ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Passengers

passengers-002

three-half-popcorn

Διαστημικό δράμα, με ολίγο ρομάντζο και περιπέτεια, είναι η νέα ταινία του Nορβηγού Μόρτεν Τίλνταμ (Imitation Game, Headhunters), όπου πρωταγωνιστούν ουσιαστικά δυο ηθοποιοί, ο Κρις Πρατ και η Τζένιφερ Λόρενς, ως οι μόνοι ξύπνιοι επιβάτες ενός διαστημόπλοιου, προς νέο προς αποίκιση πλανήτη. Την παρέα συμπληρώνει ο Μάικλ Σιν ως ρομπότ μπάρμαν και ο Λόρενς Φισμπερν κι ο Άντι Γκαρσία σε μικρότερους ρόλους.

Ουσιαστικά όμως πρωταγωνιστές στην ταινία είναι τα υπέροχα σκηνικά και εφέ. Έχει γίνει τόσο καλή δουλειά που πραγματικά χάνεσαι στην εικόνα της, στα δωμάτια και τους χώρους του διαστημόπλοιου.

H εικόνα έρχεται να προστεθεί στην υπόκωφη ένταση που απορρέει από την υπόθεση, αυτού του τεράστιου και υπερπολυτελούς, αλλά άδειου από ζωή, διαστημόπλοιου, που κυλάει αργά προς το προορισμό του, μοιάζοντας ακυβέρνητο, καθώς πλήρωμα και επιβαίνοντες βρίσκονται κατεψυγμένοι σε κάψουλες, σε βαθύ ύπνο. Όλα όμως είναι προγραμματισμένα, ο αυτόματος πιλότος ακολουθεί πιστά την πλοήγηση της πορείας και τα μηχανήματα έχουν τον απόλυτο έλεγχο. Μέσα σε αυτό το αποστειρωμένο από ζωή περιβάλλον, ένας αστάθμητος παράγοντας, ένα μη υπολογίσιμο μαθηματικά περιθώριο λάθους, τοποθετεί έναν ζώντα παρατηρητή, για να μελετήσει την μοναξιά, την ανάγκη κοινωνικής συναναστροφής, της συντροφικότητας, του νοήματος της ζωής γενικότερα.   

Η ταινία άτυπα, χωρίζεται θεματικά σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος, στο οποίο από τεχνική δυσλειτουργία ξυπνά ο χαρακτήρας του Κρις Πρατ, 90 χρόνια νωρίτερα από όσο έπρεπε. Αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ώσπου να φτάσει το διαστημόπλοιο στον προορισμό του αυτός θα έχει πεθάνει από γηρατειά, αν όχι νωρίτερα από πλήξη! Εδώ έρχεται και το πρώτο μεγάλο δίλημμα, αν δηλαδή θα επιλέξει να ξυπνήσει κι άλλους ή να μείνει μόνος του. Στο δεύτερο μέρος κάνει την εμφάνιση της η Τζένιφερ Λόρενς, και μαζί και το στοιχείο του ρομάντζου. Σαν να μπαίνει η Εύα στον παράδεισο-φυλακή του Αδάμ. Τα πρώτα αυτά δυο μέρη είναι σαφώς πιο ενδιαφέροντα, ενώ παραπέμπουν από το Solaris και το Moon μέχρι και το τηλεοπτικό the Last Man on Earth. Το τρίτο μέρος, λιγότερο ατμοσφαιρικό, ζηλεύει λίγο το Gravity και εισάγει το στοιχείο της περιπέτειας, καθώς κάτι συμβαίνει με το διαστημόπλοιο, οι ζωές όλων των επιβαινόντων είναι σε κίνδυνο και ίσως τελικά υπάρχει λόγος που ξύπνησαν.

Ενώ λοιπόν στο μεγαλύτερο μέρος του υπηρετεί επάξια το σινεμά του είδους, στο τέλος μας τα χαλάει αλλάζοντας ρότα και σε αυτό το σημείο διαφοροποιείται για παράδειγμα από το Arrival του Ντένις Βιλνέβ, που σε αυτό το στοιχείο είναι συνεπές από την αρχή ως το τέλος.

Η ταινία έχει πολλά θέματα για τα οποία θέλει να μιλήσει και διλήμματα να θέσει για την ανθρώπινη φύση. Ενώ ο ρυθμός της ίσως φανεί αργός σε ορισμένους, πάλι κάποια σημεία φαίνεται να τα περνά σχετικά γρήγορα. Αν κάτι φαίνεται να την «αδειάζει» όμως περισσότερο είναι το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Παρόλο που οι δύο σταρ είναι λαμπεροί ως παρουσίες, δεν επιδιώκουν να δώσουν το κάτι παραπάνω στους ρόλους τους -τουλάχιστον σε σχέση με αυτά που μας έχουν συνηθίσει ή με τις δυνατότητες που τους δίνει το σενάριο. Το να μονοπωλεί σε χρόνο ένας ηθοποιός τον φακό, είναι ταυτόχρονα μεγάλη πρόκληση αλλά και παγίδα. Δίνει τη δυνατότητα για σπουδαίες ερμηνείες, όπως του Τομ Χανκς στο «Ναυαγό», του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο «Όλα Χάθηκαν» ή στο δίδυμο Ντάνιελ Ράντκλιφ / Πολ Ντάνο στο «Swiss Army Man». Στο Passengers όμως τόσο ο Κρις Πρατ όσο και η Τζένιφερ Λόρενς απέφυγαν να ριψοκινδυνεύσουν ή να τσαλακώσουν λίγο την εικόνα τους. Στην προσέγγιση των ρόλων το βάρος πέφτει περισσότερο στον αισθησιασμό, στο ερωτικό στοιχείο, χάνοντας κατά τη γνώμη μου μια μεγάλη ευκαιρία.

Όσον αφορά ένα παράπλευρο ερώτημα που άκουσα από κάποιους, για το αν θα μπορούσε ή όχι το ζευγάρι να αποκτήσει παιδιά. Μη ξεχνάμε τη συνθήκη ότι θέλουν κοντά 90 χρόνια να φτάσουν στον πλανήτη, στόχο. Ποιο το νόημα να κάνουν παιδιά, τα οποία όταν θα έφτανε το διαστημόπλοιο θα ήταν 88 χρονών και θα ήταν καταδικασμένα να ζήσουν μια ζωή μόνα τους;

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *