ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Mountain

Mountain-Still4
3popcorn

Το ντοκιμαντέρ Mountain δεν είναι ένα εκπαιδευτικό ντοκιμαντέρ για τα βουνά, αλλά περισσότερο μια αφαιρετική «ελεγεία» στα βουνά. Η σκηνοθέτιδα Τζένιφερ Πίντομ επιστρατεύει τις υπέροχες εικόνες τους και ιστορικά πλάνα αρχείου, την Αυστραλιανή Ορχήστρα Δωματίου και τον Γουίλεμ Νταφόε ως αφηγητή για να μοιραστεί μαζί μας την αγάπη και το δέος της προς τα ψηλά βουνά, την έντονη έλξη που νιώθει ο άνθρωπος όταν τα αντικρίζει και τις προσπάθειες του να τα κατακτήσει.

Με πανέμορφα και εντυπωσιακά πλάνα από βουνά ανά τη γη ο λόγος που ο αφηγητής μας απαγγέλλει στοχάζεται, αναρωτιέται και θαυμάζει. Γυρισμένο στην Ανταρκτική, Αργεντινή, Αυστραλία, Αυστρία, Βολιβία, Καναδά, Χιλή, Γαλλία, Ισλανδία, Ινδία, Ιταλία, Νεπάλ, Νέα Ζηλανδία, Πακιστάν, Παπούα Νέα Γκινέα, Σκωτία, Νότια Αφρική, Ελβετία, Θιβέτ, και ΗΠΑ, θα μας δείξει πάμπολλα από αυτά, με άτακτη όμως σειρά και ανακατεμένα σε ένα μοντάζ που αισιοδοξεί να αποτελεί το κολάζ του κειμένου και όχι το αντίστροφο. Σε αυτή τη λογική παρόλο που παρακολουθούμε όλες αυτές τις βουνοκορφές, αλλά και πάμπολλους αθλητές διάφορων ορεινών σπορ, δε θα αναφερθεί κανένα από αυτά και κανένας ονομαστικά, με μόνη εξαίρεση το πασίγνωστο Έβερεστ, που φιγουράρει στην πρώτη θέση της κατάταξης και μονοπωλεί σε περιπτώσεις το ενδιαφέρον.

Ο ίδιος ο τίτλος είναι «Βουνό» (Mountain) από τη μια μοιάζει υπερφιλόδοξος, από την άλλη φανερώνει το στόχο της Πίντομ να ενώσει όλα τα βουνά σε ένα, ή αλλιώς να μιλήσει για όλα σαν να ήταν μόνο ένα, μοναδικό και μοναχικό βουνό, με τον άνθρωπο να στέκεται στις περισσότερες περιπτώσεις εξίσου μόνος απέναντι του, σε μια συνεχή μάχη αλληλοκατανόησης, έλξης αλλά και φόβου. Η δύναμη της φύσης και το υψόμετρο που κόβει την ανάσα να προβάλλουν ένα μόνιμο κίνδυνο, που πυροδοτούν την αδρεναλίνη και εξάπτουν την περιέργεια και το ανταγωνιστικό πνεύμα στον άνθρωπο. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει ομοιογένεια στο ύφος που πηδά από πανοραμικά ανοιχτά πλάνα σε αρχειακό υλικό και από κει σε σύγχρονους αθλητές και παρά τα μόλις 74 λεπτά διάρκειας του καταφέρνει να κουράσει σε σημεία, ιδιαίτερα με την αργή σταθερή φωνή του Νταφόε και το κείμενο που αναμασά πολλές φορές τα ίδια ερωτήματα, αντί να αφήσει την ίδια την εικόνα να τα απαντήσει.

Jen Peedom (Director)
Η σκηνοθέτης Jen Peedom κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων

Το άλλο κομμάτι που οφείλουμε να σταθούμε είναι αυτό της μουσικής. Με έντονη και συνεχή παρουσία, κυρίως κλασικής μουσικής, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, η μουσική υπερκαλύπτει όλους τους ήχους του βουνού. Σε σημεία μάλιστα, μοιάζει να κοντράρεται με τον αφηγητή και τα ίδια τα βουνά, προσπαθώντας να «κλέψει την παράσταση» το ενδιαφέρον μας, αντί να προσπαθήσει να συνοδεύσει ομαλά το έργο. Είναι σαν να απαιτεί από τον θεατή να παρακολουθεί ταυτόχρονα δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα, τα μάτια την εικόνα και με τα αυτιά τη μουσική και άλλοτε να υπερισχύει το ένα, άλλοτε το άλλο. Ανεξαρτήτως αν σε κάποιον αρέσει ή όχι η κλασική μουσική, είναι σίγουρα ταιριαστή με την περηφάνια και την αιωνιότητα του θέματος, όμως όταν επισκεπτόμαστε ένα μέρος, για παράδειγμα το Θιβέτ ή τη Σκωτία, μια πιο ethnic προσέγγιση μπορεί να βοηθούσε περισσότερο κι όπου το επιχειρεί, με φλογέρες και κρουστά ή γκάιντα, η διαφορά είναι αισθητή.

Στο σύνολο της η ταινία δεν μας δείχνει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, είναι όμως μια ωραία συλλογή υπέροχων εικόνων, ένα κολάζ πολλών επιμέρους βίντεο που θα μπορούσε κανείς να βρει και στο ίντερνετ ή το youtube, παρέα με τα μουσικά ακούσματα της ορχήστρας και μια αφαιρετική, σε σημεία υπνωτιστική αφήγηση που δε προσθέτει ιδιαίτερα κάτι. Προτείνεται μόνο σε όσους θέλουν να χαλαρώσουν και να απολαύσουν τις ωραίες εικόνες του.

 

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *