Μετά την κόλαση, τί;
Τρία χρόνια πριν ο Thomas Vinterberg με την εξαιρετική ταινία του The Hunt μας έδειξε τις ολέθριες συνέπειες ενός ψέμματος σχετικά με σεξουαλικό αδίκημα σε βάρος ανήλικου κοριτσιού. Οχτώ χρόνια πριν όμως απ΄αυτό, η Nicolle Kassell ειχε αφηγηθεί το τί συμβαίνει μετά από την όντως τέλεση τέτοιου αδικήματος και την τιμώρηση του δράστη.Η τανία THE WOODSMAN (2004), βασισμένη στο θεατρικό του Steven Fechter, αφηγείται την ιστορία του Γουώλτερ , παιδόφιλος ο οποίος αφού εξέτισε 12 έτη απ΄την ποινή καθειρξης που του είχε επιβληθεί, απολύεται υπό τον όρο της επιτήρησης. Ο Kevin Bacon στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι πολύ πειστικός. Μετρημένος στα λόγια και τις κινήσεις του, μουδιασμένος, συνεσταλμένος, ο άρτι αποφυλακισθείς Γουώλτερ πέφτει ξανά στην “αγκαλιά” της κοινωνίας, απ΄την οποία αποκόπηκε πριν 12 χρόνια λόγω του εγκλήματος που διέπραξε. Ο Bacon υποστηρίζει εντελώς το ρόλο του και ενσαρκώνει επιτυχέστατα αυτόν τον ταλαιπωρημένο ψυχικά άνθρωπο, που προσπαθεί φιλότιμα ν’αποβάλλει την έξη του: το ότι γουστάρει ερωτικά, ανήλικα.
Η ταινία της Kassell θα έπρεπε να προβάλλεται στις Νομικές σχολές, στο μάθημα της Σωφρονισιτκής, για να γίνει αντιληπτό ότι όσο προοδευτικούς νόμους που μεριμνούν για τον αποφυλακισμένο κι αν έχουμε, το κοινωνικό στίγμα που τον ακολουθεί και τον περιβάλλει σαν ιδιότυπο φωτοστέφανο δεν εξαλείφεται καθόλου εύκολα. Σ’ όλη την ταινία, και αυτό ειναι το πολύ σημαντικό γι’αυτήν, παρακολουθούμε όχι μόνο τις φιλότιμες προσπάθειες του Γουώλτερ να νικήσει τους δαίμονές του, ν’αφήσει πίσω του το ποινικό παρελθόν του, αλλά και την δυσπιστία / εκ προοιμίου αμυντική- εχθρική στάση (διακιολογημένα ή όχι) των συνανθρώπων του, επειδή γνωρίζουν ότι είναι πρώην φυλακισμένος (ή παιδόφιλος), άρα εγκληματίας “με τη βούλα”, άρα κακό παιδί. Δεν έχει σημασία που ένας άλλος παιδόφιλος κυκλοφορεί ελεύθερος και άνετος, ούτε πως ο αστυνόμος Λούκας που έχει οριστεί επιτηρητής του Γουώλτερ, αποδεικνύεται πιό κάθαρμα κι επικίνδυνος απ΄αυτόν που επιτηρεί (ο Mos Def είναι εξαιρετικός στο ρόλο του). ‘Αρα το ζήτημα είναι, όχι πως υπάρχουν καλοί και κακοί – διότι οι φερόμενοι ως καλοί αποδεικνύονται καθίκια – αλλά ότι άπαξ και σου φόρεσαν την ταμπέλα του κακού, την έβαψες.
Απ’ τη στιγμή που ο Γουώλτερ τράβηξε την προσοχή του Νόμου, μοιάζει σα να σφραγίστηκε διά βίου το πρόσωπό του. Εκτός φυλακής βρίσκεται μεν, αλλά το περίφημο δεσμωτηριακό συνεχές όπως έγραφε ο Φουκώ, είναι παρόν αδιαλλείπτως – «Πρόσεχε Γουώλτερ, σε παρακολουθώ. Ξέρω πότε κινείσαι, πότε χέζεις, πότε τον παίζεις» λέει ο κομπλεξικός αστυνομικός Λούκας στον δύστυχο επιτηρούμενο. “Σε βλέπουμε” έχουν γράψει ανώνυμα πάνω σε μιά φωτογραφία μικρού κοριτσιού που κόλλησαν στο ντουλάπι του Γουώλτερ στη δουλειά του.
Οι προσπάθειες του Γουώλτερ ν’αποδείξει (στους άλλους, αλλά κυρίως στον εαυτό του) ότι έχει όντως σωφρονιστεί, σκοντάφτουν πάνω στη (συνειδητή ή ασυνείδητη) τάση του περίγυρου να τον παρασύρουν στον ίδιο γκρεμό για δεύτερη φορά. “Δεν μ’ αφήνουν ν’αγιάσω”, θα έλεγε ο πρωταγωνιστής αν μιλούσε ελληνικά.
Η “σφιχτή” ερμηνεία του Βacon, ο διάχυτος φόβος που αποτυπώνεται και στη στάση του σώματός του, αποτελούν για τον θεατή μία διαρκή υπενθύμιση της δυσκολίας επανένταξης αυτού του παραβάτη. Θ’ αντιμετώπιζε άραγε τις ίδιες δυσκολίες αν είχε τελέσει άλλο έγκλημα; κατά της ζωής φερειπείν, ή κατά της περιουσίας έτερου; Ακόμη και η γυναίκα που κινεί το ερωτικό ενδιαφέρον του και σίγουρα μόνο χαζογκόμενα δε θα τη χαρακτηρίζαμε, στο άκουσμα του ποινικού παρελθόντος του τρομοκρατείται (πολύ καλή η Kyra Sedwick).
Το πολύ ενδιαφέρον επίσης μ’ αυτή την ταινία, πέρα απ’το μεγάλης νομικής σπουδαιότητας ζήτημα που παρουσιάζει, είναι και η ανατροπή κάποιων κλισέ : η έγχρωμη συνάδελφος του Γουώλτερ (που μάλλον τον γουστάρει) υποκινεί την εχθρική στάση και των υπόλοιπων συναδέλφων του, διαπομπεύοντάς τον σχεδόν, στο χώρο εργασίας. Η έγχρωμη, που θα περιμέναμε λόγω του ότι ίσως έχει βιώσει προσωπικά τον στιγματισμό και την δυσμενή διάκριση,να είναι πιο ευαίσθητη δεν είναι,όπως δεν είναι κι ο έγχρωμος αστυνόμος Λούκας,ο οποίος με το πρόσχημα της επιτήρησης αναπαράγει την κατά κατάχρηση εξουσίας,συμπεριφορά των λευκών συναδέλφων του.
Είναι ζοφερή, λιτή και άβολη η ταινία της Kassell, με πιό αφοπλιστική σεκάνς αυτή της συνομιλίας του Γουώλτερ με τη 12χρονη Ρόμπιν – ένα φοβερό παράδειγμα του πως ο Άλλος κι η αντίδρασή του, μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης για να δείς τη δική σου συμπεριφορά.
Μιά αχτίδα αισιοδοξίας όμως κατορθώνει να βγεί απ’ όλη αυτή τη μαυρίλα- “ χρειάζεται χρόνος” λέει ο ψυχολόγος στον Γουώλτερ. Χρόνος για να θεραπευθεί απ’την έξη του (αν δεχτούμε πως είναι ασθένεια), χρόνος για να ξεπεράσουν οι άλλοι την πράξη του- αν την ξεπεράσουν ποτέ. Η φράση “θες να κάτσεις στα πόδια μου;” ειπωμένη από γονιό/παππού/θεία/θείο κ.λ.π. δεν έχει κατ’αρχήν τίποτα το μεμπτό. Αν όμως ειπωθεί από έναν (μη συλληφθέντα ή ήδη τιμωρημένο) παιδόφιλο, το σκηνικό αλλάζει δραματικά.
Σαφώς ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται, αλλά δεν αξίζουμε όλοι άραγε μιά δεύτερη ευκαιρία;