ΘΕΜΑΤΑΠρόσωπαΣυνεντεύξεις

Συνέντευξη Δημήτρης Αθανίτης: Invisible

To Invisible (Αόρατος), η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, συμμετείχε στο πρόσφατο 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και τώρα συμμετέχει και στο διαγωνιστικό τμήμα του 28ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Με κεντρικό πρωταγωνιστή τον Γιάννη Στάνκογλου, η ταινία περιγράφει τη ζωή ενός χαμολόμισθου εργάτη, χωρισμένου με παιδί, που απολύεται από το εργοστάσιο που δούλευε. Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, στην Αποθήκη Γ του λιμανιού, την ώρα που έδυε ο ήλιος. Με γυαλιά ή χωρίς, «ορατός ή αόρατος», η νέα του ταινία αποτέλεσε το έναυσμα για μια όμορφη συζήτηση:

athanitis invisible interview 009

– Πώς ξεκίνησε η ιδέα, αυτό το «κινηματογραφικό ταξίδι» όπως το ονομάζετε;

Σίγουρα υπήρχε ένα ερέθισμα με αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, αλλά ξεκίνησα και από κάτι πιο βαθύ, πιο μόνιμο που είναι η δική μου στάση απέναντι σε κάτι που θεωρώ παράλογο: το ότι το σύστημα σου δίνει μία θέση που πρέπει να αποδεχθείς ερήμην σου. Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να υπερβούν αυτό που τους έχει δοθεί. Αυτή η προβληματική υπάρχει στις περισσότερες ταινίες μου. Στη συνέχεια πήγαμε στο πιο συγκεκριμένο: Υπάρχει ένας εργάτης που δουλεύει στον Ασπρόπυργο, απολύεται, κάνει κάποιες προσπάθειες να ξαναμπεί στη δουλειά, αποτυγχάνουν. Επειδή θεωρεί άδικο αυτό που του συμβαίνει -και παράλογα άδικο- γιατί ταυτόχρονα πετιέται έξω από τα πάντα, δεν παραιτείται, αλλά μπαίνει σε μία διαδικασία να αποδώσει δικαιοσύνη ο ίδιος. Και προχωρά σε μία ακραία κατάσταση. Η αντίρροπη δύναμη σε όλο αυτό είναι ότι έχει ένα αγοράκι έξι χρονών που την πιο ακατάλληλη στιγμή η πρώην γυναίκα του το φέρνει και του το αφήνει.

– Υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που σας έδωσε την ιδέα για την ταινία;

Όχι. Σε όλες τις ταινίες υπάρχει κάτι βιωματικό, έτσι το νιώθω εγώ. Πιστεύω υπάρχει ένας παραλογισμός που τον νιώθω ακόμα και εγώ που θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχω μία προνομιακή θέση γιατί κάνω αυτό που θέλω, παρ′ όλα αυτά το αισθάνομαι πολύ συχνά: «Εκεί ανήκεις. Εκεί θα μείνεις». Στη δουλειά, όταν μπορεί κάποιος να πάει παραπέραγιατί να πρέπει να τον αφήσουν σε μία θέση άχρωμη, άοσμη-, ακόμα και αν προσπαθήσει να προχωρήσειTo σύστημα έρχεται να σου υπενθυμίσει «όχι, εκεί θα μείνεις». Ενώ εσύ μπορεί να έχεις άλλες δυνατότητες, δεν λέω για φιλοδοξίες. Από έναν τέτοιο συλλογισμό ξεκίνησα.

invisible aoratos

– Ο ήρωας δεν στρέφεται κατά του ανθρώπου που τον απέλυσε αλλά ενός άλλου, εκείνου που φαίνεται να ελέγχει τα πράγματα.

Είναι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης και είναι αυτός που έχει δώσει την εντολή για τις απολύσεις. Ο άλλος, ο λογιστής είναι απλά διεκπεραιωτής, δεν πήρε ο άλλος την απόφαση. Αυτός έχει πάρει την εντολή ότι κάποιοι πρέπει να φύγουν, όπως λέει και στο τέλος «κάποιος πρέπει να πεθάνει». Ο Ήρωας καταλαβαίνει ποιος είναι ο υπαίτιος. Το θέμα δεν είναι προσωποποιημένο, γι’ αυτό δεν δίνω βάρος στον επιχειρηματία, ούτε τον παρουσιάζω σαν κακό ή σαν καλό. Δεν είναι ότι ο ένας είναι ο άγιος και ο άλλος κακός. Είναι κάτι περισσότερο από τα πρόσωπα, είναι μια κατάσταση.

– Επομένως, ο ένας εκφράζει το κεφάλαιο, ο άλλος την εργατική τάξη;

Ναι, και πέρα από αυτό, είναι μία πλοκή καταστάσεων, δεν είναι προσωπικό το θέμα. Ταινία κάνουμε, δεν μπορεί να είναι κύρηγμα πολιτικό, δεν είναι εφημερίδα ή τηλεόραση. Για αυτό, η ταινία μπαίνει στην ψυχολογία του κεντρικού ήρωα. Παρακολουθεί και τις δράσεις του, αλλά τον παρακολουθεί και στο μυαλό του.

athanitis invisible interview 006

– Δεν παρακολουθούμε τον χαρακτήρα από την αρχή του δράματος, αλλά από την απόλυση που είναι σαν να απασφαλίζεται μία χειροβομβίδα. Ο ήρωας ήδη χρωστάει τρία νοίκια, χρωστάει διατροφή στη γυναίκα του… Γιατί επιλέξατε το σημείο της απόλυσης για να τον παρακολουθήσετε;

Αυτό είναι όντως μια επιλογή, αλλά ήθελα να έχει μια πυκνότητα η ταινία. Να μπούμε κατευθείαν στο σημείο αυτό. Γιατί η ταινία μετά, μπαίνοντας στο μυαλό του και παρακολουθώντας αυτό που συμβαίνει, πάει αλλού. Οπότε ήθελα να ξεκινήσει αρκετά γρήγορα. Μετά βλέπουμε όλες τις ταλαντεύσεις του. Σκέφτεται να το κάνει, αλλά δεν ξέρει. Και στο τέλος δεν είναι σίγουρο αν θα σκοτώσει. Αν ήθελε απλά να τον σκοτώσει, θα μπορούσε να περιμένει κάπου και “μπαμ, μπαμ”, τέλος. Εκεί που τους περιμένει έξω από το σπίτι το αμάξι με τη γυναίκα του, θα μπορούσε να τους έχει σκοτώσει. Αλλά θέλει να του μιλήσει, θέλει να αποδώσει δικαιοσύνη. Θέλει να αισθανθεί ότι υπάρχει, ότι υπάρχει σαν άνθρωπος. Δεν είναι δολοφόνος, ούτε τρελός.

– Στον χαρακτήρα όλοι φαίνεται να μιλούν απαίσια. Η γυναίκα του, οι αστυνομικοί που μπαίνουν είναι υπερβολικοί. Είναι όλοι πολύ σκληροί. Και στο περίπτερο να πάει να πάρει τσιγάρα θα τον βρίσουν. Είναι αυτό που αισθάνεται ο ίδιος ή αυτό που ισχύει;

Και τα δύο είναι, έχετε δίκιο. Είναι και αυτό που αισθάνεται. Ξέρετε γιατί; Είναι αλήθεια το «ενός κακού μύρια έπονται». Όταν σου έρθει το χαστούκι, σου έρχονται απανωτά, ίσως γιατί κάπου πάνω σου γράφεται αυτό το πράγμα και οι άλλοι σε βλέπουν αλλιώς αυτομάτως. Δεν ξέρω εάν έχετε δει κοτέτσι. Είναι κανιβαλιστικό. Όταν το έβλεπα μικρός, μου έκανε τρομερή εντύπωση. Όταν η μία κότα πάθει κάτι, πάνε οι άλλες και την τσιμπάνε εκεί που έχει πληγωθεί. Την τσιμπάνε μέσα κι ας ζούσαν τόσο καιρό ειρηνικά στον ίδιο χώρο. Είναι εντυπωσιακό αυτό το πράγμα.

– Τον κεντρικό χαρακτήρα δεν τον βλέπουμε ποτέ χαρούμενο…

Είναι λίγο χαρούμενος, ίσως όταν πάει να πάρει την μπάλα, ή όταν κάνει τα καλαμπούρια στο εστιατόριο. Χαμογελάει όταν πάει να πάρει τον φίλο του και βλέπει μια οικογένεια -που δεν έχει. Αλλά είναι όντως βεβαρημένος, γιατί βλέπει την οικογένεια του άλλου, κάτι που αυτός δεν έχει.

invisible 6

– Αυτή η ταινία είναι ένα one man show του Γιάννη Στάνκογλου. Πώς δουλέψατε τον χαρακτήρα;

Πιστεύω και εγώ ότι αυτό που κάναμε με τον Γιάννη είναι κάτι ιδιαίτερο, σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα που έχει κάνει. Τον Γιάννη τον ξέρω πολλά χρόνια, τυχαίνει να τον γνωρίζω πολύ πριν γίνει γνωστός. Ο Γιάννης δέχθηκε να βγει από τα κλισέ που μέχρι στιγμής έχει κινηθεί και σαν εμφάνιση και σαν υποκριτική και ήθελε να μπει σε μία περιπέτεια να ξαναψάξει κάποια πράγματα. Γιατί αντικειμενικά, ένας ηθοποιός μετά από κάποιο σημείο, μπαίνει σε κάποια κλισέ. Ο Γιάννης μπήκε στη διαδικασία να ξεκινήσει ξανά να το ψάξει και δουλέψαμε πάρα πολύ. Ο Γιάννης μπήκε στην ταινία ενάμισι χρόνο πριν τα γυρίσματα. Αν ένας ηθοποιός φέρει αυτά που πρέπει για ένα ρόλο, αυτό για εμένα είναι το 80%.

– Μας έκανε εντύπωση το πόσο εύκολα και πειστικά χειρίζεται ο Στάνκογλου τα μηχανήματα, σαν να έχει δουλέψει σε αυτά.

Η ταινία γυρίστηκε σε πάρα πολύ μικρό χρόνο. Σε λιγότερο από τέσσερις εβδομάδες που σημαίνει τεράστιο προγραμματισμό και από εμένα και από τους συνεργάτες μου. Ήταν εντυπωσιακός ο Γιάννης. Ελάχιστοι ηθοποιοί θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που κάνει αυτός. Δεν είναι πλέον θέμα υποκριτικής. Δεν είναι μόνο να μπεις, είναι και αν έχεις και μία σχέση με αυτά τα πράγματα. Ο Γιάννης έκανε τόρνο. Δεν ήταν προγραμματισμένο να κάνουμε γυρίσματα σε αυτόν τον χώρο, αρχικά ήταν προγραμματισμένο να κάνουμε γυρίσματα σε άλλο χώρο. Αλλά για διάφορους λόγους, επειδή δεν είχαμε απόλυτη ελευθερία στο εργοστάσιο, κάποιες σκηνές γυρίστηκαν εκεί. Ο πατέρας μου είχε μηχανουργείο και με το που μπήκα, η μυρωδιά, τα πάντα ήταν οικεία. Ήταν τρομερό το πως μπήκε ο Γιάννης και έψαξε κάθε λεπτομέρεια, μπήκε ένας εργοδηγός, του τα έδειχνε, μάλιστα έκαναν πλάκα ότι στο τέλος θα τον προσλάβουν. Είχε μπει 100% στο ρόλο. Είναι δυνατή σκηνή αυτή που επιστρέφει για να πιάσει δουλειά. Είναι μόνος του, με τα μηχανήματα και παλεύει να κρατήσει τη θέση του. Είναι παράλογο, βέβαια, πια.

athanitis invisible interview 007

– Την απόρριψη τη βιώνει έντονα και το μικρό παιδί που είναι εξίσου «αόρατο»…

Ακριβώς αυτό που λέτε. Το παιδάκι μπαίνει στη ντουλάπα, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο: έχει απορριφθεί και από τους δύο γονείς. Και ήταν πολύ ευτυχής η συγκυρία που βρήκα αυτόν τον μικρό, τον Χρήστο και η διαδικασία είναι η ίδια: Έψαξα πάρα πολλά παιδιά, αλλά μόλις τον είδα, ήξερα. Με όλους τους ηθοποιούς έτσι λειτουργώ, βλέπω στο βλέμμα αν είναι, αν το έχει. Γι’ αυτό μιλάει και τόσο λίγο γιατί δεν χρειάζεται. Λέει τόσα πράγματα με αυτά που κάνει, που μπαίνει στην ντουλάπα μόνο του, που ψιθυρίζει “ο αόρατος άνθρωπος“, που και το ίδιο έχει καταλήξει αόρατο, στα μάτια της μάνας του και του πατέρα του. Για την επιλογή του μικρού χαρακτήρα ήταν πολύ δύσκολο να βρω αυτό που έψαχνα. Γιατί ήθελα ένα παιδάκι που να μένει σε μία «χ» περιοχή, όχι ένα παιδάκι καλοζωισμένο, πρέπει να «βγάλει» κάποια στοιχεία. Και ταυτόχρονα ήθελα ένα παιδί που να μπορεί μέσα από το βλέμμα του να μεταφέρει και τη σχέση και όλο αυτό που ζει: ότι είναι χωρισμένοι οι γονείς του.

Αυτό δεν το έχω πει σε καμία συνέντευξη ή κουβέντα. Με ρωτάνε πολλοί για τον τίτλο. Γιατί αυτός ο τίτλος και γιατί αγγλικά; Ο τίτλος είναι στα αγγλικά, γιατί δεν ήθελα να έχει άρθρο. Αφορά τον ήρωα αόρατο, το παιδί αόρατο -και αυτό το λέμε για πρώτη φορά- αφορά όμως και μια κατάσταση, μια σχέση που είναι αόρατη και αφορά και έναν χώρο. Αυτός ο χώρος εργασίας είναι δίπλα στην Αθήνα και είναι σαν να μην υπάρχει. Και δεν είναι περιθωριακός χώρος, είναι χώρος παραγωγής. Σε αυτό το εργοστάσιο γίνονται ανεμογεννήτριες 100 μέτρων που πάνε Δανία, μιλάμε για μια μεγάλη επιχείρηση. Ο κόσμος που δουλεύει εκεί πέρα και ζει στην πόλη είναι αόρατος, ανύπαρκτος. Και είναι δίπλα μας, στην κυριολεξία.

– Δεν είδαμε ο πατέρας να δείχνει κάποια ιδιαίτερη αγάπη στο παιδί του και στο τέλος έρχεστε να του το θυμήσετε “αγαπούσες το παιδί σου και δεν μπορούσες…”

«…να το εκφράσεις ίσως». Η ταινία έχει μια πυκνότητα που λόγω της ταχύτητας κάποια πράγματα δεν έχεις τη δυνατότητα να τα δεις με την πρώτη φορά. Είναι ωραίο αυτό που παρατηρείτε, γιατί στην αρχή – αρχή, το πρώτο πράγμα που κάνει ο ήρωας είναι ότι ανοίγει την πόρτα του άδειου παιδικού δωματίου γιατί είναι η μέρα που θα έρθει ο μικρός -όπως αποδεικνύεται στην πορεία. Και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι ότι πάει και παίρνει μια μπάλα. Απλά έρχεται το άλλο σαν κεραμίδα και τον εκτροχιάζει.

– Είναι μια ιδιαίτερη περιοχή και αυτή έχει χτυπηθεί και από την κρίση. Πώς ήταν η εμπειρία γυρισμάτων αν σκεφτεί κανείς ότι σε αντίθεση με τις άλλες ταινίες σας αυτή τη φορά βγαίνετε από την πόλη.

Ήθελα να είναι σε ένα βιομηχανικό περιβάλλον. Όντως πρώτη φορά βγαίνω από την πόλη, αλλά η πόλη είναι σαν αντανάκλαση. Δεν είναι επαρχία, ενώ έχει όλα τα χαρακτηριστικά της επαρχίας. Είναι τόσο έντονο το βιομηχανικό στοιχείο, που η πόλη λειτουργεί σαν μία αντανάκλαση. Από την άλλη, υπάρχει ένας ορίζοντας, αυτός ο ορίζοντας της θάλασσας ή του βουνού που είναι και το αντίρροπο απέναντι σε αυτό το σκοτεινό πράγμα που συμβαίνει. Γιατί ο ορίζοντας πάντα είναι μια διέξοδος, μια φυγή, δεν είσαι κλεισμένος -και συμβολικά. Γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι εγκλωβισμένος -αλλά υπάρχει μια διέξοδος.

athanitis invisible interview 004

– Θα μπορούσε να υπάρξει μια ευτυχής κατάληξη για τον ήρωα; Πιστεύετε ότι υπάρχει λύση σε όλο αυτό που ζούμε;

Δεν ήθελα να κάνω κάτι που δεν θα είναι ρεαλιστικό. Θεωρώ αισιόδοξη τη ματιά της ταινίας: είναι ένας ήρωας που αντιδρά, δεν είναι ένας ήρωας που δέχεται χαστούκια και κοιτάζει πως θα φάει λιγότερα, πώς θα κρυφτεί κάπου. Είναι ένας ήρωας που αντιδρά, γίνεται υποκείμενο. Ενώ ξέρει ότι είναι σαφώς ασήμαντος απέναντι σε αυτό που έχει να αντιμετωπίσει. Αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό. Από την άλλη δεν μπορώ να παραβλέψω την πραγματικότητα γύρω μας και να προβάλλω κάτι που δεν ισχύει. Ακόμα και το τελικό φινάλε δίνει ένα άνοιγμα μια υπέρβαση, υπάρχει το παιδί, ίσως σχημάτισε μια άλλη εικόνα για τον πατέρα του. Υπάρχει ένα μέλλον.

– Γενικότερα σαν άνθρωπος είστε απαισιόδοξος;

Είμαι υπερβολικά αισιόδοξος -και αυτό μπορεί να είναι και επικίνδυνο. Η αισιοδοξία πηγάζει πάντα από την αίσθηση της πραγματικότητας. Εάν εγώ πιστεύω ότι είμαι χοντρός, άσχημος, ή με σπυράκια, είναι λάθος να μην κοιτάζω τον καθρέφτη. Το να δούμε ποια είναι η πραγματικότητα, όσο σκληρή και να είναι, είναι το πρώτο βήμα για να είμαστε αισιόδοξοι. Γιατί από εκεί θα ξεκινήσεις να κάνεις αυτό που θέλεις. Όχι παραβλέποντας την πραγματικότητα ή μασκαρεύοντάς την ή φέρνοντάς την στα μέτρα σου.

athanitis invisible interview 003

– Πώς αποφασίσατε να δείξετε και τις σκέψεις του ήρωα, το φαντασιακό κομμάτι;

Το πιο σημαντικό για μένα είναι το κινηματογραφικό ταξίδι. Όταν θα χαθεί η επικαιρότητα του θέματος, το θέμα είναι η ταινία να παραμένει εξίσου δυνατή. Το να παρακολουθείς αυτό που συμβαίνει στο μυαλό κάποιου έχει τρομερό ενδιαφέρον. Χωρίς να αναιρεί, ούτε να αδυνατίζει το πραγματικό. Έρχομαι πάλι σε αυτό που λέγαμε πριν, εάν είναι απαισιόδοξο ή όχι. Ναι, η πραγματικότητα είναι χάλια, αλλά εγώ δεν παραιτούμαι από την διάθεσή μου να παλέψω για όσο μπορώ. Γιατί ο στόχος μου ήταν να κάνω μια ταινία που να σε ταξιδέψει κιόλας.

– Ένα άλλο σημείο που θέλουμε να εστιάσουμε είναι η έντονη αντίδραση του ήρωα όταν πιάνει στα χέρια του το παιχνίδι-όπλο του γιου του. Αν σκεφτεί κανείς μετά πόσο «εύκολα» αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ο ίδιος το όπλο…

Είναι σαν ο μικρός να έχει μπει πολύ πολύ πιο πριν, με έναν έμμεσο τρόπο, στο μυαλό του. Γιατί του έχει περάσει ήδη αυτή η ιδέα. Είναι μία νύξη. Και την αρνείται, δεν θέλει αυτή τη σκέψη. Είναι σαν να βλέπει αυτό το πράγμα που θα του συμβεί και γι’ αυτό γίνεται έτσι ακραίος. Ταυτόχρονα, υπάρχει και το στοιχείο ότι αυτό του το έχει πάρει αυτός και του έχει πάρει τη θέση του. Βλέπουμε πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του παιδιού, με έναν διακριτικό τρόπο. Υπάρχει πάντα η ιστορία του παιδιού, ακόμα και όταν δεν είναι παρόν. Όταν ανοίγει την πόρτα του δωματίου του παιδιού, υπάρχει το παιδί, μέσα από την απουσία του.

– Το να επιλέγετε συνεργάτες που γνωρίζετε επιταγχύνει επίσης τα γυρίσματα;

Ο Γιάννης Φώτου έχει κάνει τη φωτογραφία και ο Σταμάτης Μαγουλάς το μοντάζ, όπως και στην προηγούμενη ταινία μου. Προσπαθώ να ασχολούμαι με κάθε λεπτομέρεια, από τον τελευταίο ήχο μέχρι το τελευταίο μακιγιάζ και τα περισσότερα είναι αποφασισμένα πολύ καιρό πιο πριν. Για το ύφος της φωτογραφίας, ήταν αποφασισμένο, είχαμε κάνει και δοκιμές και με τον Γιάννη Στάνκογλου και είχαμε βρει ποιο θα είναι. Είχαμε ψάξει τους χώρους μήνες πριν για να βρούμε ποιοι θα είναι. Το κάστινγκ ήταν πολύ δύσκολο, δεν με έχει ξαναδυσκολέψει τόσο πολύ. Μου ήταν δύσκολο να βρω τα πρόσωπα. Ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς όμως ανήκει και στους συνεργάτες. Κάναμε όλοι πολύ μεγάλη προετοιμασία, γι’ αυτό μπορέσαμε και την γυρίσαμε πολύ γρήγορα.

athanitis invisible interview 008

– Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολη. Πώς μπορεί ένας σκηνοθέτης να συνεχίσει να κάνει αυτό που αγαπάει μέσα σε αυτή την κατάσταση;

Είναι η ίδια μου η ζωή, δεν το βλέπω σαν δουλειά. Θα το συνεχίσω και το συνεχίζω. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Από τη μία γίνεται πολύ πιο δύσκολο, αλλά από την άλλη αυτή η δυσκολία γίνεται απελευθερωτική, γιατί σε οδηγεί στο να πας κατευθείαν στην ουσία των πραγμάτων. Δεν μπορείς να μένεις στα γύρω γύρω, στη φιλολογία, ή στην καλλιγραφία, σε οδηγεί στην ουσία αυτού που συμβαίνει και αυτού που θέλεις να πεις. Πραγματικά, νιώθω ότι η κρίση είναι απελευθερωτική. Απελευθερώνει δυνάμεις. Η προηγούμενη ταινία μου έγινε με πολύ μικρό μπάτζετ, σε βαθμό που διάφοροι μου έλεγαν ότι δεν γίνεται αυτό που θέλω να κάνω. Αυτή η ταινία έγινε με το 1/3 του προηγούμενου μπάτζετ και όμως τελικά έγινε ΟΚ.

– Έχετε συνεχώς ιδέες;

Ναι, έχω πολλά σχέδια και για τη συνέχεια. Θέλω να κάνω ένα άνοιγμα σε κάτι πιο μεγάλο, με ενδιαφέρει ένα σινεμά ευρωπαϊκού χαρακτήρα που θα μπορούσε να κυκλοφορεί και να αφορά κόσμο και στο εξωτερικό. Μου έχουν πει πολλοί και έτσι νιώθω και εγώ, ότι το Invisible δεν έχει τίποτα το ελληνικό, θα μπορούσε να εκτυλίσσεται οπουδήποτε.

– Όταν λέτε ότι σχεδιάζετε κάτι μεγαλύτερο εννοείτε από άποψη προϋπολογισμού;

Ναι, αλλά όχι μόνο από αυτή την άποψη. Είχα φέρει εδώ ένα σχέδιο που είχε επιλεγεί, ένα road movie με έναν άνδρα και ένα παιδάκι και θα ήθελα να παίζει ένας αναγνωρίσιμος ευρωπαίος ηθοποιός, για παράδειγμα ο Μπαρδέμ ή κάποιος αντίστοιχος. Το αν θα ήταν στην αγγλική γλώσσα, θα ήταν δευτερεύον και θα μπορούσε να βρεθεί. Αυτό που είχα καταθέσει τότε, ήταν ένα road movie από το Ζάγκρεμπ, Θεσσαλονίκη, Αθήνα.

athanitis invisible interview 002

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *