Γαλλική σουίτα (Suite Française)
Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου μια νεαρή γυναίκα ζει σε ένα πλούσιο αρχοντόσπιτο με την αυταρχική πεθερά της. Ο άντρας της αγνοείται στον πόλεμο. Η γερμανική κατοχή θα φέρει έναν απρόσμενο «μουσαφήρη» στο σπίτι τους, έναν όμορφο αξιωματικό. Ανάμεσα στη γυναίκα και τον στρατιώτη θα δημιουργηθεί ένα ερωτικό ειδύλλιο. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους βλέπουμε την Μισέλ Γουίλιαμς, τον Ματίας Σένερτς, την Κρίστιν Σκοτ Τόμας, την Μάργκοτ Ρόμπι και τον Σαμ Ράιλι.
Το πιο ενδιαφέρον στην ιστορία έγκειται στο βιβλίο πάνω στο οποίο αυτή βασίστηκε. Γραμμένο την περίοδο της γερμανικής κατοχής από την Ιρέν Νεμιρόφσκι (Irène Némirovsky), μια Ουκρανή εβραία συγγραφέα που ζούσε στη Γαλλία, έχοντας εκδόσει ήδη εννέα βιβλία, ένα εκ των οποίων είχε ήδη γίνει ταινία (David Golder, 1930). Την Νεμιρόφσκι αργότερα συνέλαβαν με τον άντρα της και τους έστειλαν στο Άουσβιτς όπου και πέθαναν. Το βιβλίο της ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και βρέθηκε τελικά από την κόρη της σε μια ξεχασμένη βαλίτσα χρόνια αργότερα. Μάλιστα, επειδή ήταν γραμμένο χειρόγραφα και βιαστικά σε σημειωματάριο, η κόρη της το κράτησε για κοντά πενήντα χρόνια χωρίς να το έχει ποτέ ανοίξει και διαβάσει, πιστεύοντας ότι ήταν ημερολόγιο της μητέρας της από τις φρικιαστική περίοδο του Άουσβιτς. Τελικά, εκδόθηκε το 2004 και έγινε μπεστ σέλερ.
Ξεκινώντας με αρχειακό υλικό και πραγματικές εικόνες, η ταινία μας τοποθετεί κατευθείαν στον χωροχρόνο που διαδραματίζεται, στη Γαλλία περί το 1940. Στη μέση του Παγκόσμιου πόλεμου, εικόνες γενικότερου πανικού, αστάθειας και αβεβαιότητας. Πρώτο της πλάνο, το πρόσωπο μιας ξαπλωμένης γυναίκας. Όλος ο τρόμος ζωγραφισμένος στο ένα μάτι της που ξεπροβάλλει από το μαξιλάρι. Σηκώνεται και κάθεται κατευθείαν στο πιάνο.
Το πιο έντονο στην ταινία είναι το κοντράστ των δυο γυναικών που θα κονταροχτυπηθούν ανελέητα από την αρχή. Η Λουσίλ αποτυπώνει αυτή την παιδική αφέλεια, την βαθιά συναισθηματικότητα και την εσωτερική τρυφερότητα. Ο αντίποδας έρχεται από το χαρακτήρα της σκληροτράχυλης πεθεράς, μιας γυναίκας που οι δύσκολοι καιροί έχουν σμιλέψει σε έναν αδίστακτο πολεμιστή, μια αέναη ορθολογική υπολογιστική μηχανή, σχεδόν χωρίς συναίσθημα. Ο πόλεμος αποτελεί απλώς ένα μοτίβο γύρω από το οποίο θα χτιστεί τελικά το ρομαντικό αυτό δράμα. Ενώ η Λουσίλ μοιάζει να έχει ήδη παραδοθεί στη φρικαλεότητα του πολέμου, η πεθερά της, αρνείται να δεχθεί ότι υπάρχει πιθανότητα να χαθεί ο πόλεμος, πόσω μάλλον το ενδεχόμενο ο γιος της να μην επιστρέψει ζωντανός.
Για να μπορέσει να παρακολουθήσει κάποιος την ταινία πρέπει να ξεπεράσει ορισμένα μικρά εμπόδια. Καταρχάς τις προφορές που σε κάνουν να νομίζεις ότι βρίσκεσαι στις ΗΠΑ ή στη Μ.Βρετανία. Σε δεύτερο επίπεδο, η παντελής αστοχία στην αποτύπωση της γαλλικής κουλτούρας και φινέτσας, μας «πετάει» συχνά εντελώς εκτός από αυτό που προσπαθεί να χτίσει. H αλήθεια είναι ότι δε μπορώ να θυμηθώ πιο χάλια Γάλλους σε άλλη ταινία! Λίγο αργότερα, μόλις πας να το συνηθίσεις, αίφνης, αρχίζει η φωνή του εκφωνητή στο ραδιόφωνο να μιλά μια διαφορετική γλώσσα, γαλλικά. Αργότερα και οι Γερμανοί στρατιώτες θα μιλούν ενίοτε αγγλικά ή γερμανικά, έτσι για την εσάνς!
Το στοίχημα που θέλει να κερδίσει η ταινία είναι να μας δείξει ότι δεν μπορούν πάντοτε να μπουν ταμπέλες στους κοινούς τόπους που συναντιούνται οι άνθρωποι. Το κριτήριο φυσικά πάντοτε παραμένει υποκειμενικό. Η ταμπέλα του εχθρού στο πρόσωπο των Γερμανών, για άλλους είναι περισσότερο ξεκάθαρη και για άλλους πιο αχνή. Ο εχθρός στην περίπτωση του όμορφου αξιωματικού είναι πιο απενοχοποιημένος, μιας και μοιάζει να έχει τον ίδιο ευαίσθητο εσωτερικό κόσμο με την Λουσίλ και να παίζει εξίσου πιάνο. Αυτά είναι και τα μόνα δυο κοινά τους σημεία. Στον αντίποδα, αρκετοί Γάλλοι, συμπολίτες της Λουσίλ, ευκατάστατοι στην προηγούμενη κοινωνία, δείχνουν να τα κάνουν «πλακάκια» με το γερμανό κατακτητή για να επωφεληθούν πάλι και αυτής της κατάστασης έχοντας προνόμια. Χαρακτηριστική η σκηνή που ο Μπρούνο δείχνει στη Λουσίλ τα γράμματα που οι συνάνθρωποί της έστειλαν ανώνυμα στους Γερμανούς προδίδοντας τους ίδους τους συμπολίτες τους. Παρόλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο συχνά εκβιάζει τα συναισθήματα και τη ροή, μοιάζει αφύσικος, με κίνδυνο να μη γίνει αποδεκτός από το πολύ κοινό. Φυσικά για το ερωτικό ειδύλλιο, ο εχθρός του απαγορευμένου πάθους είναι η αυστηρή πεθερά.
Από τον πόλεμο, λοιπόν, κρατά το πιο κουτσομπολίστικο μέρος κι έτσι η Λουσίλ θα μετατραπεί σε «κατάσκοπος» για να διαβάσει τα απόκρυφα γράμματα που έστελναν οι συμπολίτες της για τα πονηρά παραστρατήματα του άντρα της στον αξιωματικό που φιλοξενεί στο σπίτι της. Υπερβολικά βολικό. Η Λουσίλ ως μωρό παιδάκι στο «απυρόβλητο» δικαιολογείται εξ’ολοκλήρου για τις πράξεις της. Είναι στιγμές που άθελα μας βλέποντας την Λουσίλ νομίζουμε πως βλέπουμε τη Βουγιουκλάκη ως Υπολοχαγό Νατάσσα. Είναι προφανές ότι η ταινία μοιάζει γυρισμένη σε πολύ παλαιότερη δεκαετία και το θέμα του θα δυσκολευτεί να προσεγγίσει κοινό κάτω των πενήντα ετών. Από την άλλη, η ματιά της, η λάιτ εκδοχή της και ένας ευαίσθητος πιο «ανθρώπινος» Γερμανός, δε μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε τη σκληρότητα που επέδειξαν ως κατακτητές και στη χώρας μας κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Τελικά να τη δω; Μια ανούσια ιστορία κατοχής, που ίσως ενοχλήσει αρκετούς. Την έφαγε η φιλοδοξία της να δείξει περισσότερα από όσα προλάβαινε, ενώ θα μπορούσε να φτιάξει μια αξιόλογη ερωτική, αισθησιακή ή ακόμα και σεξουαλική ιστορία, που εδώ που τα λέμε θα κέντριζε περισσότερο και το ενδιαφέρον.
Fun trivia: Γεννημένος στο γαλλόφωνο κομμάτι του Βελγίου, ο Ματίας Σένερτς αναγκάστηκε να μάθει γερμανικά για τον ρόλο, όπως και να κάνει κάποια εντατικά μαθήματα πιάνου. Το δε μουσικό κομμάτι που παίζει ο χαρακτήρας του, ο Μπρούνο, το σύνθεσε ο «δικός μας» Αλεξάντρ Ντεσπλά, που έρχεται τον επόμενο μήνα στη χώρα μας για μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο.