μεταδίδουν τον παλμό της πόλης! 

three-half-popcorn

Grenzgänger ή αλλιώς “Crossing Boundaries” είναι η αυστριακή ταινία του Florian Flicker που απέσπασε αρκετά καλές κριτικές από το κοινό. Είναι η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη από το 2000. Βασισμένη στο θεατρικό “Η διαβολογυναίκα” (του Καρλ Σένχερ). Στα απομακρυσμένα βαλτοτόπια στις όχθες του ποταμού Μοράβα στα αυστριακά σύνορα ζει ένα αντρόγυνο απομονωμένο. Ο άντρας ψαρεύει, η γυναίκα καθαρίζει και αποθηκεύει τα ψάρια. Έχουν μαζί ένα ταβερνάκι. Ονειρεύονται να το κάνουν πανδοχείο. Ο άντρας ονειρεύεται να φτιάξει γήπεδο γκολφ. Η γυναίκα, που ήταν από τη Σερβία και νομιμοποιήθηκε με το γάμο ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή. Ο άντρας αναλαμβάνει να περνάει με τη βάρκα του παράνομα ανθρώπους από τα σύνορα. Ο διοικητής του στρατού των συνόρων τον υποψιάζεται. Ένας νεαρός φαντάρος έρχεται στο κοντινό φυλάκιο. Δεν του αρέσει το μέρος. Του αρέσει η γυναίκα του ψαρά. Ο διοικητής του αναθέτει να έχει από κοντά το ζευγάρι ιδίως τη γυναίκα για να βρει ενοχοποιητικά στοιχεία. Ο ψαράς αναθέτει στη γυναίκα του να του αποσπά τη προσοχή για να περνά ανενόχλητος τους παρανόμους. Λέξεις που υπονοούνται αλλά δε λέγονται και κρυφοί πόθοι και στόχοι σε ένα εντυπωσιακά ήρεμο φυσικό τοπίο κι ένα ήπιο θρίλερ που χρησιμοποιεί το ερωτικό τρίγωνο ως στοιχείο για να προωθήσει υποδόριες έννοιες και να κλονίσει το θεατή ηθικά προβάλλοντας τρία δυνατά ψυχογραφήματα.  (για τρέιλερ πατήστε εδώ)

Τρεις ήρωες ο καθένας με τα δικά του όνειρα. Τρεις ήρωες εγκλωβισμένοι. Ο ένας εξαναγκάζει τον άλλο να κάνει πράγματα. Ο καθένας έχει ένα βαθύτερο σκοπό. Τρεις άνθρωποι θα φέρουν ο ένας τον άλλο στο κατώφλι της ηθικής και ψυχικής αντοχής. Ποιος είναι πιο δυνατός για να επιβιώσει του νόμου της ζούγκλας; Ένα άρρωστο τρίγωνο που δημιουργείται από λανθασμένα κίνητρα. Όλα είναι βαριά, καταπιεστικά και κυλούν αισθησιακά προς το κρεσέντο. Τα ανθρώπινα θέλω αλληλοσυγκρούονται και το σεξ χρησιμοποιείται σαν ένας μοχλός, ένα όπλο επικράτησης. Το «σεξ» αρχίζει από την αρχή της ταινίας, χωρίς να υπάρχουν οι αντίστοιχες σκηνές. Ο ένας χαρακτήρας επιβάλλεται στον άλλο και σε κάθε χαρακτήρα επιβάλλεται μια κατάσταση που τον κρατά δέσμιο μακριά από τα όνειρά του.

Τα τρία θέλω: Ο ψαράς θέλει να μαζέψει λεφτά, να μεγαλώσει το εστιατόριο του και να το κάνει πανδοχείο, να φτιάξει ένα γήπεδο γκολφ στη μέση του πουθενά! Να ξεφύγει από την παράδοση της οικογένειας, δέσμιοι από γενιά σε γενιά ψαράδες. Δεν ενδιαφέρεται για τους μετανάστες από φιλανθρωπία, αλλά από φιλαργυρία. Αναγκάζεται να περνά παράνομα ανθρώπους από τα σύνορα με τη βάρκα του.  Αναγκάζεται να βάλει τη γυναίκα του να κάνει τα γλυκά μάτια στον φαντάρο για να του αποσπάσει την προσοχή.

Ο φαντάρος θέλει να γυρίσει στην πόλη. Συχαίνεται τη μοναξιά και την αγριάδα της φύσης. Αναγκάζεται από τον διοικητή να πλησιάσει την οικογένεια και να φλερτάρει τη γυναίκα για να μάθει πληροφορίες για την παράνομη μετακίνηση μεταναστών στα σύνορα.

Η γυναίκα αναγκάστηκε να παντρευτεί για να αποκτήσει διαβατήριο και υπηκοότητα. Είναι εγκλωβισμένη σε έναν έρημο τόπο, σαν τα ψάρια που πιάνονται στα δίχτυα και καταλήγουν στην αποθήκη της για να τα σκοτώσει, να τα καθαρίσει και να τα αποθηκεύσει.

Το σενάριο παλαντζάρει πολύ από ηθικής άποψης, για να πικάρει τον θεατή. Αγγίζει τα όρια του πορνογραφικού, τεστάρει αξίες και ίσως εξοργίσει ορισμένους. Διερωτάται κανείς: ο άνδρας αγαπά τη γυναίκα του; Και παρ’ όλα αυτά την ωθεί στην αγκαλιά του φαντάρου;  Ο φαντάρος την ερωτεύεται ή την χρησιμοποιεί για την πολυπόθητη μετάθεσή του; Αυτή αγαπάει τον άνδρα της ή συμπεριφορά της κρύβει άλλα κίνητρα. Αυτά τα ερωτήματα δεν απαντώνται ξεκάθαρα. Η απάντηση δεν δίνεται από τον σκηνοθέτη και μένει στον θεατή να τη δώσει.

Το μεγαλείο της φύσης: Το μόνο που μένει αναλλοίωτο μέσα σε όλον αυτό τον παραλογισμό είναι η μητέρα Γη. Καθαρή, ανάλαφρη, αθώα αλλά και άγρια γεμάτη ήχους και γεμάτη δύναμη (αέρας, ποτάμι, βροχή) αποτελεί το μόνο στοιχείο που μένει σταθερό στο πέρασμα του χρόνου. Η φύση χρησιμοποιείται σαν μια γερή πινελιά ηθικής σε ένα αρρωστημένο σενάριο που νοσεί, καθώς οι αντιήρωες του μοχθούν να αλληλοσπαράξουν τον πλησίον τους και να καταπιούν ο ένας τον άλλο. Το σκηνικό λοιπόν είναι έτοιμο, κλειστό κι απομονωμένο από τον κόσμο με τους ήρωες τρία θηρία που πετάξανε μέσα. Με άλλα λόγια είναι ένα νατουραλιστικό big Brother show. H φύση αποτελεί και το βασικό μουσικό χαλί και ντύνει υπέροχα την ταινία, σχεδόν ντοκιμενταρίστικα. Η πολύ καλή φωτογραφία της ταινίας, με κάδρα που γεμίζουν το πλάνο ή μονοπλάνα στη φύση αναδεικνύει τις πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών. Ο σκηνοθέτης παίζει συχνά με τα φώτα, ανάβουν, σβήνουν, παίζοντας με την αντίθεση, φως, σκοτάδι,  χλευάζοντας τις εναλλαγές στα συναισθήματα των πρωταγωνιστών του σε ένα παιχνίδι ρόλων ένα πολεμικό χορογραφικό γύρω-γύρω όλοι πάνω σε μια τεράστια σκακιέρα. Τη μια στιγμή είναι στο φως, έχουν τον έλεγχο, νομίζουν πως νικάνε, την επόμενη στο σκοτάδι, ένα τυφλό πιόνι του ρόλου τους. Οι διάλογοι λιτοί, συχνά επαναλαμβανόμενοι για να προσδώσουν στη σκληρότητα που δίνει ακόμα μία ώθηση στον αισθησιασμό.

Λίγα λόγια από τον Φλόριαν Φλίκερ: «Βλέπουμε βάρκες γεμάτες μετανάστες στην Λαμπεντούζα και δεν ξέρουμε ότι, λίγο πιο δίπλα, δεκάδες άλλοι πνίγονται κάθε χρόνο και ότι υπάρχει κόσμος που πηγαίνει εκδρομή τις Κυριακές για να μετρήσει τους νεκρούς. Αυτό το μέρος ήταν γεμάτο βία για πολλά χρόνια: λαθρέμποροι, ανθρώπων και μη, μετανάστες, αντιμέτωποι με νεαρούς στρατιώτες. Η κατάσταση άλλαξε όταν ο αυστριακός στρατός άρχισε να χρησιμοποιεί το 2002, θερμογραφικές κάμερες, αλλά όχι εντελώς. Σήμερα η περιοχή θεωρείται τέλειος προορισμός για οικογενειακές εκδρομές».

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

2 σκέψεις σχετικά με το “53ο ΦΚΘ: Περνώντας Σύνορα (Grenzgänger / Crossing Boundaries)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *