ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

59ο ΦΚΘ: Αν έχεις πίστη διάβαινε

the right pocket of the robe 001

Η Δεξιά Τσέπη του Ράσου
(The Right Pocket of the Robe)

Η ταινία Γιάννη Λαπατά ήταν μια αναπάντεχη έκπληξη και προσωπικά για εμένα ήταν η ταινία που λάτρεψα περισσότερο από όσες τελικά παρακολούθησα στο φεστιβάλ. Στο επίκεντρο της ιστορίας ένας ιερομόναχος, ο τελευταίος που έχει απομείνει σε ένα απομονωμένο γραφικό μοναστήρι σε ένα νησάκι. Όλοι οι άλλοι έχουν φύγει ή έχουν πεθάνει. Μόνη του παρέα η Σίσσυ, η μικρή σκυλίτσα του που είναι έγκυος. Όμως η μοίρα το είχε και μετά τη γέννα η μοναδική του παρέα πεθαίνει, μάλιστα την ίδια μέρα που πεθαίνει ο αρχιεπίσκοπος (Χριστόδουλος). Τα τρία κουταβάκια που έφερε στη ζωή χωρίς τη μάνα τους είναι καταδικασμένα να πεθαίνουν κι αυτά το ένα μετά το άλλο. Ο πόνος κάνει τον μοναχό να αναθεωρήσει όλη τη ζωή του και τη βάση της πίστης του.

Μια υπέροχα δοσμένη ταινία που ασκεί έντονη κριτική στον κλήρο, αλλά αναθεωρεί και επαναπροσδιορίζει τους όρους και το ρόλο της πίστης στην σύγχρονη εποχή, είναι μια ταινία που θα απολαύσουν εξίσου θρήσκα και μη θρήσκα άτομα. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι φανταστικός και η φωνή του σπαραχτική, ικανή να λυγίσει κάθε καρδιά θεατή. Οι δε φιλόζωοι είναι αδύνατο να κρατήσουν τα δάκρυα τους στο έντονο δράμα του μοναχού που έχασε το μοναδικό φίλο και σύντροφο του, ενώ παράλληλα με την ιερή οικογένεια υπάρχει και η επίγεια οικογένεια του, αυτή που δημιούργησε με τη σκυλίτσα. Αυτό επειδή ως προς τα κουτάβια ο μοναχός νοιώθει ουσιαστικα μια πατρική υποχρέωση, ίσως πιο ιερή από το να τελέσει με ακρίβεια το καθημερινό πρόγραμμα της ιεροσύνης του.

Ο έξυπνος τίτλος, η Δεξιά Τσέπη του Ράσου (ίσως παρερμηνευτεί αρχικά ότι πρόκειται για περίπτωση χρηματισμού) αποδίδεται πιο εύστοχα στα αγγλικά εφόσον η δεξιά τσέπη (the Right Pocket) σημαίνει ταυτόχρονα η «σωστή» τσέπη, που δεν είναι άλλη από την τσέπη που κρύβει ο μοναχός το τελευταίο κουτάβι για να το έχει μονίμω πάνω του και το ζεσταίνει με το σώμα του, δίνοντας μια ωραία κωμική χροιά στην ταινία. Ωραία κινηματογράφιση, η σκηνοθεσία ίσως θα μπορούσε να αφεθεί λίγο περισσότερο. Έχει υπέροχη φωτογραφία, το μοντάζ που από τη μια μπλέκει ωραία τη voice-over αφήγηση του πρωταγωνιστή με όσα λέει on camera, αλλά και την ωραία μίξη σκηνικών, νησιού και μεγάλου μέρους γυρισμάτων που έγιναν στην Αττική.

Τζόι
(Joy)

Η ζεστή ταινία με το σκληρό μήνυμα, που κέρδισε το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ του Λονδίνου. Πρόκειται για την δραματική ιστορία της Τζόι, μιας γυναίκας από τη Νιγηρία που την έστειλε η οικογένεια της στην ευρώπη να εργαστεί ως σκλάβα του σεξ. Γιατί σκλαβιά και όχι απλά ιερόδουλη; Διότι η γυναίκα για να φτάσει εκεί το εισιτήριο της ανοίγει αυτόματα ένα τεράστιο χρέος προς την τσατσά, για την οποία δουλεύει μέχρι να την αποπληρώσει και ότι μένει τα στέλνει στην οικογένεια της και δίνει τα υπόλοιπα σε μια γυναίκα που έχει ουσιαστικά υιοθετήσει το παιδί που γέννησε, μιας και η ίδια είναι παράνομη στη χώρα, χωρίς άδεια παραμονής. Η ταινία μας συστήνει την Τζόι όταν πια είναι κοντά στο να αποπληρώσει το χρέος της, ενώ έχει αναλάβει να μαθητεύσει την Πρέσιους, μια νεοφερμένη κοπέλα στην οποία βλέπει τον εαυτό της.

Η ιστορία της Τζόι είναι μια Οδύσσεια που παρακολουθούμε από τη μέση και μετά. Ένα σκληρό ρεαλιστικό πορτρέτο ανθρώπων που είναι χρεωμένοι από πριν γεννηθούν και καταδικασμένοι να ξεπουλάνε την αξιοπρέπεια τους καθημερινά για να επιβιώσουν. Που τα κορμιά τους δεν τους ανήκουν αλλά ανήκουν πάντοτε σε άλλους, ούτε είναι κύριοι τον επιλογών τους, καθώς πριν αποπληρώσεις το ένα χρέος σου βάζουν νέο «καπέλο». Έξυπνα δοσμένο, θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, αν και φαίνεται ότι βρισκόμαστε Αυστρία από λεπτομέρειες, όπως και τη γλώσσα που μιλούν με τους ντόπιους, ενώ οι περισσότεροι χαρακτήρες μιλούν αγγλικά. Εμπεριέχει ντοκιμενταρίστικα στοιχεία, καθώς βουτά στο αφρικανικό γκέτο και τις εκκλησίες, για να ρίξει κι εκεί το μέρος της ευθύνης που αναλογεί.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *