20ΦΝΘ: Ο Χρήστος Καπάτος μάς μιλά για τη Φωνή του Αντώνη
Ένα από τα ελληνικά ντοκιμαντέρ που ξεχωρίσαμε στο 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ήταν «Η Φωνή του Αντώνη», το τρυφερό ντεμπούτο του Χρήστου Καπάτου. Ο σκηνοθέτης ξεκίνησε να κινηματογραφεί τη ζωή της οικογένειας του για κάποια χρόνια, ύστερα από προβλήματα υγείας του πατέρα του, ο οποίος μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο απέκτησε σοβαρή δυσκολία ομιλίας. Το ντοκιμαντέρ απέσπασε, μάλιστα, βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη του Ελληνικού Προγράμματος, ένα βραβείο που απονέμει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ).
Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη και μιλήσαμε μαζί του για τη δημιουργική διαδικασία και την προσωπική πτυχή του πρότζεκτ.
Επιχείρησες να κινηματογραφήσεις τη δική σου οικογένεια. Από τη μία αυτό έχει το θετικό ότι το θέμα σου είναι εύκολα προσβάσιμο, από την άλλη ανοίγεις μια πόρτα στην προσωπική σου ζωή. Το φοβήθηκες αυτό;
Αυτή είναι μια ερώτηση που μου την κάνουν συχνά και είχα τον χρόνο να την σκεφτώ. Πολλοί με ρωτάνε “πώς το κάνεις;” Για μένα ήταν ενστικτώδης η απόφαση. Δεν προσχεδιάστηκε ποτέ. Όπως ενστικτώδης είναι και η φωτογραφία μου -γιατί «η Φωνή του Αντώνη» ξεκίνησε ως φωτογραφικό πρότζεκτ. Αν δει κανείς τη φωτογραφική μου δουλειά από το δρόμο, είναι αυτοαποτύπωση στιγμών την ώρα που γίνονται. Είναι κάτι που θα μου τραβήξει την προσοχή και θα το φωτογραφήσω για να το κρατήσω και να το εξετάσω ενδεχομένως καλύτερα – αν μιλήσουμε για μια φιλοσοφική προέκταση του γιατί φωτογραφίζουμε.
Είχε ήδη ξεκινήσει το πρότζεκτ πριν αποφασίσεις να γίνει ταινία;
Ναι. Ήταν μια ανάγκη διαφορετικής αφήγησης το γεγονός ότι από φωτογραφικό πρότζεκτ μετατράπηκε σε κινηματογραφικό. Φωτογραφικά το δουλεύω εδώ και 8 χρόνια περίπου και συνεχίζεται ακόμα, είναι ουσιαστικά ένα άλμπουμ της οικογένειάς μου. Και η κινηματογράφηση με τον ίδιο τρόπο έγινε, είναι αναμνηστικά όλα αυτά. Κάθε πλάνο που είναι στην ταινία, όταν το δω μεμονωμένο, αποτελεί ένα πανέμορφο οικογενειακό κειμήλιο.
Άρα για μας είναι ταινία, για σένα είναι παράλληλα και κάτι σαν home video;
Πραγματικά. Στην πρεμιέρα διαπίστωσα κάτι που δεν το είχα καταλάβει. Ο κόσμος που βλέπει την ταινία σού δίνει ουσιαστικά και τον παλμό της ταινίας. Εγώ πίστευα ότι η ταινία μου είναι «βαριά», ότι θα κουράσει, θα στεναχωρήσει, θα κάνει τον κόσμο να δακρύσει. Αντίθετα, ο κόσμος γέλασε πολύ, δυνατά, συνδέθηκαν, βρήκαν τους γονείς τους μέσα σε αυτό. Μού άρεσε πολύ η ανταπόκριση του κοινού. Ο κινηματογράφος, το υλικό που έχεις τραβήξει, έχει μια δυναμική από μόνο του, δεν μπορείς να του επιβληθείς. Η ταινία έχει γίνει την ώρα που την τραβάς. Ναι μεν το μοντάζ είναι πολύ σημαντικό, αλλά όταν γίνεται με ειλικρίνεια κάτι, τότε θα έχει γίνει σωστά, θα υπάρχει καταγεγραμμένο το υλικό και δεν θα σε αφήσει να κάνεις αυτό που θες. Μοντάραμε έναν χρόνο, αυτό που δείξαμε είναι το δέκατο cut… από 110 ώρες υλικού βγάλαμε ουσιαστικά δέκα διαφορετικές ταινίες.
Πώς έκανες την τελική επιλογή για το τι θα μπει;
Όσο τραβούσα το υλικό και μόνταρα μεμονωμένες σκηνές -κάποιες είναι μονταρισμένες από εμένα από την εποχή που τραβήχτηκαν, 4 χρόνια πριν για παράδειγμα- ανακάλυπτα τον εαυτό μου και την οικογένεια. Ήταν μια διαδρομή αυτογνωσίας. Ακόμα και τώρα είναι αυτογνωσία, συγκινούμαι κάθε λεπτό, εδώ που είμαι. Είχα πάει στην εκπομπή του Αντώνη Κανάκη προχθές και μιλούσα για την ταινία και χαιρέτισα τους γονείς μου. Μετά τους μίλησα και μου είπαν ότι αισθάνθηκαν πολύ όμορφα και ότι με χαιρετούσαν και αυτοί. Για μένα αυτή η εικόνα, να φαντάζομαι τους γονείς μου μπροστά στην τηλεόραση να με χαιρετάνε, ήταν πολύ όμορφη. Ένιωσα ότι τους έκανα ένα δώρο αγάπης. Είναι πολύ σημαντικό εδώ, να σημειώσω ότι δεν έχει καθοδηγηθεί τίποτα στο ντοκιμαντέρ. Δεν τους έχω βάλει να κάτσουν πουθενά. Ξέρω που κάθονται και ανάλογα έστηνα την κάμερα. Πολλά από αυτά που έχουν προκύψει είναι ενώ η κάμερα έχει στηθεί και τραβάει περίπου μία ώρα και μέσα σε αυτό το διάστημα γίνεται κάτι που βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ. Όπως στη σκηνή που ο Αντώνης σηκώνεται και του πέφτει το μικρόφωνο και μπαίνω εγώ να του το φορέσω, είχαμε μεγάλο άγχος να το κόψουμε, αλλά να μη χαθεί το κωμικό στοιχείο. Τελικά αποφασίσαμε με τον μοντέρ Στάμο Δημητρόπουλο ότι δεν χρειάζεται. Είναι και αυτό μέρος της ταινίας.
Πώς είναι τώρα η υγεία του πατέρα σου;
Σταθερή, όπως φαίνεται και στην ταινία.
Συχνά όταν αναφέρεσαι στον πατέρα σου λες «ο Αντώνης», λίγες φορές λες «ο μπαμπάς». Με την ταινία έχει γίνει και κάτι άλλο;
Ναι, έχουμε γνωριστεί. Ο μπαμπάς μου είχε μαγαζί στη Λαχαναγορά…
…Αλήθεια; Και ο δικός μου.
Επομένως ξέρεις τι σημαίνει αυτό. Ο πατέρας μου ήταν ένας σκληρός άνθρωπος που δούλευε νύχτα, ένας άνθρωπος που δεν ήταν ποτέ κοντά στο παιδί του. Δεν θυμάμαι τρυφερές στιγμές με τον μπαμπά μου όταν ήμουν μικρός. Ήταν απών. Τα τελευταία χρόνια έχουμε γνωριστεί και έχουμε αναπτύξει μια τρομερή σχέση. Τώρα έχει γίνει ένα πολύ διαφορετικό πλάσμα, ευαίσθητο, που γράφει ποιήματα -έχω συγκεντρώσει ένα τεράστιο υλικό που θα εκδοθεί κάποια στιγμή-, διαβάζει φιλοσοφία -βρήκε ένα βιβλίο που είχα από το σχολείο, το ξεφύλιζε, κρατούσε σημειώσεις. Του αγόρασα ένα βιβλίο του Επίκουρου. Και πλέον ο Αντώνης γράφει ποίηση και διαβάζει Επίκουρο, συγκινείται με πράγματα που δεν θα περίμενες. Είναι μια νέα μορφή οικογένειας γιατί είναι και η σύντροφός μου μαζί μας, έχουμε πλέον εμείς έναν γονεϊκό ρόλο απέναντι στους γονείς, δεν υπήρχε το ενδιάμεσο που φεύγει ο νέος, πετυχαίνει στη δουλειά του, αλλάζει σπίτι και κάποια στιγμή θα πάρει τους γονείς του και τα εγγονάκια και θα πάνε στην ταβέρνα την Κυριακή. Αντίθετα, προσπεράσαμε το -στεροτυπικό κατ’ εμέ- του δυτικού τρόπου ζωής, γυρίσαμε στη φάση που οι γονείς έχουν μεγαλώσει αρκετά και έχουν πάει στο σπίτι των παιδιών να φιλοξενηθούν. Δηλαδή το πατρικό μου έχει γίνει το δικό μου σπίτι. Όπως ήταν η Ελλάδα πριν από 50 χρόνια. Και δεν είναι για οικονομικούς λόγους, είναι από επιλογή. Γύρισα στο πατρικό από οικονομικούς λόγους -παράτησα τη δουλειά μου και έκανα μια στροφή στην φωτογραφία και εξελίχθηκα εύκολα. Μετά από λίγο θα μπορούσα να φύγω αν ήθελα, αλλά έμεινα από επιλογή.
Άκουσα ότι είχες και κάποιο ατύχημα…
Δούλευα από μικρός από ναυτιλιακές εταιρείες, μετά συνεργάστηκα με έναν φίλο μου που έκανε βιντεοκλίπ -από εκεί μού είχε μείνει η λόξα με το βίντεο. Είχα ένα ατύχημα με τη μηχανή και έμεινα τρία χρόνια εκτός. Μετά όταν ξανασηκώθηκα είχα χάσει την «ευκαιρία». Στη λεγόμενη showbiz όταν μείνεις για λίγο εκτός, μετά τα πράγματα είναι δύσκολα. Χρησιμοποίησα τότε το παλιό μου βιογραφικό, πήγα σε μια μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία με πολύ καλό μισθό, αλλά άντεξα σχεδόν ένα χρόνο. Καθισμένος στο κρεβάτι σχεδόν τρία χρόνια, έχοντας κοντέψει να χάσεις τη ζωή σου βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά. Έπαψαν να με ενδιαφέρουν όσα είναι δήθεν. Ξαφνικά στα 36 μου είπα ότι θέλω να γίνω επαγγελματίας φωτογράφος, να ασχοληθώ με τη φωτογραφία και να ζω από αυτό. Και το έκανα. Μέσα σε δύο χρόνια μπορούσα να ζω από τη φωτογραφία. Το ατύχημα με βοήθησε να φτάσω εδώ που είμαι.
Εκείνη την περίοδο φαντάζομαι θα σε βοήθησαν πολύ οι γονείς σου;
Πολύ.
Άρα τώρα που σε χρειάζονται και αυτοί έχεις έναν λόγο παραπάνω να προσφέρεις;
Όχι, δεν το βλέπω καθόλου έτσι. Είναι ενστικτώδες όλο αυτό. Αναπτύχθηκε μια σχέση όπου το να είμαι εκεί είναι ενστικτώδης αντίδραση. Δεν νιώθω υποχρέωση και δεν θα έπρεπε να υπάρχουν τέτοια συναισθήματα στις ανθρώπινες σχέσεις γιατί τότε δεν θα είναι υγιείς και αυτό θα «κλωτσήσει» κάποια στιγμή. Ευτυχώς, μέσα από τις ατυχίες της ζωής μάθαμε να είμαστε ειλικρινείς, να μιλάμε για τα πάντα, να είναι όλα ξεκάθαρα και έτσι έχουμε μια τέλεια σχέση και αλληλοβοηθιόμαστε. Αυτό που θα δει ο θεατής στην ταινία είναι και η αλήθεια. Τόσο ανθρώπινα και όμορφα είναι όλα μέσα στο σπίτι.
Αυτό που έχει βγει είναι πολύ κοντά στο σινεμά βεριτέ;
Ναι, αυτή ήταν και η πρόθεσή μου. Δεν ήθελα να επέμβω ποτέ σε τίποτα -πέρα από τη δική μου παρουσία με την κάμερα που νομίζω ότι θα διαπιστώσει κανείς ότι προκύπτει μια εμπιστοσύνη που κερδήθηκε, έτσι ώστε η κάμερα να γίνει αόρατη, έμαθαν απλά να βλέπουν τη μορφή ενός ανθρώπου με μια κάμερα.
Φαντάζομαι θα είδαν την ταινία και θα τους άρεσε πολύ…
Ναι, τους άρεσε. Φαντάζομαι κάθε άνθρωπος που βλέπει τον εαυτό του στην οθόνη αισθάνεται περίεργα, αλλά δεν νομίζω ότι ένιωσαν περίεργα. Ήταν πολύ χαρούμενοι και συγκινημένοι.
Ήθελα να σε ρωτήσω για τις ενδιάμεσες παύσεις -με τους γλάρους, τη θάλασσα. Ήθελες με αυτόν τον τρόπο να αποσυμφορήσεις την ατμόσφαιρα;
Όχι να την αποσυμφορήσω, αλλά να κάνουμε ένα διάλειμμα από τη δράση, να αφεθούμε μέσα από τη μουσική και την εικόνα και να προσπαθήσουμε να συνδεθούμε με τον ψυχισμό ή τα μάτια του Αντώνη, του ανθρώπου που ό,τι κι αν συμβαίνει στην ταινία δεν σχολιάζει, δεν μπορεί να μας πει τη γνώμη του εύκολα. Οπότε τις στιγμές που εκείνος αγναντεύει, τις βρήκα σαν ευκαιρία για να προσπαθήσω να κάνω μια ενδοσκόπηση στη σκέψη και στα συναισθήματά του, έτσι όπως τα αποκωδικοποιώ εγώ, έτσι όπως συνδέομαι μαζί τους. Ίσως φαίνονται υπερβολικά λυρικά σε κάποιες στιγμές.
Έχεις επιλέξει κάποιες σκηνές να τις κινηματογραφήσεις ανάποδα, όπως η σκηνή με το βράχο. Ακούγεται και η μουσική ανάποδα;
Όχι, είναι μουσική που έχει γραφτεί για να ακούγεται έτσι, είναι έργο ενός φανταστικών σύγχρονων Έλληνων συνθέτων, του Γιώργου Μαλεφάκη και του και Αλέξανδρου Δημητρόπουλου. Γράψαμε πρωτότυπη μουσική για την ταινία, γράψαμε κλασικά όργανα σε στούντιο, φωνητικά σύνολα. Και είχαμε στο μυαλό μας ότι στη μουσική που ακούγεται ίσως κάποια πράγματα δίνουν την αίσθηση του ανάποδου. Καταλαβαίνω ότι κάποια πλάνα οφείλονται ίσως και σε μία «παιδική ασθένεια» του κινηματογραφιστή, ίσως να φανούν σε κάποιους λίγο φλύαρα. Αλλά σε αυτή τη φάση μού ταιριάζει νομίζω αυτή η αφήγηση.
Πιστεύεις ότι σε κέρδισε ο κινηματογράφος; Θα σε ενδιέφερε να συνεχίσεις με νέα πρότζεκτ;
Ήδη έχω ξεκινήσει με ένα νέο πρότζεκτ. Δεν μπορώ να πω κάτι περισσότερο τώρα.