Σινεμά

Μια Πειρατεία στον Ωκεανό

Ένας Δανός μάγειρας περιμένει να περάσουν οι μέρες για να επιστρέψει σπίτι του. Ένας διευθυντής σε μια ναυτιλιακή εταιρεία κλείνει συμφέρουσες συμφωνίες που δεν μπορεί να κλείσει κανείς άλλος. Τα πάντα ανατρέπονται όταν μία ομάδα πειρατών από τη Σομαλία καταλαμβάνει το πλοίο, ζητώντας από την πλοιοκτήτρια εταιρεία λύτρα, προκειμένου να απελευθερώσει τους ομήρους. Ο διευθυντής αποφασίζει να αναλάβει ο ίδιος τις διαπραγματεύσεις.

Αυτό που ακολουθεί είναι ένα «δυνατό» δράμα διαπραγμάτευσης και ψυχολογικών ορίων. Στην ουσία της η υπόθεση είναι απλή: οι Σομαλοί πειρατές διαπραγματεύονται με την εταιρεία, προκειμένου να συμφωνήσουν σε ένα ποσό που θα οδηγήσει στην απελευθέρωση των κρατουμένων. Οι ναύτες καλούνται να περιμένουν μήνες μέχρι να γίνει η συμφωνία. Υλικό μη κινηματογραφίσημο, σίγουρα. Και όμως. Ο Τομπίας Λίντχολμ, σκηνοθέτης και σεναριογράφος (έχει γράψει μεταξύ άλλων το σενάριο για το The Hunt και για τους τηλεοπτικούς Borgen) καταφέρνει, όμως, να φτιάξει μια ενδιαφέρουσα ταινία.

Οι Σομαλοί πειρατές είναι κάτι απρόβλεπτο. Παρακολουθώντας την ταινία, υποθέτεις ότι το μόνο που θέλουν είναι τα λεφτά τους, αλλά όλοι (χαρακτήρες και θεατής) βρίσκονται σε μια αχαρτογράφητη περιοχή. Στη μέση του Ινδικού Ωκεανού τα πάντα θα μπορούσαν να συμβούν. Η αίσθηση αυτή εντείνεται από το γεγονός ότι τη διαπραγμάτευση δεν αναλαμβάνει ο επίσημος διαπραγματευτής (που παρεπιπτόντως είναι αληθινός διαπραγματευτής και όχι ηθοποιός), αλλά ο διευθυντής της εταιρείας. Όσο θα δέχεται πιέσεις από τους ναυτικούς, τον Ομάρ -έναν παράξενο τύπο που δηλώνει μεταφραστής, αρνείται ότι είναι πειρατής, αλλά δεν είσαι ακριβώς σίγουρος τι ρόλο διαδραματίζει-, τόσο ο ίδιος και οι σχέσεις του με τους γύρω του θα αλλάζουν.

Αλλά και ο μάγειρας του πλοίου, τα «μάτια» του θεατή πάνω στο πλοίο, αλλάζει όσο περνά ο χρόνος και βλέπει ότι παραμένει στο πλοίο, αναγκασμένος να βρίσκει συνεχώς καινούρια όρια για να αντέξει.

Εξαιρετικό είναι και το τέλος της ταινίας -η οποία κέρδισε και Χρυσό Αλέξανδρο στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο Τομπίας Λίντχολμ δείχνει ότι δεν μπορείς ακριβώς να αφήσεις πίσω σου μια τέτοια εμπειρία, μπορείς μόνο να προχωρήσεις μπροστά με πολύ μικρά βήματα.

Ο σκηνοθέτης λέει σε συνέντευξή του στο in.gr: «Νόμιζα ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ πιο περίπλοκη. Οι ναυτικοί μού είπαν ότι οι πειρατές τοποθετούσαν τους Ευρωπαίους ναυτικούς πάνω και τους υπόλοιπους στο αμπάρι, γιατί οι δεύτεροι δεν άξιζαν για τους πειρατές τίποτα. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να πείσουν την Κένυα να πληρώσει, οπότε τους κρατούσαν στο αμπάρι. Αυτό με εξέπληξε και άλλαξα το σενάριο μόλις το έμαθα. Στο πρώτο draft του σεναρίου είχα οθόνες πλάσμα και σύγχρονο εξοπλισμό, ό,τι είχα δει σε αμερικανικές ταινίες σε αίθουσες διαπραγματεύσεων. Και μόλις μίλησα στον Γκάρι μου είπε ότι δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Μόνο μερικά τηλέφωνα. Και αυτό με εξέπληξε. Και, φυσικά, ο Ομάρ, ο χαρακτήρας του διαπραγματευτή-μεταφραστή στο πλοίο. Ο ρόλος που παίζει (είναι πειρατής, δεν είναι;) κατάφερε να με συναρπάσει και ήθελα να το βάλω στο σενάριο. Σχεδόν κανείς από όσους μίλησα δεν μπορούσε να μου απαντήσει για το ποιος ήταν ο ρόλος ενός τέτοιου ανθρώπου».

Μπορεί η ταινία του Λίντχολμ να είναι σχετικά απλή στη σύλληψή της, καταφέρνει όμως να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, προσφέροντας ένα δυνατό δράμα χαρακτήρων.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Μια σκέψη για το “Μια Πειρατεία στον Ωκεανό

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *