Αυτός ο λεπτός, ξανθός κύριος
Για να είμαι ειλικρινής, όσο παρακολουθούσα την υπέροχη ταινία του Bertrand Bonello με τίτλο SAINT LAURENT, τη συνέκρινα νοερά με την έτερη ταινία, αυτή του Lespert για τον μεγάλο σχεδιαστή (αμφότερες του 2014), αλλά τελικά παραδόθηκα στη στυλάτη ομορφιά της και δε χόρταινα τις, γι’ άλλη μια φορά, έξοχες ερμηνείες, τα κοστούμια, και γενικά την αναβίωση της ατμόσφαιρας, του περιβάλλοντος και ιδίως του ευφυούς και ταλαντούχου πλάσματος που ήταν ο Υβ Σεν Λωράν. Για εκείνη είχα γράψει πως πρόκειται περί κομψοτεχνήματος, αντάξιου του σχεδιαστή. Αυτή εδώ είναι ακόμα καλύτερη. Ο Gaspar Ulliel ΕΙΝΑΙ ο Λωράν, η φυσιογνωμική ομοιότητα που έχει επιτευχθεί με το μακιγιάζ,κομμώσεις, κοστούμια είναι η είσοδος, το μέσο για να εισχωρήσει στον ταλαιπωρημένο ψυχισμό αυτού του ανθρώπου-θρύλου και να μας χαρίσει μία εξαίρετη ερμηνεία, η οποία συγκρινόμενη με την επίσης εξαιρετική ερμηνεία του Niney δίνει πολύ ενδιαφέροντα πορίσματα: για το πόσο ευαίσθητος, ιδιοφυής, δουλευταράς και εν τέλει “καταραμένη” προσωπικότητα ήταν ο Υβ Σεν Λωράν, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες άλλωστε, και για την ανάδειξη και στις δυό περιπτώσεις -μέσω των εξαιρετικά πειστικών ερμηνειών του Renier εδώ και του Gallienne στην άλλη ταινία- της βαθιάς αφοσίωσης, αγάπης και ανοχής που έτρεφε ο Μπερζέ για τον σύντροφο και συνεργάτη του.
Η ταινία του Bonello προβάλλει ισομερώς θα έλεγα τον σχεδιαστή και τον χώρο εργασίας του, και τον ιδιωτικό βίο του- αυτό το ναρκισσιστικό, εξαρτημένο από ναρκωτικές ουσίες και ομοφυλοφιλικό πλαίσιο στο οποίο ο Λωράν έμοιαζε ν’απελευθερώνεται. Και σ’αυτόν ειδικά τον τομέα η ταινία αποδεικνύεται πιο τολμηρή απ’του Lespert, όχι μόνο για τον προφανή λόγο της έκθεσης της σεξουαλικότητας του σχεδιαστή, όσο και λόγω της παρουσίασης κάποιων περιστατικών, για τα οποία πολύ θα ήθελα να ξέρω αν αληθεύουν και πως αντέδρασαν οι οικείοι του σχεδιαστή εν όψει της δημοσιοποίησής τους (απόπειρα δολοφονίας του Πιέρ Μπερζέ φερειπείν, απ’τον σχεδιαστή, ο οποίος ήταν μάλλον υπό την επήρεια κρίσης, ή ο θάνατος του σκύλου του από υπερβολική δόση ναρκωτικών!).
Ο Bonello δεν διστάζει να μας δείξει έναν κατά βάθος σκληρό με τους υπαλλήλους του (η ανάμικτη στάση φόβου και σεβασμού ενώπιόν του είναι αποπνικτική, και οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τους ρόλους απολαυστικοί, ιδιαίτερα ο Micha Lescot), απόμακρο, εντελώς στην κοσμάρα του (είναι χαρακτηριστική η ατάκα της μητέρας του: “Δεν έχεις καμία επαφή με την πραγματικότητα”), εξαρτημένο απ’τα χάπια και προσηλωμένο στην ομορφιά πανέμορφο νεαρό μόδιστρο, και την σκληρή χωρίς ωράρια δουλειά που συνεπάγετο το ταλέντο του.
Σε μια καταπληκτική σκηνή όπου ο Λωράν επιβλέπει και συμβουλεύει την κυρία Ντιζέρ στο ντύσιμό της (ΥΠΕΡΟΧΗ η Valerie Bruni Tedeschi), της εξομολογείται πως “δεν έχω πια ανταγωνισμό. Αυτό είναι το δράμα μου. Δημιούργησα ένα τέρας και τώρα πρέπει να ζήσω μ’αυτό”. Ο τρανός σχεδιαστής, παγιδευμένος στο καλό όνομα που δημιούργησε με τη δουλειά του, ήταν καταδικασμένος να διατηρεί αλλά και να ξεπερνάει τον υψηλό πήχη που είχε θέσει. Υψηλή ραπτική έκανε άλλωστε.
Υπάρχει ένα σημείο που με προβλημάτισε πολύ: το πλάνο είναι χωρισμένο στα δύο, αριστερά προβάλλονται εικόνες αρχείου απ’τα γεγονότα του 1968 στη Γαλλία και όχι μόνο, και δεξιά εικόνες απ’τις κολεξιόν του Λωράν χρονικά αντίστοιχες με τα γεγονότα. Έχω την εντύπωση ότι αυτά τα πλάνα λένε πολλά, ο Bonello μας λέει πολλά για το ποιόν του σχεδιαστή, θετικά ή αρνητικά δεν ξέρω, εξαρτάται απ’ το ποια θέση παίρνει κανείς: του ανθρώπου που έχει γνώση της περιρρέουσας πραγματικότητας, ή αυτού που ζει κι εργάζεται μένοντας πεισματικά στην κοσμάρα του; Αξίζει κράξιμο άραγε ο καλλιτέχνης , εν προκειμένω ο Λωράν, αν παραμένει αφοσιωμένος στην τέχνη του κι ας γίνονται κοσμοϊστορικές αλλαγές δίπλα του οι οποίες σε τελική ανάλυση θέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκεί την τέχνη του; Αυτός που ιδιωτεύει , αυτός που ζεί πάντα εκτός της καθημερινότητας αλλά δημιουργεί, αξίζει την χλέυη ή τον θαυμασμό μας;
Η ταινία του Bonello (ο ίδιος εμφανίζεται σε ρόλο δηομοσιογράφου της Liberation στο φινάλε), με τις εξαιρετικές ερμηνείες και απ’ το υπόλοιπο καστ (βλ. τις φοβερές Lea Seydoux και Aymeline Valade που υποδύονται τις Λουλού ντε λα Φαλέζ και Μπέτι αντιστοίχως ) μας θυμίζει με πολύ στυλάτο τρόπο μιαν αλήθεια που λησμονούμε μέσα στον θαυμασμό μας : το περιττό για να το δημιουργήσεις απαιτεί σκληρή δουλειά και ταλέντο. Πίσω από κάθε υπέροχο κοστούμι/φόρεμα κ.λ.π. που σχεδίασε ο θρυλικός μόδιστρος κρύβονται ατέλειωτες ώρες δουλειάς του ίδιου, αλλά κυρίως των ανθρώπων που ζωντάνευαν τις ιδέες του στα υφάσματα, προσωπικά δράματα, άγχη και οι δαίμονες που συχνά σπάραζαν τον λεπτεπίλεπτο σχεδιαστή.
Το εξόχως δημιουργείν απαιτεί βαρύτατο τίμημα.