Σινεμά

Ματζουράνα

Στην Ελλάδα υπάρχουν μερικά είδη ταινιών με τα οποία δεν έχουμε αρχίσει να πολυασχολούμαστε. Το ψυχολογικό θρίλερ είναι ένα από αυτά. Είναι θετικό το ότι σιγά σιγά βρίσκονται άνθρωποι να ασχοληθούν με αυτά τα ξεχασμένα είδη, σε μία προσπάθεια να φτιάξουν ένα εμπορικό σινεμά που δεν θα εξαντλείται στην κωμωδία. Η Όλγα Μαλέα ξεκίνησε από την κωμωδία. Προσωπικά, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα του γούστου μου (κυρίως στη Διακριτική Γοητεία των Αρσενικών έχω μεγάλη απέχθεια). Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω το γεγονός ότι θέλει θάρρος να δοκιμαστείς σε ένα είδος διαφορετικό από αυτά που έχεις ήδη συνηθίσει.

Στην ταινία της παρακολουθούμε την 11χρονη Άννα (Μαρία Ρισκάκη): είναι ένα κορίτσι με μία φιλόδοξη μητέρα (Ναταλία Δραγούμη) που την προτρέπει να κερδίσει σε έναν τηλεοπτικό μαγειρικό διαγωνισμό (τύπου Master Chef ας πούμε), στον οποίο η μικρή λαμβάνει μέρος. Ωστόσο, σύντομα η τέλεια μικρή αρχίζει να αυτοτραυματίζεται. Η παιδοψυχολόγος της ταινίας (Γιούλικα Σκαφιδά) υποθέτει ότι πίσω από αυτό κρύβεται κάποιο άλλο, βαθύτερο αίτιο.

Δεν είναι ότι δεν ψιλοφαντάζεσαι τι μπορεί να έχει γίνει ή γιατί η μικρή αντιδρά έτσι. Ως θεατές είμαστε μαθημένοι σε πιο πολύπλοκους γρίφους και αυτός που μας προσφέρει η Μαλέα είναι μάλλον εύκολος. Υπάρχουν στο σενάριο αρκετές “τρύπες”, καθώς και μπόλικες αμήχανες στιγμές. Αυτό που ενοχλεί περισσότερο από όλα βέβαια είναι η τηλεοπτική αισθητική της ταινίας. Νιώθεις σαν να παρακολουθείς ένα τηλεοπτικό προϊόν (να θυμίσουμε ότι η Μαλέα είχε έξι χρόνια να γυρίσει ταινία, ενώ σε αυτό το διάστημα είχε ασχοληθεί με την τηλεόραση) και όχι μία κινηματογραφική παραγωγή.

Είναι κρίμα για μια έμπειρη σκηνοθέτιδα του βεληνεκούς της Μαλέα να προσφέρει τέτοια εικόνα στους θεατές. Δεν βοηθούν και οι ερμηνείες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι αδιάφορες.

Το πρόβλημα είναι ότι η Όλγα Μαλέα δεν ξέρει με ποιο ακριβώς θέμα θέλει να καταπιαστεί, χάνοντας έτσι τον μπούσουλα. Θέλει να φτιάξει ένα ψυχολογικό θρίλερ; Να ασχοληθεί με την παιδική κακοποίηση και τα παιδικά τραύματα; Να κάνει ένα σχόλιο πάνω στα τηλεοπτικά ριάλιτι; Να εξετάσει την σχέση μιας καταπιεστικής μητέρας με την κόρη της; Η αλήθεια έιναι ότι δεν μπορείς καθόλου να καταλάβεις τα κίνητρά της: τη μία τη βρίζει σαν σκουπίδι και την άλλη στιγμή την αποκαλεί το καλύτερο παιδί του κόσμου.

Η Γιούλικα Σκαφιδά κάνει μια αξιοπρεπή προσπάθεια, αν και δεν καταλαβαίνει κανείς για ποιον λόγο φαίνεται να κρύβει και εκείνη τους δικούς της σκελετούς στην ντουλάπα της. Αποτελεί αυτό έναν περιττό περισπασμό από τα όσα συμβαίνουν επί της οθόνης -το ίδιο και με τα υπερβολικά πολλά ταλέντα της μικρής. Η Μαρία Ρισκάκη υπάρχουν στιγμές που δυσκολεύεται να κουβαλήσει έναν ομολογουμένως απαιτητικό ρόλο.

Προσωπικά μου άρεσε το ανοιχτό τέλος που μπορεί να είναι μεν αμήχανο, αλλά αφήνει τη δυνατότητα στον θεατή να φτιάξει τη δική του εκδοχή. Ένα πιο ξεκάθαρο τέλος δεν θα πρόσφερε τίποτα σε μία έτσι κι αλλιώς σχετικά αδιάφορη ταινία.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *