ΠρόσωπαΣυνεντεύξεις

Συνέντευξη: Erion Kovaçi – Familia Ideale

Σκηνοθέτης, ποιητής, φωτογράφος. Ο Erion Kovaçi είναι μια πολύπλευρη και ανήσυχη καλλιτεχνικά προσωπικότητα. Αφορμή για να τον γνωρίσουμε καλύτερα στάθηκε το ‘Familia Ideale’ (Ιδανική Οικογένεια), το ντοκιμαντέρ του, που επιλέχθηκε να προβληθεί στο 3o Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου (Athens Digital Festival) τον Σεπτέμβριο. Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει το ομότιτλο αλβανικό hip hop γκρουπ, την ένωση των APV (Absolute Perfect Volume) και Terroristat, που από το 2004 ζουν και ηχογραφούν τα τραγούδια τους στην αλβανική γλώσσα στην Ελλάδα. Στο μοντάζ βρίσκουμε για άλλη μια φορά την Άλκηστις Καφετζή. Το ντοκιμαντέρ του είναι αξιοπρόσεκτο και ως προς την παρουσίαση αλλά και ως προς το περιεχόμενο. Θα πρέπει όμως να περιμένετε το Digital Festival. Εμείς, είχαμε την ευκαιρία να το δούμε πριν και τη χαρά να φιλοξενήσουμε τον Έριον στους cinepivates σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για το έργο, για τη φωτογραφία, για τον ρατσισμό (τον οποίο ως Αλβανός που ζει στην Ελλάδα έχει και ο ίδιος γνωρίσει), για την ποίηση. Πληροφορίες για το ντοκιμαντέρ μπορείτε να βρείτε στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ και φυσικά στη σελίδα του στο fb (https://www.facebook.com/pages/Familia-Ideale/587535644602574).

 -Έριον πες μας λίγα λόγια για εσένα. Που μεγάλωσες; Πόσα χρόνια είσαι στην Ελλάδα; 

Γεννήθηκα στο Πατός, μια μικρή πόλη της κεντρικής Αλβανίας. Το 1997 μεταναστεύσαμε  στην Ελλάδα με την οικογένεια μου, ενώ την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο άρχισα να δουλεύω, κάτι που αποτελούσε το σκοπό κάθε οικογένειας μεταναστών. Στην πρώτη μου δουλειά, όπου βοηθούσα το θείο μου, δυστυχώς είχα ένα ατύχημα στο δάχτυλο μου, γεγονός που μου στέρησε έτσι την δυνατότητα να συνεχίσω τα μαθήματα πιάνου τα οποία ενθουσιωδώς είχα αρχίσει. Γύρω στα 15 άρχισα να δουλεύω σε ένα παλιατζίδικο στο Μοναστηράκι, όπου το ωράριο μου ήταν από τις 8 το πρωί έως τις 7 το απόγευμα ενώ η αμοιβή μου δεν ξεπερνούσε τις 5 χιλιάδες δραχμές την μέρα. Στο σχολείο ανήκα στη κατηγορία εκείνων που “δεν τα έπαιρναν τα γράμματα”. Στη δουλειά ωστόσο άρχισα να έχω και τις πρώτες μου επαφές με κάθε είδους βιβλίου. Από εγκυκλοπαίδειες μέχρι εικονογραφίες και από μυθιστορήματα μέχρι ποίηση, καταλήγοντας να γίνουν τα βιβλία ένα αναπόσπαστο κομμάτι μιας κατά τα άλλα μουντής καθημερινότητας. Αρχικά. με τραβούσαν οι εικόνες και τα πορτραίτα, ενώ στην πορεία όλη αυτή η επαφή με έκανε να θέλω να μαθαίνω όλο και περισσότερα, να θέλω να εξελιχθώ, να θέλω να βελτιώσω και να επαναφέρω στο προσκήνιο όλα όσα είχαν αφήσει πίσω, μιας και εν τέλει τα μόνα γράμματα που δεν “έπαιρνα” ήταν εκείνα που δεν ήθελα, με αποτέλεσμα στα 19 μου να ξαναγραφτώ στο νυχτερινό σχολείο με σκοπό να αποφοιτήσω, ασχέτως αν οι συνομήλικοι μου άρχιζαν το πανεπιστήμιο. Πλέον έμοιαζε να μη με πτοεί τίποτα, παρ όλη τη μετέπειτα δυσκολία που φυσιολογικά αντιμετώπιζα με την ελληνική γλώσσα, την οποία αφού δεν χειριζόμουν καλά δεν την χρησιμοποίησα και στα πρώτα μου ποιήματα που άρχισα την ίδια περίοδο να γράφω στα αλβανικά. Μπορώ να πω πως ήταν μια παράξενη διαδικασία που λάμβανε χώρα στην τάξη την ώρα του μαθήματος. Μπορεί να άκουγα και να μιλούσα ελληνικά, ωστόσο έσκυβα το κεφάλι μου και άρχιζα να γράφω στα αλβανικά τους πρώτους μου στίχους. Οι στίχοι έγιναν ποιήματα και έτσι στα 25 μου εκδόθηκε στον Αλβανικό τύπο και συγκεκριμένα στην Albania Preaa και το πρώτο μου ποίημα του οποίου τη σύνταξη ανέλαβε η Frida Bedaj, γραμμένο φυσικά στη αλβανική, η οποία αποτέλεσε εξαρχής την γλώσσα κάθε μορφής έκφρασης μου. Στη συνέχεια τελείωσα τη σχολή σκηνοθεσίας ενώ το 2010 ολοκλήρωσα και το πρώτο μου ντοκιμαντέρ με τίτλο “Doza”, με το οποίο συμμετείχα στα φεστιβάλ TISFF Θεσσαλονίκης, Χαλκίδας, καθώς και στο Διεθνές Φεστιβάλ TIFF Τιράνων.

– Σαν εγχείρημα το Familia Ideale μπορεί να μην απαιτεί υψηλό budget, χρειάστηκε όμως χρόνο; Πόσο περίπου διήρκεσαν τα γυρίσματα;

Ναι, όντως, το buget ήταν σχεδόν ανύπαρκτο ενώ λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι είχα να κάνω με 8 άτομα, αυτό από μόνο του περιέπλεκε αρκετά τα πράγματα, αφού έπρεπε να καθοριστούν οι συναντήσεις, οι ώρες και οι τοποθεσίες με το κάθε άτομα ξεχωριστά, κάτι το οποίο μου πήρε περίπου ένα μήνα, διάστημα που μοιάζει μικρό σε αντίθεση με το μοντάζ που διήρκεσε σχεδόν 5 μήνες. Θα ήθελα να ευχαριστήσω, εδώ, την Άλκηστις Καφετζή που ασχολήθηκε με το μοντάζ γιατί ήτανε πολύ δύσκολη δουλειά, για τον απλούστατο λόγο ότι όλες οι συνεντεύξεις από το γκρουπ ήτανε στα αλβανικά! Ελπίζω να έμαθε λίγα αλβανικά σε αυτό το διάστημα (γέλια).

– Πως αποφάσισες να γυρίσεις αυτό το ντοκιμαντέρ – Πως επέλεξες το θέμα σου;

Mου αρέσει το hip hop και αυτό από μόνο του είναι ένας λόγος. Όπως στο ντοκιμαντέρ “Doza” έτσι και σ’αυτό το hip hop καταλαμβάνει σημαντικό χώρο, όντας ίσως το φόντο στο οποίο δρουν τα πρόσωπα τα οποία κάθε φορά επέλεγα να παρουσιάσω. Μόνο που το φόντο κατ εμέ δεν είναι εκεί για να παραμένει ανενεργό και αδρανές, αντιθέτως ενεργεί, επηρεάζει και δίνει το δικό του σημαντικότατο στίγμα στις ζωές και στις προσωπικότητες των ανθρώπων που αυτά τα δύο ντοκιμαντέρ εξέτασαν.

– Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να γυρίσεις αυτό το ντοκιμαντέρ; Τι δυσκολίες συνάντησες;

Αρχικά έπρεπε να αποκτήσω τον εξοπλισμό. Ο εξοπλισμός κόστιζε, και όσο να ναι στην Αθήνα του 2013, με την ανεργία στο 29%, χρόνος μπορεί να υπάρχει άπλετος σαν το φως αλλά το χρήμα είναι δυσεύρετο και δύσκολο και γίνεται ακόμα δυσκολότερο όταν λαμβάνεις υπόψιν ότι την εποχή εκείνη εργαζόμουν περιστασιακά. Επιπλέον, με αυτά τα λίγα χρήματα που εισέπραττα έπρεπε φυσικά να βοηθάω οικονομικά την οικογένεια μου. Από κει και πέρα ήμουν ανέκαθεν της θεωρίας πως όταν κάτι θες πολύ… απλά καν’το! Ούτως η άλλως, ανέκαθεν η τέχνη, η δημιουργία γενικότερα, ήταν ένας τομέας που με λίγα χρήματα μπορεί κάποιος να κάνει πράξη πολλά και όμορφα πράγματα. Κάτι που φυσικά η κρίση υπενθύμισε σε πολλούς. Είναι ωραίο το “τίποτα” να το κάνεις “κάτι”, όπως φυσικά είναι βλακεία το “κάτι” να το κάνεις “τίποτα”!

– Ποια είναι η σχέση σου με τους Familia Ideale; Γνωριζόσασταν και πριν το γύρισμα;

Τους ήξερα αρχικά μόνο από τα τραγούδια τους, δεν γνωριζόμουν με κανέναν προσωπικά. Όταν αποφάσισα να κάνω το ντοκιμαντέρ έστειλα στο facebook μήνυμα σε ένα από τα μέλη και έτσι ξεκίνησε η “κατάσταση” που τελικά οδήγησε στο ντοκιμαντέρ.

– Στα κάδρα σου επιλέγεις κοντινά σε πρόσωπα, το έντονο κοντράστ, σκοτεινά πλάνα ή εικόνες πίσω από κάγκελα.  Με ποια κριτήρια έκανες τις αισθητικές επιλογές σου;

Αρχικά, μ’αρέσει να κοιτάω τους άλλους στα μάτια… (γέλια) Δεύτερον, επιθυμούσα εξαρχής να δώσω έμφαση στα κοντινά πλάνα, στην εικόνα, στη σκοτεινή φωτογραφία και στο έντονο κοντράστ, θέλοντας έτσι να εισχωρήσω βαθιά στον καθένα ξεχωριστά, κάτι το οποίο θαρρώ πως θα πετύχαινα μέσω της λεπτομερούς αποτύπωσης των εκφράσεων του προσώπου. Αυτό, λοιπόν, θεωρούσα πως θα μπορούσε να μου το εξασφαλίσει το συγκεκριμένο αισθητικό μοντέλο. Και τρίτον, ίσως έστω και υποσυνείδητα, οι αισθητικές επιλογές είναι μια μορφή εκδήλωσης στοιχείων που εκπέμπουν από το δικό μας εσωτερικό κόσμο.

– H σκηνή του hip hop έχει αρκετούς οπαδούς στην Ελλάδα. Η μουσική των Familia Ideale πιστεύεις απευθύνεται κυρίως σε Αλβανούς ή και σε Έλληνες;

Η μουσική των Familia Ideale, όπως και κάθε μουσική, απευθύνεται σε όποιον την νιώθει. Βέβαια, εδώ μπαίνουν και ζητήματα πρακτικότητας, καθώς η γλώσσα εδώ είναι παράγοντας που καθορίζει εν πολλοίς το ακροατήριο του γκρουπ, ωστόσο όποιος δεν καταλαβαίνει τους στίχους, σίγουρα θα έχει ένα φίλο ή ένα γνωστό του Αλβανό να του μεταφράσει. Είμαστε και πολλοί… (χαμογελά χαριτολογώντας)

– Η ταινία αναφέρεται εκτός των προβλημάτων μεταναστών και σε θέματα ρατσισμού. Πιστεύεις το φαινόμενο σήμερα είναι πιο έντονο από παλιότερα ή λιγότερο από παλιά;

Στην Ελλάδα π.κ (προ κρίσης) έδειχνε να το ξεπερνάμε λίγο και τα πράγματα έδειχναν να είχαν κάπως καταλαγιάσει. Στην Ελλάδα μ.κ (μετά κρίσης) όμως, μαζί με την ανεργία, την φτώχεια, το άγχος, την εσωστρέφεια, την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, καθώς και την γενικότερη συνεπαγόμενη κατάσταση που η κρίση έφερε, ή τουλάχιστον ευνόησε να αναπτυχθεί, το ζήτημα του ρατσισμού ξανάρθε εντονότερα στο προσκήνιο, και ειδικότερα σε περιοχές σαν και εκείνες όπου ζω. Οι μετανάστες, σε κάθε χώρα, ήταν ανέκαθεν μια πληθυσμιακή ομάδα η οποία πάντοτε βίωνε στο πετσί της το ρατσισμό, τις διακρίσεις τις προκαταλήψεις και άλλα πολλά “καλά και ωραία”. Από ένα σημείο και μετά, όσο κοινωνικό και να είναι το ζήτημα, δεν παύει ούτε στιγμή να είναι και ζήτημα παιδείας προσωπικής καλλιέργειας και κρίσης του καθενός.

– Εσύ έχεις βιώσει ρατσισμό στα χρόνια που είσαι στην Ελλάδα;

Παλαιότερα περισσότερο. Μη ξεχνάμε πως στον Άγιο Παντελεήμονα, στα μέσα μέχρι και στα τέλη του 90, το πρόβλημα δεν ήταν οι “Μαύροι” αλλά οι Αλβανοί! Βέβαια πολλοί Αλβανοί ξεχνάνε πια πως κάποτε ήταν εκείνοι οι “Μαύροι”, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα που έγκειται όπως είπα και πριν στην παιδεία του καθενός. Τώρα λιγότερο και πιο σπάνια, αλλά βέβαια δε δίνω σημασία, μιας και ‘ρατσιστής’ σημαίνει ‘ηλίθιος και αμόρφωτος’, οπότε γιατί να δίνει σημασία κανείς στα λόγια ή στις πράξεις ενός τέτοιου ατόμου.

Συνεχίζω να μένω ακόμα στον Άγιο Παντελεήμονα, όπου και μεγάλωσα και φυσικά δεν θα μπορούσε να μην είμαι και εγώ θεατής, αλλά και μέρος, όλου αυτού του σκηνικού που εδώ και μια πενταετία λαμβάνει χώρα και εξελίσσεται με το χειρότερο τρόπο στο περίφημο “γκέτο” της Πρωτεύουσας. Οι επιθέσεις σε μετανάστες, οι υποβάθμιση της περιοχής, οι ρατσιστικές αντιλήψεις και δράσεις, η αστυνομική βία καθώς και όλη αυτή η άνοδος του νεοναζισμού με εκπροσώπους τα μέλη της Χρυσής Αυγής, με προπύργιο τον “Άγιο”, όπως τον αποκαλούμε μεταξύ μας, είναι πράγματα (βασικά μόνο πράγματα δεν είναι) τα οποία συνεχίζουν να υφίστανται και να εδράζουν ακόμα στην ‘Πλατεία’, μη παύοντας φυσικά να είναι κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ της καθημερινότητας μου.

– Εκτός της οικονομικής κρίσης σημειώθηκε και έντονη άνοδο του ποσοστού της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, σε έναν λαό κατεξοχήν δημοκρατικό. Που πιστεύεις ότι οφείλεται αυτή η μεταστροφή;

Που οφείλεται; Πρωτίστως, στην έλλειψη παιδείας του καθενός. Στην παντελή απουσία των κρατικών μηχανισμών καθώς και φυσικά στην ακροδεξιά ιδεολογία που κάποιοι πραγματικά ενστερνίζονται απλώς, πριν την Χρύση Αυγή την εξέφραζαν μέσω της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (ως βολεμένοι) ή μέσω του ΛΑΟΣ. Τέλος δυστυχώς οι οικονομική κατάσταση της χώρας καθώς και η εξαθλίωση, που έχει επέλθει σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, είναι και αυτή μια ακόμη αιτία κατά την οποία τα ακροδεξιά εθνικιστικά κινήματα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν, πριν βέβαια σβήσουν και μαραθούν πάλι.

– Ποιες είναι πιστεύεις οι επιρροές σου; Ποιους σκηνοθέτες θαυμάζεις; Ποια ντοκιμαντέρ σου αρέσουν;

Από σκηνοθέτες θα έλεγα οι Θόδωρος Αγγελόπουλος, Stanley Kubrick, Alfred Hitchcock, Quentin Tarantino και Roman Polanski. Από ντοκιμαντέρ τα Roman Polanski : Wanted and Desired, Waltz with Bashir και Restrepo.

– To Familia Ideale θα προβληθεί στο Digital Festival τον Σεπτέμβρη. Τι πορεία σκέφτεσαι να ακολουθήσει μετά;

Προς το παρόν προσπαθώ να τη στείλω σε όσα περισσότερα φεστιβάλ μπορώ ενώ στην συνέχεια ακολουθώντας τη θεωρία της εξέλιξης, πάμε για άλλα.

– Και μια ερώτηση που μου αρέσει να ρωτάω πάντα: Πες μας πέντε αγαπημένες σου ταινίες.

1. Το Λιβάδι που Δακρύζει του Θόδωρου Αγγελόπουλου

2. The Pianist, του Roman Polanski

3. Inglourious Basterdes, του  Quentin Tarantino

4. Scarface, του Brian De Palma (1983)

5. Time of the Comet, του Fatmir Koçi

– Θα ήθελα να περάσουμε στο άλλο κομμάτι του Έριον, αυτό του φωτογράφου. Πώς ασχολήθηκες με τη φωτογραφία;

Πώς ασχολήθηκα με τη φωτογραφία; Την εποχή εκείνη δούλευα σε ένα club στο Κολωνάκι, που λέγεται Big Apple. Ήμουν σχεδόν στα 25 και δούλευα βοηθός μπάρμαν. Μαζί μου δούλευε ως μπάρμαν ο Κυριάκος Ασλάνογλου ο οποίος παράλληλα ήταν και μοντέλο στο πρακτορείο Vn Models. Τις αρκετές ώρες που δουλεύαμε μαζί, προσπαθούσα και επιχειρούσα να τον βλέπω από διάφορες γωνίες, γεγονός που μου άρεσε πολύ, αφού έτσι ερευνούσα την εικόνα, το φως, τις σκιές και κυριολεκτικά χανόμουν σε αυτήν. Αργότερα γίναμε φίλοι στο facebook, μη χάνοντας έτσι την ευκαιρία να βλέπω συνεχώς τις φωτογραφίες από τις αρκετές φωτογραφίσεις που είχε κάνει, μέχρι που έπεσα πάνω στον φωτογράφο Ερρίκο Ανδρέου. Ο Ερρίκος για μένα ήτανε ο πρώτος φωτογράφος που μελετούσα διαρκώς. Οι πρώτες μου απόπειρες φωτογράφισης έγιναν με φίλους και με συναδέλφους μου στο Big Apple, τους οποίους φωτογράφιζα, αφού προηγουμένως είχα μελετήσει καλά τις φωτογραφίες του Ερρίκου. Ο πρώτος ο οποίος πίστεψε σε αυτό που έκανα ήταν ο Γιώργος Μαλεκάκης, ο οποίος μου άνοιξε και τις πρώτες πόρτες προκειμένου να συνεργαστώ με κάποια πρακτορεία, φωτογραφίζοντας μοντέλα. Συνεργάστηκα με τον Γιώργο, ως βοηθός του για λίγο καιρό, ώσπου έφυγα για την Κατερίνη όπου δούλεψα ως φωτογράφος στην ταινία του Neritan Zinxhiria με τίτλο ”Chamomile”. Γιατί ήθελα να γίνω φωτογράφος; Είμαι απλώς ερασιτέχνης. Αγαπάω την τέχνη. Και αυτό από μόνο του είναι που με σπρώχνει να ασχολούμαι συνεχώς με οτιδήποτε άπτεται της δημιουργίας.

Ιδιαίτερα γνωστές στο ελληνικό κοινό είναι οι φωτογραφίες σου από το “Χαμομήλι”, που απέσπασε το 1º βραβείο του 25ου  Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δρέσδης στη Γερμανία, ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ στο είδος του στην Ευρώπη. Πες μας λίγα λόγια για την έκθεση.

Το Πολιτιστικό Φεστιβάλ υπό την καθοδήγηση της Tefta Bejko διοργανώθηκε στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο Κρήτης κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 2013. Σε αυτό το φεστιβάλ έλαβαν μέρος μετανάστες καθώς και Έλληνες φωτογράφοι και ζωγράφοι. Εκεί παρουσίασα 3 φωτογραφίες μου οι οποίες είχαν τραβηχτεί κατά την διάρκεια γυρισμάτων της ταινίας “Chamomile”, του σκηνοθέτη Neritan Zinxhira.

– Ποια θα είναι τα επόμενα βήματα σου; Τι σκέφτεσαι να κάνεις μετά το Familia Ideale;

Τα επόμενα βήματα ελπίζω να είναι άλματα… (γέλια) Στόχος μου είναι η συνεχής ενασχόληση με την φωτογραφία, το γράψιμο και φυσικά οτιδήποτε άλλο μπορεί να προκύψει ένα πρωινό που περιμένεις το λεωφορείο στην Πατησίων, ένα απόγευμα που περπατάς στο Θησείο ένα μεσημέρι που περνάς από την πλατεία Ομονοίας ή ένα βράδυ που ακούς μια ακόμα είδηση. Αυτό είναι το καλό με τις ιδέες, ξεπηδάνε από παντού και εκεί που δεν το περιμένεις, όποτε… Κεραίες Ανοιχτές, λοιπόν!

Διαβάστε επίσης: Συνέντευξη: “Εύθραυστον” Η Λήδα Καφετζή μιλά στους Cinepivates
Διαβάστε επίσης: Συνέντευξη: Ντίνος Τσέλης – To Punchy

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

7 σκέψεις σχετικά με το “Συνέντευξη: Erion Kovaçi – Familia Ideale

  • Δυνατη συνεντευξη …ωραιος. Ομως δεν ειναι λιγο υπερβολικο που λετε οτι δεν ειχε λεφτα κι απο την αλλη χτυπησε το δαχτυλο και δε μπορουσε να κανει μαθηματα πιανου? Ενταξει, μια μικρη ενσταση κατα τα αλλα πολυ καλο κειμενο και οι αποψεις του σκηνοθετη μου αρεσαν αρκετα

    Σχολιάστε
    • Στέκει λογικά η παρατήρηση σου, όμως δεν νομίζεις ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο; Πρώτα απ’όλα σε ωδεία και μουσικά ιδρύματα γίνονται ακόμα και δωρεάν μαθήματα! Επίσης, η αγάπη για την τέχνη συχνά μπαίνει πιο ψηλά και από το φαγητό. Σου μιλάω εκ πείρας – κι όσοι με ήξεραν ως φοιτητή στη Θεσ/κη θα σου επιβεβαίωναν ότι πολύ συχνά προτιμούσα να μείνω νηστικός για να πάω σινεμά ή να αγοράσω κάποιον δίσκο μουσικής που ήθελα! 🙂

      Σχολιάστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *