ΘΕΜΑΤΑΠρόσωπαΣυνεντεύξεις

Συναντώντας τον σκηνοθέτη Μαρκ Κάζινς

O σκηνοθέτης Μαρκ Κάζινς ήρθε στο 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που πραγματοποίησε φέτος προς τιμήν του ένα μικρό αφιέρωμα στη δουλειά του. Μεταξύ άλλων, προβλήθηκε το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του, «Είμαι το Μπέλφαστ» (I Am Belfast), που κέρδισε τις εντυπώσεις του κοινού, όντως μια από τις καλύτερες στιγμές του φεστιβάλ.

Αισθανθήκαμε ότι έπρεπε να συναντήσουμε τον σκηνοθέτη -και λάτρη του σινεμά- Μαρκ Κάζινς και να συνομιλήσουμε μαζί του για τις ταινίες του, τον τρόπο που βλέπει τη ζωή και την «δική του» Ιρλανδία. Αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης είναι αυτή η αποκλειστική συνέντευξη που μας παραχώρησε.

cousins-004

Πως αποφασίσατε να γυρίσετε ταινία για το Μπέλφαστ; 

Πρόκειται για την πατρίδα μου και σχεδόν φοβόμουν να το τολμήσω να το κάνω ταινία. Το γνωρίζω τόσο καλά και όταν κάτι το ξέρουμε καλά είναι εύκολο να χαθούμε σε λεπτομέριες και να μην έχουμε μια σφαιρική εικόνα. Έχω γυρίσει ταινίες για τόσες άλλες πόλεις και έφτασα σε μια ηλικία της ζωής μου που αισθάνθηκα έτοιμος να δώσω τη δική μου εκδοχή. Όταν αλληλεπιδράς τόσο έντονα με ένα μέρος, το μέρος αυτό τελικά σε καθορίζει. Πλέον ένιωσα ότι έγινα καλύτερος κινηματογραφιστής, περισσότερο ώριμος συναισθηματικά και επιπλέον τελείωσε και ο πόλεμος των 90’s. Πρόκειται για το τέλος μιας εποχής – ελπίζω.

Πρόσφατα έχουν κάνει την εμφάνιση τους αρκετές ταινίες που μιλάνε για όσα έγιναν, όπως το πρόσφατο ’71. Πιστεύετε ότι ο κόσμος είναι πλέον πιο έτοιμος να μιλήσει ανοιχτά για το ζήτημα; 

Κατά τη διάρκεια του πολέμου είχαν εμφανιστεί αρκετές ταινίες, κυρίως αμερικάνικες παραγωγές, όπως τα “The Rivers”, “Love Across the Barricade”. Τώρα όμως που τελείωσαν οι διαμάχες υπάρχει η απαραίτητη απόσταση και μας δίνεται η ευκαιρία να συνοψίσουμε τι ακριβώς έγινε. Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον στην ταινία «’71» είναι ότι επικεντρώνεται στο παιδί, δεν είναι ακριβώς για το στρατό, είναι πιο πολύ μια ονειρική ταινία. Μια πολύ ωραία ταινία. Πιστεύω το «’71» είναι μια πολύ αμφιλεγόμενη, διφορούμενη ταινία, στοιχείο που μου αρέσει πολύ.

Από την άλλη, εγώ προσπάθησα να κάνω μια ταινία που να μη περιγράφει τα γεγονότα, να μην είναι άλλο ένα κομμάτι δημοσιογραφίας, αλλά για το συναίσθημα, πως είναι το να κοιτάς πίσω σε όσα έγιναν. Αυτό που ήθελα να πω είναι: «Κάναμε πράγματι αυτά τα πράγματα ο ένας στον άλλο; Πραγματικά αλληλοσκοτωθήκαμε με αυτόν τον τρόπο;» Αυτό είναι το στοιχείο που με σοκάρει προσωπικά περισσότερο.

Υπήρχαν όμως μικρά ψήγματα και σε παλιότερες ταινίες, όπως στο “Angela’s Ashes” (Οι Στάχτες της Άντζελα, 1999) ή στο “The General” (Ο Στρατηγός, 1998) …

Όντως, αν και είναι δύσκολο να σκάψεις στο υποσυνείδητο κάποιου πράγματος. Για παράδειγμα, όταν είσαι σε ένα όνειρο κατά τη διάρκεια ενός εφιάλτη, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις το «γιατί». Αυτό είναι και αυτό που προσπάθησα εγώ να κάνω: να βρω ποιος είναι αυτός ο εφιάλτης, αν είμαστε ακόμα μέσα στον εφιάλτη και κατά πόσο αναρρώνουμε από αυτόν, τον ξεπερνάμε και τον αφήνουμε πίσω μας.

Πότε ακριβώς γράψατε το κείμενο που ακούμε στην ταινία, τον διάλογο σας με την πόλη; 

Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου γράφτηκε μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων. Πάντα κινηματογραφώ σιωπηλά. Κατά τα γυρίσματα δεν ηχογραφήσαμε κανέναν απολύτος ήχο.

Ο μεγάλος Φελίνι είπε: «Πάντα να κινηματογραφείς σιωπηλά, και μετά βάλε και το ραδιόφωνο να παίζει από πάνω»! Αυτό έκανα και με την ταινία για το Μπέλφαστ. Έγγραψα τους διαλόγους στο δωμάτιο του μοντάζ.

I am Belfast MARK COUSINS

Πως νιώθετε που γυρνάτε τον κόσμο πηγαίνοντας σε φεστιβάλ, κουβαλώντας την πόλη σας μαζί σας, ή έστω τη δικιά σας εκδοχή της πόλης σας; 

Είναι κάπως σαν να το έχω στην τσέπη μου και απλά να το βγάζω έξω. Αυτό που επίσης κουβαλάω μαζί μου είναι και τον τρόπο που αντιδρούν οι θεατές ανά τον κόσμο όπου προβάλλεται. Για παράδειγμα το κοινό στην Ελλάδα είναι πολύ συναισθηματικό, ενώ σε κάποιες άλλες χώρες, όπως στη Νότια Αγγλία, τη Γερμανία ή κάποιες σκανδιναβικές χώρες ο κόσμος λειτουργεί περισσότερο διανοητικά, πολύ περισσότερο αναλύοντας. Έτσι, αυτό που κουβαλώ τελικά είναι ένα είδος μελοδράματος. Έχει πολύ ενδιαφέρον να μη ξέρω πως θα αντιδράσει το εκάστοτε κοινό.

Ίσως αυτό έχει να κάνει και λόγω του ποιητικού του ύφους; 

Πάντα λέω στον εαυτό μου: Κάνε ποίηση, όχι πρόζα (πεζογραφία)! Πάντα προσπαθώ να κάνω μη αναμενόμενους συνειρμούς, όπως το αλμυρό και το γλυκό, στην ταινία. Και στους κινηματογράφους, αν το σκεφτείτε, πουλάνε ποπ κορν που η γεύση τους είναι ταυτόχρονα και γλυκιά και αλμυρή. Αυτό το βρίσκω μια υπέροχη μεταφορά για τον διχασμό.

Εσείς που θα κατατάσσατε την ταινία σας; 

Για εμένα το «Είμαι το Μπέλφαστ» είναι μια ταινία μαγικού ρεαλισμού.

Μας είπατε ότι θέλατε να κάνετε την ταινία σας σαν τραγούδι του Van Morrison. cousins-002

Ξέρετε ότι ο Van Morrison είναι από το Μπέλφαστ; Αγαπώ όλα τα τραγούδια του, αλλά έπρεπε να διαλέξω ένα και έτσι αυτό έπρεπε να είναι το “It’s all right”.

Όταν κινηματογραφείτε τι είναι αυτό που τραβά το βλέμμα σας; 

Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Νομίζω ότι ψάχνω πάντα για κάτι που δεν έχω ξαναδεί. Έτσι, στην ταινία για το Μπέλφαστ, δεν θα βρει κανείς κλασικές τουριστικές εικόνες της πόλης. Έψαχνα κάτι που δεν είχε ξανακινηματογραφηθεί. Έτσι, όταν έπεσα πάνω στον ξαπλωμένο μεθυσμένο άντρα, ήθελα να μείνει εκεί, όχι απαραίτητα για να κινηματογραφήσω, αλλά περισσότερο για να παρατηρήσω. Ήθελα να δω αν οι περαστικοί θα κοντοσταθούν, αν θα προσπαθήσουν να τον βοηθήσουν ή όχι. Επίσης έξαχνα για το φακό μου μη αναμενόμενες χρωματικές συνθέσεις και συνδυασμούς στα πλάνα μου.

Επίσης χρησιμοποιήσατε συχνά close-ups (κοντινά σε πρόσωπα).

Τα κοντινά είναι κάτι που εφηύρε το σινεμά. Ακόμα και σε ένα πίνακα ζωγραφικής δε μπορείς να πεις ότι εστιάζει κοντινά. Γενικά, δε το χρησιμοποιώ συχνά κι όταν το κάνω θυμάμαι το φιλμ “The Passion of Joan of Arc”! (σ.σ. αναφέρεται στο φιλμ του 1928). Στο «Είμαι το Μπέλφαστ». όμως λάτρεψα το πρόσωπο της πρωταγωνίστριας μου, πιστεύω ότι η Έλενα Μπέριν έχει ένα πανέμορφο, πολύ εκφραστικό πρόσωπο και έτσι ένιωσα την ανάγκη να της κάνω κοντινά πλάνα.

I-am-belfast-0004

Πιστεύετε ότι η ταινία σας απευθύνεται περισσότερο στους Ιρλανδούς ή στον υπόλοιπο κόσμο; 

Ήμουν πραγματικά πολύ ανήσυχος όταν η ταινία μου προβαλλόταν στο Μπέλφαστ. Ονόμασα την ταινία «Είμαι το Μπέλφαστ» και αν δεν άρεσε στους κατοίκους του Μπέλφαστ θα κλόνιζε την αυτοπεποίθηση μου για την ταινία. Με προβλημάτιζε ότι προσπαθούσα να πω κάτι απλό στο τέλος, δηλαδή να βοηθήσουν μια ηλικιωμένη γυναίκα. Αυτό το σημείο τελικά πήγε καλά. Μετά είχε ενδιαφέρον να το δείξω σε μια άλλη κοινωνία, όπως εδώ -στη Θεσσαλονίκη- και να δω την αντίδραση του κοινού. Ήταν πολύ έντονη η αντίδραση. Ο κόσμος το κατάλαβε, ταυτίστηκε, συγκινήθηκε από αυτό. Αν πιστεύετε – όπως εγώ – ότι ανήκουμε στην ίδια φυλή, ότι είμαστε όλοι μαζί σε αυτό σαν ανθρώπινα όντα, έχοντας περισσότερα κοινά από διαφορές, τότε πρέπει να προσπαθούμε να καταλαβαίνουμε τα αισθήματα των άλλων. Με άγγιξε πάρα, μα πάρα πολύ η αντίδραση του κόσμου εδώ. Ήταν πολύ ενθαρρυντικό.

Στο «Είμαι το Μπέλφαστ» έχετε κάποιες σκηνές που παραπέμπουν και στο δικό μας σκηνοθέτη, Θεόδωρο Αγγελόπουλο. 

Πράγματι, ειδικά η σκηνή της κηδείας, είναι μια κοντά εξάλεπτη σεκάνς, χρησιμοποιήσαμε τη μεγαλύτερη οθόνη της Ιρλανδίας, κοντά σαράντα κομπάρσους και τελικά χρειάστηκε να κάνουμε 41 λήψεις. Ήθελα να δημιουργήσω ένα θεατρικό σκηνικό, επειδή είναι το μόνο σημείο στην ταινία που κοιτάνε προς το μέλλον και έτσι ήθελα να δημιουργήσω μια λίγο διαφορετική αίσθηση και το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στον Αγγελόπουλο. Τελικά είχαμε έξι διαφορετικές θέσεις της κάμερας, ξεκινά από το πρόσωπο ενός άντρα, μετά ανεβαίνει λίγο, κάνει το τράβελιν και πάει λέγοντας. Πρώτα έφτιαξα το storyboard και το έδειξα στον Κρις Ντόιλ, το συζητήσαμε και φτάσαμε στο συμπέρασμα να προσλάβουμε 160 έξτρα άτομα για να το πραγματοποιήσουμε. Αλλά και τα γυρίσματα είχαν δυσκολίες, ένα άτομο έπεσε και χρειάστηκε να τον πάμε στο νοσοκομείο. Όμως η κεντρική ιδέα της σκηνής ήταν ο «θάνατος του μίσους» κι έτσι άξιζε τον κόπο που τραβήξαμε.

I-am-belfast-0005

Γιατί πιστεύετε ότι οι άνθρωποι μισούν ο ένας τον άλλο; Είναι ο διχασμός στη φύση μας; 

Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση και πολύ δύσκολη στο να την απαντήσω. Νομίζω η κοινωνική πάλη έχει βαθιές ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές ρίζες. Στη χώρα μου, για παράδειγμα, ένα μέρος της κοινότητας πληρωνόταν λιγότερο, είχε λιγότερη δουλειά κτλ. Πολλοί πόλεμοι στον κόσμο ξεκινούν επειδή άνθρωποι βιώνουν ανισότητες, αλλά ίσως είναι πολύ πιο πρωτόγονο από αυτό. Συχνά οι άνθρωποι είναι τόσο μη ορισμένοι ως ταυτότητες που χρειάζεται να τραβήξουν μια γραμμή και να πουν «Ως εδώ είμαστε εμείς και πέρα από τη γραμμή είναι οι άλλοι». Αν και τα μυαλά μας είναι τόσο εύστροφα σε περίπλοκα πράγματα, η συνειδητοποίηση του ότι είμαστε ζωντανοί μας «γαμάει τον εγκέφαλο» (σ.σ. head-fuck, μας αποσυντονίζει) . Οι εγκέφαλοι μας δεν μπορούν να απορροφήσουν τα πάντα, όλους τους ανθρώπους που συναντάμε, ούτε την ανθρώπινη διάσταση τους. Έτσι φτάνουμε σε ένα σημείο που λέμε: Δε μπορώ να αντέξω αυτόν τον άνθρωπο, ούτε με νοιάζει η ζωή του. Αλλιώς μας πλημμυρίζει η εμπάθεια και η ίδια η συναίσθηση.

Ακόμα και σε ειρηνικές περιόδους οι άνθρωποι τείνουν να διχάζονται, τα παιδιά μιας γειτονιάς τσακώνονται με της διπλανής, οι άνθρωποι φανατίζονται με πολιτικές παρατάξεις ή ποδόσφαιρο.

Αυτό είναι μια πικρή αλήθεια και το έζησα και ο ίδιος μικρός όταν βίωσα bulling στο σχολείο. Θυμάμαι ότι από τότε αναρωτιόμουν γιατί ένα μικρό οκτάχρονο παιδί να παρενοχλείται από άλλα οκτάχρονα παιδιά και να κάνουν τη ζωή του καθημερινά μια κόλαση και μίζερη. Φυσικά, το σκηνικό στα σχολεία πάντα έχει να κάνει με τη δύναμη και το εγώ του καθενός. Εγώ ήμουν λεπτοκαμωμένος και όχι ιδιαίτερα αθλητικός, αλλά ήμουν ευφυές παιδί. Κατά ένα τρόπο ήμουν διαφορετικός και αυτό τους ενοχλούσε. Πολλά παιδιά φοβούνται το διαφορετικό, -εδώ που τα λέμε, πολλοί ενήλικες επίσης!

I-am-belfast-0003

Είπατε ότι ο κοινός πόνος ενώνει τους ανθρώπους. Θα έπρεπε λοιπόν οι Ιρλανδοί να θυμούνται ή θα ήταν προτιμότερο να ξεχάσουν το παρελθόν για να προχωρήσουν μπροστά; 

Αυτό είναι το ερώτημα! Η δικιά μου άποψη θα ήταν να τα ξεχάσουμε όλα, σαν να μην έγιναν ποτέ και να συνεχίσουμε να ζούμε όλοι μαζί ειρηνικά. Αυτό θα ήταν πολύ καλό…

Το πρόβλημα με τον «κοινό πόνο» είναι ότι αν κάποιος υποφέρει μόνος αυτό είναι απαίσιο. Όταν υπάρχουν κι άλλοι που μπορούν να σε καταλάβουν τότε ο πόνος είναι λιγότερος. Όταν όμως αυτό σαν νοοτροπία περνά από γενιά σε γενιά, τότε το θετικό του στοιχείο μετατρέπεται σε αρνητικό. Οι θείοι μου, για παράδειγμα, πέρασαν δύσκολα και δεν μπορούσαν να βρούν εύκολα δουλειές, μόνο και μόνο επειδή ήταν καθολικοί. Η δικιά μας γενιά δεν μπορεί να διαμαρτύρεται πλέον για αυτό, γιατί σήμερα υπάρχουν ξεκάθαροι νόμοι και περιορισμοί. Παρόλα αυτά πολλοί νέοι νιώθουν μέσα τους θιγμένοι και βγάζουν θυμό. Για τους θείους τους ναι, είναι δεκτό, όχι όμως και για τους ίδιους.

Κάνατε και ένα ντοκιμαντέρ για παιδιά (Α Story of Children and Film, 2013).
Πόσο κοντά είστε στα παιδιά και πόσο κοντά νιώθετε στο «παιδί μέσα σας»; 

Αν και δεν έχω δικά μου παιδιά, μου αρέσει πολύ να είμαι κοντά σε παιδιά. Νιώθω ότι εξαναγκαζόμαστε να αποτινάξουμε από πάνω μας την παιδικότητα μας, στο πέρασμα από την εφηβία και μετά στην ενηλικίωση. Είναι μια αλλαγή τόσο μεγάλη όπως της μετάλλαξης από κάμπια σε πεταλούδα. Όμως δεν πιστεύω ότι πρέπει να είναι μια αλλαγή ανεπιστρεπτί. Οι ενήλικοι δεν διαφέρουν τόσο από τα παιδιά, απλά συχνά ξεχνάνε όλα τα καλά στοιχεία που έχουν τα παιδιά: την ανεμελιά, το παιχνίδισμα, τις πλάκες, όλα αυτά τα απλά πράγματα.

Υπάρχει ένα υπέροχο ρητό που λέει: «Δεν σταματήσαμε να παίζουμε επειδή μεγαλώσαμε, μεγαλώσαμε επειδή σταματήσαμε να παίζουμε».

Χθες το βράδυ βρεθήκαμε με κάποιους φίλους για ποτά και μου ήρθε μια τρελή ιδέα: «Ποιος είναι μέσα να κολυμπήσουμε γυμνοί;» Και τελικά αυτό κάναμε, βγάλαμε τα ρούχα μας και πηδήξαμε στη θάλασσα!

story_of_children_and_film-1243x709

Αυτό είναι λοιπόν το μυστικό σας; 

Το να είμαι ενστικτώδης; Ναι. Βέβαια, από την άλλη, όταν δουλεύω παθιάζομαι με την οργάνωση, με τον προγραμματισμό, με τον προϋπολογισμό. Όμως δε χρειάζεται να διαλέξουμε ανάμεσα στο να νιώθουμε παιδιά ή ενήλικες στη συμπεριφορά μας. Γιατί να κρατήσουμε μόνο το ένα από τα δυο; Μπορούμε να είμαστε και τα δυο και να πάρουμε από το καθένα τους όσα μπορούμε περισσότερα.

Τελικά σας μένει ελεύθερος χρόνος; 

Η αλήθεια είναι ότι τρέχω συνέχεια. Κάνω τρείς ταινίες το χρόνο, μόλις τελείωσα τη συγγραφή ενός βιβλίου, ταξιδεύω. Έχω λαχτάρα για ζωή και ατέλειωτη όρεξη για νέες εμπειρίες. Μόλις μου προτάθηκε πρόσφατα να πάω στο Τσέρνομπιλ, είπα αμέσως το «Ναί», μόνο και μόνο επειδή δεν είχα ξαναπάει ποτέ εκεί.

cousins-001Επομένως, τι να περιμένουμε μετά; 

Μόλις ολοκλήρωσα μια ταινία μυθοπλασίας, το «Στοκχόλμη, αγάπη μου» (Stockholm my love), που έχει να κάνει με μια αρχιτέκτονα, στην οποία πρωταγωνιστεί η σπουδαία μουσικός, Neneh Cherry και είναι κατά κάποιο τρόπο μιούζικαλ. Αυτή τη στιγμή έχουμε τελειώσει τα γυρίσματα και πιστεύω θα βγει στις αίθουσες αργότερα μέσα στη χρονιά που διανύουμε. Παράλληλα, γράφω και ένα βιβλίο με τίτλο «Η Ιστορία της Θέασης», κάτι αντίστοιχο με την «Ιστορία του Φιλμ» που έκανα παλιότερα, που αναλύει τον τρόπο που βλέπουμε: σαν παιδιά, σαν ενήλικες, την σχέση μεταξύ της θέασης και της εμπάθειας, το να κοιτάμε έναν πίνακα ή να παρακολουθούμε σπορ… Είναι λοιπόν ένα πολύ φιλόδοξο εγχείρημα. Είναι και πολύ απαιτητικό και δύσκολο, διότι έπρεπε να γράψω για πράγματα και συναισθήματα, όπως το να κοιτάμε τις πόλεις, τον ουρανό, ή μέσα από το τηλεσκόπιο του Κοπέρνικου. Έχει πολύ δουλειά, αλλά το λατρεύω. Μου αρέσει να διευρύνω το μυαλό μου και να καταπιάνομαι με καινούργια πράγματα, με τα οποία δεν έχω ξανασχοληθεί.

Δοθείσης της ευκαιρίας, με τι άλλο ασχολήστε; 

Θα ήθελα πολύ κάποια στιγμή να σχεδιάσω ένα μεγάλο κτίριο. Λατρεύω την αρχιτεκτονική. Επίσης λατρεύω να τριγυρνάω τον κόσμο με ένα μίνι-βαν. Οδήγησα μια φορά από τη Σκωτία μέχρι τη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στο Ιράν και μετά στην Ινδία. Την πρώτη φορά που είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη ήταν με ένα 70’s μίνι-βαν. Επίσης μου αρέσει πολύ να χτυπάω τατουάζ.

Και σε ότι αφορά ταινίες; 

Λατρεύω να βλέπω ταινίες. Έχω παράλληλα και τα δικά μου πρότζεκτ να έρχονται. Όμως ξέρετε μια παροιμία που έχουμε; «Αν ψαρεύεις σε ένα σημείο του ποταμού, αν πιάνεις πολλά ψάρια δύσκολα αλλάζεις σημείο». Είμαι χαρούμενος με το να κάνω της ταινίες μου μαγικού ρεαλισμού, τα ντοκιμαντέρ μου, αυτά με κάνουν ευτυχισμένο, το διασκεδάζω. Δεν θεωρώ ότι θα έπρεπε να πάω στο Χόλιγουντ να κάνω μια μεγάλη ταινία. Πιάνω πολλά «ψάρια» και από αυτό το σημείο που είμαι!

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *