Φεστιβάλ

15o ΦΝΘ: Ένας Μανάβης ήρθε απόψε από τα παλιά

O Μανάβης (the Grocer) του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου απέδειξε και σήμερα (στην επαναληπτική  προβολή της Κυριακής) γιατί απέσπασε το βραβείο κοινού στο φετινό φεστιβάλ υπερασπίζοντας επάξια τον τίτλο του. Είτε ο κόσμος που μαζεύτηκε ήταν λόγω της διάκρισης που απέσπασε η ταινία, είτε λόγω της προσωπικότητας του σκηνοθέτη (Ύψωμα 33, Ο Γιος του Φύλακα), σίγουρα ελάχιστοι περίμεναν έχοντας διαβάσει την υπόθεση ότι θα δουν αυτό που είδαν τελικά. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί το φορτηγό του  πλανόδιου μανάβη Νίκου Αναστασίου να περιφέρεται στα χωριά της Πίνδου. Από την αρχή μας κερδίζει με την προσεγμένη φωτογραφία και τα χρώματα στα πλάνα του. Η μεγάλη επιυχία της, όμως, είναι ότι αποτελεί ένα μοναδικό ντοκουμέντο μιας κληρονομιάς που τείνει να εκλείψει.

Αρχίζοντας το οδοιπορικό της ταξίδι μαζί με τον κύριο Νίκο και την οικογένεια του μας συστήνει έναν-έναν τους πελάτες του που δεν είναι άλλοι από άτομα κυρίως τρίτης ηλικίας που μένουν στα απομονωμένα βουνά. Άνθρωποι που αν φύγουν από τη ζωή ίσως μαζί τους να σταματήσει να υφίσταται και η ανάγκη ύπαρξης του περιφερόμενου μανάβη. Άρρηκτα δεμένο με την παράδοση μας, το έργο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλους. Όσοι από εμάς είμαστε “παιδιά της επαρχίας” θα συναντήσουμε πρόσωπα οικεία και καταστάσεις που θα μας ταξιδέψουν πίσω σε αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια, ενώ όσοι ανήκουμε στα “παιδιά της πόλης” θα δούμε με χαρά έναν κόσμο ως τώρα άγνωστο. Οι ιδιωματισμοί της γλώσσας και η προφορά των κατοίκων, όσο και οι φωνές του χωριού, μας έκαναν αρκετές φορές να γελάσουμε αλλά και να ανατρέξουμε στους αγγλικούς υπότιτλους για να καταλάβουμε τι ειπώθηκε! Είναι συγκινητικό το πως διατηρούν τη ζωντάνια και το κέφι τους αυτοί οι άνθρωποι και πόσο πραγματικές είναι οι σχέσεις που αναπτύσσονται με την οικογένεια του μανάβη -μοιάζουν βγαλμένες από άλλη εποχή. Ο μανάβης συχνά μετατρέπεται σε παντοπωλητή, ηλεκτρολόγο ή άνθρωπο για θελήματα και μοιάζει είναι η μόνη σύνδεση τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι άνθρωποι αυτής της γενιάς δε θα ήθελαν να ψωνίσουν από ένα απρόσωπο σούπερ μάρκετ ακόμα κι αν τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι λίγο λυπηρό να νοιώθεις βλέποντας τους πόσο έχουν αλλάξει οι επόμενες γενιές που φεύγουν και τα χωριά ερημώνουν και σε κάποια χρόνια  -ίσως σύντομα- αυτό το επάγγελμα θα είναι στο μυαλό μας μαζί με το παλαιότερο επάγγελμα του πλανόδιου παγωτατζή (όταν τα παλιά ψυγεία δεν ήταν ηλεκτρικά αλλά δουλεύαν με πάγο).

Η μουσική κι αυτή παραδοσιακή ακολουθεί ίδια και απαράλλαχτη, αναλοίωτη στο πέρασμα των χρόνων, το φορτηγάκι καθώς αυτό αγκωμαχά να ανέβει τα βουνά  σαν περιφερόμενο πανηγύρι. Μπορεί η παλιά κασέτα να έδωσε τη θέση της στο cd όμως η λίστα αναπαραγωγής παρέμεινε η ίδια. Ο ερχομός του μανάβη είναι το απόγειο της μέρας των περισσότερων, η ώρα χαράς όπου θα μιλήσουν, θα μάθουν νέα, θα καλαμπουρίσουν και η μουσική συμβαδίσει με αυτή τη χαρά ή τον πόνο της μοναξιάς. Χαρακτηριστικό το σχόλιο του γιού του Νίκου ότι αν αλλάξει η μουσική δε θα καταλάβουν ότι έρχεται ο δικός τους μανάβης θα νομίσουν ότι περνάει κάποιος άλλος και δε θα βγούνε να ψωνίσουν. Καθώς οι εποχές εναλλάσσονται όλα τα άλλα μοιάζουν να μένουν στάσιμα τριγύρω. Η ταινία διανύει μια περίοδο ενάμιση χρόνου, ξεκινά από χειμώνα κι επανέρχεται σε αυτόν για να κινηματογραφήσει και τις δυο όψεις του, την πιο μαλακή όψη αλλά και την πιο σκληρή.

Συζήτηση με το σκηνοθέτη Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο:

Ο σκηνοθέτης κατάγεται κι ο ίδιος από ένα από αυτά τα χωριά κι έτσι ο μανάβης του ήταν μια πολύ οικεία εικόνα από όταν ήταν ο ίδιος πολύ μικρός. Αυτή η ταινία δε θα ήταν εφικτή αν και ο ίδιος δεν είχε καταγωγή από το μέρος, καθώς ο κόσμος είναι πιο σφιχτός και κουμπωμένος στους “ξενόφερους”, ενώ μόλις μάθανε για την καταγωγή του έγιναν πολύ ανοιχτοί και του έδωσαν πολύ αγάπη. Το να του επιτρέψουν να γυρίσει ήταν ουσιαστικά ένα δώρο που του έκαναν. Όταν έκαναν το δοκιμαστικό για τα γυρίσματα με το μανάβη διαπίστωσαν ότι το μανάβικο δεν ήταν μόνο ένας χώρος συνδιαλαγής, όσο ένας χώρος διαπροσωπικών σχέσεων, οι άνθρωποι του χωριού ανταλλάσσαν απόψεις, τα νέα τους, έτσι από την αρχή ο σκηνοθέτης κατάλαβε ότι δεν χρειάζονταν συνεντεύξεις, απλά έμενε εκεί απαρατήρτητος και κατέγραφε όσα συμβαίνανε. Προσπάθησε να μη γίνει δημαγωγός στην ταινία των ανθρώπων ή των καταστάσεων που κινηματογραφούσε και να αποκαλύψει διακριτικά κάποιες όψεις της κοινωνίας. Τα υπόλοιπα τα αφήνει στο θεατή να τα αξιολογήσει (έτσι δεν παρακολουθεί από κοντά τον γάμο ή την κηδεία αλλά τα γεγονότα γύρω από αυτά σεβόμενος τον προσωπικό χώρο των ανθρώπων). Το πελατολόγιο φυσικά ήταν μεγάλο και έπρεπε να γίνει κάποιου είδους διαλογή στο ποιοι θα επιλεγούν. Αυτό αποτελεί και τη μεγάλη αγωνία του σκηνοθέτη, πως θα κοιτάξει στα μάτια χωρικούς που κόπηκαν τελικά στο μοντάζ. Το υλικό ήταν όμως πάνω από 120 ώρες γυρίσματος και υπήρχαν περιστατικά που με πόνο βγήκαν, όμως έπρεπε η ταινία να επικεντρωθεί γύρω από κάποιους χαρακτήρες. Το βασικό κριτηριο επιλογής ήταν να υπάρχει μια αφήγηση η οποία να προχωράει κατά τη διάρκεια της ταινίας, δηλαδή κάποιοι χαρακτήρες θα έπρεπε να ξαναεμφανιστούν για να δίνεται η έννοια της συνέχειας. Υπάρχει μια αστεία σκηνή που δεν χρησιμοποιήθηκε, όπου ένα πεινασμένο κατσίκι ακολουθούσε ώρα το φορτηγό και προσπαθούσε να πηδήξει πάνω στον πάγκο, σαν να ήθελε να ψωνίσει κι αυτό.

Τα ονόματα των χωριών αναφέρονται στο τέλος, όχι όμως ένα-ένα όταν τα επισκέπτεται το φορτηγό για να δοθεί η εικόνα ενός ενιαίου χώρου. Στην Ελλάδα ο αγροτικός χώρος μετά τη δεκαετία του 50 έχει αστικοποιηθεί με βίαιο τρόπο κάτι που κατά τη γνώμη του ήταν καταστροφικό για αυτά τα χωριά. Είναι ένα σύνθετο ζήτημα για την πολιτεία. “Ο λόγος που επέλεξα τις τέσσερις εποχές είναι για να δείξω όλες τις διαφορετικές όψεις. Σε όλο το φιλμ υπάρχει ενιαίο ύφος μόνο σε ένα σημείο υπάρχει ένα απόσπασμα της υπερχείλισης του Αχελώου. Το υλικό είναι αρχειακό υλικό από το Φράγμα της Μεσοχώρας. Το ζήτημα της κατασκευής του φράγματος είναι σημαντικό και σύνθετο και αποτελεί ντροπή για τη χώρα μας“, μας λέει ο σκηνοθέτης. Εφόσον όμως το συναντάμε στο ταξίδι του μανάβη αποφασίστηκε να ενταχθεί (όπως και κάποια πανό διαμαρτυρίας των ντόπιων κατοίκων σε ορισμένα πλάνα. -Να θυμίσουμε ότι για τον Αχελώο έχει κάνει και την μικρού μήκους “Ο Ηρακλής, Ο Αχελώος και η Γιαγιά μου το οποίο είναι διαθέσιμο στο youtube και μπορείτε να δείτε στο τέλος του κειμένου).  Κάποια σημεία πάλι θυμίσαν φωτογραφίες του 50-60, όταν οι αγρότες στέκονταν ακίνητοι μποστά στην κάμερα νομίζοντας ότι πρόκειται να τους φωτογραφήσουν. Ήταν κάτι μη προσχεδιασμένο που προέκυψε στα γυρίσματα και τελικά επιλέχθηκε να το κρατήσουν, χρησιμοποιώντας τα πλάνα σαν μοτίβο για κινούμενα κινηματογραφικά πορτρέτα.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

2 σκέψεις σχετικά με το “15o ΦΝΘ: Ένας Μανάβης ήρθε απόψε από τα παλιά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *