ΘΕΜΑΤΑΣυνεντεύξεις

Η Σοφία Εξάρχου μάς μιλά για το «Park»

Συνέντευξη στον Αντώνη Γκούμα

Έχοντας κάνει την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν και συνεχίζοντας τα ταξίδια της σε κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο (από το Τορόντο μέχρι το Λονδίνο) -έχοντας αποσπάσει ιδιαιτέρως κολακευτικά σχόλια από όπου και αν πέρασε-, η ταινία της Σοφίας Εξάρχου «Park» ετοιμάζεται να παρουσιαστεί και στο ελληνικό κοινό (θα προβληθεί στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης).

Δέκα χρόνια μετά τους Αγώνες του 2004, μια παρέα αγοριών ζει ανάμεσα στις εγκαταλελειμένες αθλητικές εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας. Τα αγόρια περιφέρονται άσκοπα ανάμεσα στα ερείπια, στήνοντας παιχνίδια -βίαιες απομιμήσεις των ολυμπιακών αθλημάτων- και οργανώνοντας ζευγαρώματα σκύλων για να βγάζουν χρήματα. Ο μεγαλύτερος της παρέας, ο Δημήτρης (17) μαζί με την Άννα (22) – πρώην αθλήτρια- προσπαθούν να ξεφύγουν από το Χωριό με προορισμό τα τουριστικά ξενοδοχεία των νοτίων προαστίων. Καθώς οι εξορμήσεις τους συνεχίζονται και τα δυο παιδιά εισχωρούν όλο και πιο πολύ στις ζωές των τουριστών, η επιθυμία του Δημήτρη για αποδοχή θα δοκιμαστεί με βίαιο τρόπο.

Οι Cinepivates είχαν τη χαρά να συναντήσουν την Ελληνίδα σκηνοθέτιδα στο 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου και να μιλήσουν για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της.

– Πώς είναι η εμπειρία του να ταξιδεύεις με την ταινία σου σε ξένα φεστιβάλ;

Είναι πραγματικά μια πολύ ωραία εμπειρία. Πρώτα απ΄όλα γιατί πρόκειται για φεστιβάλ διαφορετικά μεταξύ τους. Το Τορόντο είναι ένα φεστιβάλ τεράστιο, έχει τεράστιο marketing και τρομερό κοινό -πραγματικά εντυπωσιάστηκα από το κοινό του Τορόντο. Μετά πήγα στο Σαν Σεμπαστιάν στην Ισπανία, που είναι εξίσου μεγάλο και αναγνωρισμένο φεστιβάλ ενώ ο κόσμος της Ισπανίας, είναι πολύ κοντά σε εμάς. Αντίστοιχα στο κοινό της, η ταινία μιλά με άλλο τρόπο. Μετά με την ταινία ταξιδέψαμε από το Ρέκιαβικ (της Ισλανδίας) στην Πολωνία (φεστιβάλ Βαρσοβίας) και από την Πολωνία εδώ στο Λονδίνο.

Είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις την ταινία σου μαζί με διαφορετικό κοινό, που προέρχεται από διαφορετικές χώρες και με διαφορετικές κουλτούρες και να παρατηρείς πως λειτουργεί η ταινία κάθε φορά. Για εμένα ήταν πολύ ανακουφιστικό που πήρε η ταινία από νωρίς το δρόμο της, πήρε καλά σχόλια στα πρώτα φεστιβάλ, γιατί υπάρχουν και πολλές καλές ταινίες που μερικές φορές αργούν να ακουστούν στα φεστιβάλ. Αυτό με έχει ανακουφίσει αρκετά, καθώς δούλευα την ταινία επί τέσσερα χρόνια και προς το τέλος είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν θα υπάρξει ταινία, ήταν κάτι που είχα στο κεφάλι μου μονάχα και (πίστευα) ότι δεν θα την έβλεπα τελικά ποτέ με κόσμο. Όταν τελικά βλέπεις όλο αυτό να γίνεται πραγματικότητα και να δουλεύει σωστά, είναι πολύ ωραίο συναίσθημα.

PARK 3

– Ποιες είναι οι αντιδράσεις του κοινού στην ταινία σου;

Γενικά δεν μένω καθ’ όλη τη διάρκεια της προβολής. Μπαίνω πάντοτε στην αρχή, για να τσεκάρω τον ήχο. Δεν έμεινα ούτε την πρώτη φορά στο Τορόντο. Παρ’ όλο που την αγαπάω πολύ την ταινία, δεν αντέχω να τη βλέπω με τίποτα πια, μετά από τόσες ώρες που τη δούλεψα και μετά στο μοντάζ. Μπαίνω στην προβολή λίγο πριν τελειώσει και έχω επαφή με τον κόσμο κυρίως μετά, στο Q&A και σε όσους έρχονται και μου μιλούν μετά το τέλος της ταινίας. Το Park νομίζω είναι αρκετά έντονη ταινία, γι’ αυτό και δημιουργεί αρκετά έντονα συναισθήματα. Όταν  η ταινία λειτουργεί, οι θεατές βιώνουν την πραγματικότητα αυτών των παιδιών, καθώς έχει αρκετά πράγματα να επιδείξει.

– Πώς προέκυψε η ιδέα να γυριστεί η ταινία στα Ολυμπιακά Ακίνητα; Στην ταινία υπάρχει και μια αλληγορία. Υπήρχε εξ αρχής στο μυαλό σας;

Η αλληγορία βγαίνει τελικά εντυπωσιακά και καλύτερα από ότι περίμενα. Το λέω γιατί εγώ δεν ξεκίνησα από το Ολυμπιακό χωρίο, ξεκίνησα από τις ιστορίες των παιδιών. Ήθελα να μιλήσω για κάποια παιδιά που ζουν σε ένα απομονωμένο μέρος, που ζουν κάπως έγκλειστα, που νιώθεις ότι δεν υπάρχει τίποτα για αυτά, καμία προοπτική, κανένα μέλλον. Αυτό με προβλημάτιζε και σκεφτόμουν πού να το τοποθετήσω χωροταξικά, έτσι ώστε να μην είναι καθαρά ελληνικό και να μη μιλά μόνο για την ελληνική κρίση. Ήθελα η ταινία να διαδραματίζεται σε ένα χώρο όσο γίνεται αφηρημένο, άχρονο, άτοπο μέρος. Αρχικά σκεπτόμουν κάποια μέρη εκτός Αθηνών -ήθελα ουσιαστικά να κατασκεύαζα τον κόσμο. Όταν πήγα στο Ολυμπιακό χωριό, ενθουσιάστηκα. Με το που το είδα λέω: Αυτό είναι! Φυσικά το ανακατασκεύασα.

Λέμε Ολυμπιακό χωριό, αλλά περιλαμβάνει και άλλες τοποθεσίες, καθώς και άλλες Ολυμπιακές εγκαταστάσεις εκτός του Ολυμπιακού χωριού. Αντίστοιχα, η ταινία δεν μιλά για τις ζωές των παιδιών μέσα στο Ολυμπιακό Χωριό. Στην ταινία είναι ένας χώρος εντελώς fiction, όπως αντίστοιχα πλασματικές είναι και όλες οι ιστορίες που έχει μέσα. Αυτό που δουλεύει αρκετά καλά στην αλληγορία είναι τελικά ότι αυτό το μέρος θα μπορούσε να υπάρχει οπουδήποτε, δεν μιλά αποκλειστικά για την ιστορία της Ελλάδας, κάνει έναν ευρύτερο σχολιασμό για τον δυτικό κόσμο. Και είναι πολύ ωραίο που το κατανοούν αυτό οι ξένοι – γιατί εγώ φοβόμουν ότι θα επιστρέφει η συζήτηση στην ελληνική κρίση, αλλά σε όλα τα φεστιβάλ η ταινία φαίνεται πως μιλά και για τα δικά τους Ολυμπιακά Χωρία -πρόσφατα είχαμε και τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Ρίο, οπότε είναι πολλές οι αναφορές.

– Οι ήχοι στην ταινία είναι δυνατοί και νομίζω ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο soundtrack της ταινίας. Η συνεχόμενη ένταση στο Park συνθέτει ένα ιδιότυπο σάουντρακ.

Η ενέργεια που βγάζει η ταινία είναι συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Πολλοί μένουν στο κομμάτι των παιδιών, τα οποία μόχθησα πολύ για να τα βρω, έκανα πολλά καστινγκ, κάναμε πολλά δοκιμαστικά, ώστε να βγει αυτή η ενέργεια προς τα έξω που εντυπωσιάζει, αλλά βέβαια σε συνδυασμό με τα άλλα στοιχεία. Παίζει ρόλο και ο τρόπος που κινηματογραφήθηκαν, με την κάμερα στο χέρι και με χρήση αρκετών κοντινών πλάνων, αλλά έχει να κάνει και με το μοντάζ και με τον ήχο. Η παραγωγός μου η Αμάντα (Λιβανού), όταν έγραφα το σενάριο, επειδή η ταινία δεν έχει τη συνηθισμένη δομή διάλογο-διάλογο -ελάχιστες φορές βλέπουμε ανθρώπους που μιλούν μεταξύ τους-  μου έλεγε ότι είναι τόσο ωραίο το σενάριο, αλλά ότι η ταινία θα είναι τόσο σιωπηλή. Της έλεγα: “Λοιπόν, Αμάντα η ταινία δε θα είναι καθόλου σιωπηλή. Μπορεί να μην έχει διάλογο, αλλά θα είναι γεμάτη από ήχο, σε σημείο που μπορεί να γίνει μέχρι και κουραστικό!” Αυτό πέτυχαν τελικά τα κορίτσια, που είναι χαρά μου να τα αναφέρω ονομαστικά, η Περσεφόνη Μιλιού και η Βάγια Τσέρου που έκαναν το sound design και μετά έκανε τη μίξη ο Κώστας ο Βαρυμποπιώτης. Η Βάγια ασχολήθηκε με το πώς θα στηθεί το σύγχρονο, γιατί δεν κρατήσαμε μόνο τον ήχο που είχαμε της λήψης. Είχαμε 25 track ήχου, επιλέγαμε και από άλλες λήψεις κραυγές, φωνές, τραγούδι, σφυρίγματα, ώστε στην αίθουσα να ακούγεται ο ήχος να έρχεται από πολλές κατευθύνσεις και να δημιουργεί αυτή την αίσθηση. Αυτή ήταν δουλειά αρκετά ενδιαφέρουσα και κουραστική και πήρε σχεδόν δύο μήνες. Αν ακούσει κανείς την αρχική λήψη και ακούσει και το τι κατασκευάστηκε τελικά, το κατόρθωμα μοιάζει σχεδόν αδιανόητο.

PARK 4

– Πόσο πιστή έμεινες στο σενάριο και πόσο αφέθηκες σε αυτοσχεδιασμούς με τα παιδιά;

Το σενάριο ήταν έτσι ακριβώς. Τα παιδιά πέρα από 2-3 που ήξεραν το σενάριο -δηλαδή τα δύο αγόρια και το κορίτσι, που ήταν από σχολές ή σχολείο- όλα τα άλλα δεν γνώριζαν το σενάριο. Γνώριζαν μόνο ότι ήθελα μια παρέα παιδιών να παίζουν στο Ολυμπιακό χωριό. Εγώ φυσικά ήξερα η κάθε σκηνή που ήθελα να πάει, αλλά τα άφηνα να αυτοσχεδιάσουν γιατί ήθελα να τα παρατηρήσω και να δω ποιος είναι ο πιο μάγκας, ποιος είναι ο πιο αστείος, ποιος θα βγάλει τι στο φακό. Στη συνέχεια έδινα στο κάθε παιδί τη λειτουργία του μέσα στη σκηνή, χρησιμοποιώντας τα πράγματα που ήδη μου έβγαζε. Έτσι, υπήρχαν πολλά ωραία πράγματα που έβγαλαν τα παιδιά και αποφασίσαμε να τα κρατήσουμε, περισσότερο σε θέμα δράσεων. Την ουσία κάθε σκηνής προσπαθούσα να τη βγάλω πάντοτε μέσα από τη χορογραφία των παιδιών.

* Το Park θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες τον χειμώνα του 2017.

>> Περισσότερα για την ταινία μπορείτε να βρείτε στη σελίδα της στο facebook.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *