Happy End
O 75χρονος πλέον σκηνοθέτης της Λευκής Κορδέλας, του Amour, της Δασκάλας του Πιάνου και των Funny Games επιστρέφει με δυνατό καστ, πέντε χρόνια μετά την τελευταία του δουλειά, την τηλεταινία (Così fan tutte, Έτσι Κάνουν Όλες), που αποτέλεσε το μεγαλύτερο διάστημα αναμονής για επόμενη ταινία του. Συνεργάζεται για τέταρτη φορά με την Ιζαμπέλ Ιπερ και δεύτερη φορά με τον Ζαν Λουί Τριντινιάντ, ο οποίος έχει αποσυρθεί από την ηθοποιία από το 2003 και δέχεται να συμμετέχει σε ταινία μόνο αν τη σκηνοθετεί ο Χάνεκε. Οι δυο ηθοποιοί παίζουν ξανά πατέρα και κόρη…
Σας θυμίζει κάτι; Αν ναι, έχετε απόλυτο δίκιο, καθώς το Happy End αποτελεί μια άτυπη συνέχεια του Amour. Αν όχι δικαιολογημένα απολύτως σεναριακά, πάντως σίγουρα στο πως συσχετίζονται στο μυαλό του δημιουργού. Αν θυμάστε ο πρωταγωνιστής του Amour στο τέλος είχε αυτοκτονήσει. Εδώ λοιπόν, έχουμε μια ευκατάστατη οικογένεια και τα προβληματικά μέλη της. Δίπλα στους δυο παλαίμαχους ηθοποιούς, η εξαιρετική πιτσιρίκα Φαντίν Αρντουίν που ξεχωρίζει, καθώς και οι Ματιέ Κάσοβιτς, Τόμπι Τζόουνς. Με επίκεντρο τη μικρή Ιβ, που δηλητηριάζει τη μητέρα της. Την παίρνει ο πατέρας της στο πατρικό, όπου μετά το διαζύγιο ζει με άλλη γυναίκα με την οποία απέκτησαν μωρό, αν κι ο ίδιος συνεχίζει να γκομενίζει. Στο ίδιο σπίτι ζει κι η θεία της που είναι ερωτευμένη με Άγγλο επιχειρηματία και σκέφτονται να ενώσουν τις επιχειρήσεις τους, ενώ αντιμετωπίζει προβλήματα με τον απροσάρμοστο και αντιδραστικό γιο της. Φυσικά, εκεί ζει κι ο ηλικιωμένος παππούς, ένας άνθρωπος που δείχνει να έχει χάσει το ενδιαφέρον για τη ζωή και θέλει να αυτοκτονήσει.
Δε μπορεί να κατηγορήσει κάποιος την ταινία ότι είναι κακοφτιαγμένη, όμως αυτό που μας παρουσιάζει και με τον τρόπο που μας το παρουσιάζει, χάνει σε σημαντικότητα και σεναριακή ουσία. Καταρχάς, η ταινία φλυαρεί αρκετά και αργεί υπερβολικά να μας συστήσει τους ήρωες και τη σχέση τους, που μόλις σας εξήγησα, σχεδόν μέχρι τα μισά της (στο διάλειμμα άκουγα πίσω μου ανθρώπους να διερωτώνται ποιος είναι ποιος). Χάνει αρκετό χρόνο στην αρχή, κοντά ένα δεκαπεντάλεπτο, για να μας δείξει πλάνα που υποτίθεται ότι βιντεοσκοπεί η μικρή με το κινητό της, ενώ ταυτόχρονα ‘chat-άρει’ με κάποιον, ανταλλάζοντας μηνύματα -αλήθεια, δε ξέρω αν αυτό είναι εφικτό ταυτόχρονα.
Ο σκηνοθέτης διατηρεί την κλινική ματιά του και κρατά τις συναισθηματικές εκρήξεις όσο μπορεί πιο υποτονικές. Έχει να μας παρουσιάσει πολλούς χαρακτήρες, που δε προλαβαίνουν (ή δεν καταφέρνουν) να μας αγγίξουν με τις επιμέρους ιστορίες τους, ενώ το moto ότι «και οι πλούσιοι έχουν προβλήματα» φαντάζει χιλιοφορεμένο ή ‘λίγο’ όπως παρουσιάζεται. Σαφώς ο δημιουργός μένει πιστός στΦαίνεται και το «τρολάρισμα» του Χάνεκε με αυτή την ταινία, με το έδαφος που καταρρέει στην αρχή και οι τραγικές ατάκες των πρωταγωνιστών προς τους υπόλοιπους ανθρώπους και το υπηρετικό προσωπικό τους. Δυστυχώς πολλοί επιμένουν να αντιμετωπίζουν την ταινία βλέποντας μόνο τον σκηνοθέτη -auteur και είτε να απογοητεύονται ως φαν του Χάνεκε, είτε να της προσδίδουν παραπάνω αξία από αυτή που έχει. Όμως αν αντιμετωπίσουμε την ταινία αυτόνομη ως έχει, το αποτέλεσμα είναι αρκετά άνοστο και αδιάφορο, ενώ κι η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν είναι στις καλύτερες στιγμές της.
Όμοια αναμένω πως θα αντιδράσουν κι οι θεατές. Οτιδήποτε και να γραφεί για την ταινία, όσο αρνητικό και αν είναι, δε πιστεύω ότι θα εμποδίσει τους φαν του δημιουργού να πάνε να δουν την ταινία του. Και καλά θα κάνουν, όχι μόνο για να έχουν και τη δική τους άποψη, αλλά και επειδή είναι άγνωστο αν ο μεγάλος -και ηλικιακά πλέον- σκηνοθέτης προτίθεται να γυρίσει και επόμενη ταινία. Κρατάμε λοιπόν τις όποιες καλές στιγμές μας πρόσφερε, αλλά δε μπορούμε να μη κρατήσουμε και ένα μικρό παράπονο στον Χάνεκε, για αυτή του την τελευταία ταινία.