ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί

three-half-popcorn

Δύο εκλεπτυσμένα βαμπίρ, ο Αδάμ και η Εύα δεν μπορούν ακριβώς να ταιριάξουν στον σύγχρονο κόσμο. Εκείνη μένει στην Ταγγέρη, εκείνος στο Ντιτρόιτ. Και οι δύο ασχολούνται με τη μουσική, τα βιβλία, την επιστήμη, την τέχνη γενικά. Ξανασμίγουν, αλλά δεν είναι σίγουροι πώς θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στον σύγχρονο κόσμο που τους προκαλεί σύγχυση.

Ο Τζάρμους έφτιαξε ένα έξυπνο παιχνίδι με το βαμπιρικό μύθο. Στην ταινία «ζόμπι» αποκαλούνται οι άνθρωποι που καταστρέφουν κάθε τι ωραίο στο διάβα τους. Οι βρυκόλακες, από την άλλη, είναι πλάσματα που έχουν μείνει εδώ και πολύ καιρό στον κόσμο και ξέρουν να αγαπούν την τέχνη και τα ωραία πράγματα.

Η ταινία μοιάζει περισσότερο ως ένας ερωτικός ύμνος του Τζάρμους σε αυτά που αγαπάει: στις μουσικές, στα βιβλία, στο βινύλιο, στις κιθάρες, στην αυθεντικότητα, στην ανεξαρτησία, παρά μια ταινία για βρυκόλακες. Χρησιμοποιώντας, πάντως, αυτό το είδος, ο σκηνοθέτης κάνει και ένα σχόλιο πάνω στην εξάντληση του θέματος από πλήθος νεανικών ταινιών, ανανεώνοντας το είδος.

Οι δύο πρωταγωνιστές του είναι απόλυτα ταιριαστοί (Τίλντα Σουίντον και Τομ Χίντλεστον σε μεγάλα κέφια). Μάλλον παράταιρη μοιάζει η παρουσία της αδελφής- Μία Γουασικόφσκα, καθώς αυτά που συμβαίνουν -ή που μάλλον δεν συμβαίνουν, λίγο-πολύ τα περιμένεις. Ίσως η κάμερα να έπρεπε να μείνει με τους εραστές.

Ο Τζάρμους κινηματογραφεί υπέροχα νυχτερινά πλάνα -αρχίζοντας από το στριφογύρισμα της έναρξης- και δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό, καθώς αυτή είναι μία ταινία για πλάσματα της νύχτας που παλεύουν ενάντια στο ένστικτό τους.

Τελικά να τη δω;

Η ταινία του Τζάρμους δεν είναι θρίλερ και σε αυτήν δεν συμβαίνει ουσιαστικά τίποτα ιδιαίτερο. Αποτελεί έναν ύμνο σε μουσικές, βιβλία, στη μορφή τέχνης και επιστήμης και σε έναν πιο νωχελικό και μελαγχολικό τρόπο ζωής που έχουμε ξεχάσει. Και μόνο αυτός ο ύμνος στην τέχνη αξίζει.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Μια σκέψη για το “Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *