Νυχτερινό Τρένο για τη Λισαβόνα (και όπου φύγει-φύγει)
Ένας άνδρας συναντά μια μυστηριώδη κοπέλα σε μία γέφυρα στη Βέρνη της Ελβετίας. Ένα βιβλίο που αυτή αφήνει πίσω της τον οδηγεί στην Πορτογαλία, στα ίχνη του συγγραφέα που ταράζει την ύπαρξή του. Εκεί θα αρχίσει σιγά σιγά να συνθέτει το παζλ μιας εποχής περασμένης, της δικτατορίας του Σαλαζάρ.
«Τουριστικά» πλάνα της πόλης, άνθρωποι που για ανεξήγητο λόγο μιλάνε αγγλικά ενώ θα έπρεπε να μιλάνε πορτογαλικά, μυστηριώδης μουσική, ερωτικά τρίγωνα, υπέροχα φωτισμένες γωνίες, ψευτοδιανοουμενίστικα τσιτάτα και η αίσθηση ότι όλο αυτό κάπου το έχουμε ξαναδεί.
Δεν θα καταλάβω ποτέ για ποιο λόγο εν έτει 2013 πρέπει να βλέπουμε Πορτογάλους να μιλούν μεταξύ τους αγγλικά με πορτογαλέζικη προφορά! Όχι ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό της ταινίας. Το μεγαλύτερό της είναι ότι προσεγγίζεται με τρόπο αδιάφορο, σε τέτοιο βαθμό ώστε καταλήγει να μοίαζει με τηλεταινία.
Από τις ταινίες που αρέσκονται στα δράματα, τα μυστήρια και τις μεγαλόστομες ατάκες των πρωταγωνιστών που καθόλου δεν προσομοιάζουν με αληθινή ζωή.
Ευτυχώς που υπάρχουν κάποιες ερμηνείες που σώζουν την κατάσταση: ο -για πρώτη ίσως φορά- συμπαθής Τζέρεμι Άιρονς, o Μπρούνο Γκαντς, ο Κρίστοφερ Λι και πάνω από όλα ο Τζακ Χιούστον-Αμαντέου που δεν τον είχαμε σε πολύ εκτίμηση, αλλά τα βγάζει πέρα μια χαρά με τον ρόλο.
Κρίμα που μια άγνωστη -και σημαντική- σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας καταλήγει να παρουσιάζεται με τρόπο ακαδημαϊκό από τον Δανό σκηνοθέτη Μπίλι Όγκαστ (Το Σπίτι των Πνευμάτων).