Τ2 Trainspotting
Η ταινία που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά θεατών έρχεται στις αίθουσες μετά από 21 χρόνια, με στόχο να μας προκαλέσει κύμα νοσταλγίας. Αυτή η νοσταλιγική διάθεση βρίσκεται, άλλωστε, και στο επίκεντρο της ίδιας της υπόθεσης: τέρμα οι οργισμένοι Μαρκ Ρέντον, Σικ Μπόι, Σπαντ και -κυρίως- Μπέγκμπι. Οι τέσσερις Σκωτσέζοι νεαροί έχουν μετατραπεί σε ενήλικες συμβιβασμένους, απογοητευμένους, πικραμένους. Ο Μαρκ έρχεται να θυμίσει στους άλλους τρεις το πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η ζωή τους, εάν είχαν πάρει αυτές τις 16.000 λίρες που τους έκλεψε εκείνος.
Ο Μαρκ θεωρεί ότι τα χρήματα αυτά δεν κατάφεραν να του φέρουν αυτά που επιθυμούσε. Γι’ αυτό (και παρ’ όλο που ψυλλιάζεται τις αντιδράσεις των φίλων του) επιστρέφει στη γεννέτειρά του, ψάχνοντας να βρει κάτι που του λείπει. Για Σικ Μπόι και Μπέγκμπι τα χρήματα μοιάζουν να συμβολίζουν τις χαμένες τους δυνατότητες. Ο πρώτος ετοιμάζεται να ανοίξει μια ερωτική σάουνα, ενώ ο δεύτερος βρίσκεται στη φυλακή εδώ και πολλά χρόνια.
Το Trainspotting δεν είναι πια μια ταινία που έφτιαξε μία παρέα διαολεμένων δημιουργικά νεαρών Βρετανών, αλλά μια ταινία στην οποία επέστρεψαν μεσήλικες πλέον, θέλοντας να κοιτάξουν κατάματα τα λάθη τους. Choose Life αν και το αποτέλεσμα μοιάζει να είναι το ίδιο: η απογοήτευση. Το γεγονός ότι κάποιοι από τους βασικούς συντελεστές της ταινίας (η τριάδα Ντάνι Μπόιλ – Τζον Χοτζ και Άντριου ΜακΝτόναλντ από τη μία και ο πρωταγωνιστής Γιούαν ΜακΓκρέγκορ από την άλλη) προσφέρει άλλο ένα επίπεδο ανάγνωσης σε μία ταινία που μιλά κυρίως για τις φιλίες που θυσιάζουμε και για τις προδοσίες που κάνουμε.
Είναι κρίμα που αυτό το στοιχείο δεν μπορεί να απογειώσει μία σε γενικές γραμμές μέτρια ταινία με υποτυπώδη πλοκή και ανάπτυξη χαρακτήρων, με μοντάζ που λειτουργεί νοσταλγικά, αλλά και εκβιαστικά μερικές φορές, με ερμηνείες που παραπέμπουν σε σκιές των αγαπημένων μας Ρέντον, Σικ Μπόι, Μπέγκμπι και Σπαντ (με τον τελευταίο μόνο πιο συνειδητοποιημένο από όλους και σε καλύτερη φόρμα από τους άλλους τρεις), σε μία ταινία που μοιάζει κατακερματισμένη και επιμένει να κοιτά την ταινία του 1996 μέσα από μία κλειδαρότρυπα (χωρίς να μπορεί να την φτάσει).
«Είσαι τουρίστας στα ίδια σου τα νιάτα» λέει ο Σικ Μπόι στον Ρέντον και ο θεατής αισθάνεται και αυτός κάπως έτσι: σαν τουρίστας που επισκέπτεται ξανά ένα μέρος που αγάπησε, αλλά αυτό δεν είναι -και δεν μπορεί να είναι- το ίδιο. Κι αν η σύγκριση με το Trainspotting του 1996 είναι άδικη (και εν μέρει είναι), ας μην ξεχνάμε ότι τη σύνδεση την κάνει ο ίδιος ο Ντάνι Μπόιλ και μερικές φορές άκομψα. Αν εξαιρέσεις μερικές εμπνευσμένες σκηνές (όπως το Choose Life ή η σκηνή με τους καθολικούς Σκωτσέζους), η υπόλοιπη ταινία αδυνατεί να λειτουργήσει σαν ένα συνεκτικό σύνολο -πόσο μάλλον να γράψει για άλλη μια φορά (κινηματογραφική) ιστορία.