Σινεμά

The Master

Tyler & Gimli δίνουν δυο απόψεις για την ταινία:

(who made you) The Master

two-half-popcorn

Είναι από αυτές τις φορές που βγήκα από το σινεμά μουδιασμένος και σκεφτικός. Η κύρια ερώτηση που με απασχολούσε ήταν “τι είδα;”! Φταίει που φέτος έχουμε δει ελάχιστες ταινίες που να ξεπερνάνε το χάλια και να αγγίζουν το μέτριο; Είναι που όλες μπλέκουν πολλά αλλά δεν επικεντρώνονται σε τίποτα; Περίμενα άραγε κάτι περισσότερο από Άντερσον “μετά το there Will be Blood“; Κι αν κάποιος είχε δει το Good Shepherd του Ρόμπερτ ντε Νίρο το 2006; Και τι γίνεται αν κάποιος απλά πάει να δει την ταινία χωρίς να έχει κάνει homework από το σπίτι για να καταλάβει τα βήματα της; Ίσως να φταίνε και τα διθυραμβικά σχόλια που άκουσα και διάβασα για την ταινία πριν πάω να τη δω. Το “Master” είναι ένα προσεγμένο έργο, με δυο αρκετά προσεγμένες έως και δεξιοτεχνικά καλοδουλεμένες ερμηνείες (oscar-focused). Πέραν όμως αυτού καταπιάστηκε με πολλά, έκανε τον κόσμο να διψάσει, αλλά στο τέλος άφησε το κοινό του διψασμένο. (διαβάστε στο τέλος του άρθρου άποψη και από Τάιλερ Ντέρτεν)

 [highlight color=”eg. yellow, black”]Όχι κι άσχημα για έναν αφτιά ξωτικο-πρίγκηπα – Gimli[/highlight]

Η ταινία θα μας πει ένα μέρος της ζωής του Freddie Quell (Joaquin Phoenix) ενός απόστρατου του πολεμικού ναυτικού τη δεκαετία ’50 στην Αμερική. Ο βετεράνος κουβαλά τα προσωπικά του ψυχολογικά προβλήματα και τραύματα του πολέμου και του είναι δύσκολο να ενταχθεί στην κοινωνία. Η ζωή του, από περιφερόμενος μέθυσος και τυχοδιωκτικό ρεμάλι θα αλλάξει όταν συναντήσει τον Lancaster Dodd (Philip Seymour Hoffman) που όλοι τον αποκαλούν “the Master”. Έτσι κάπως ξεκινά ένα παιχνίδι εξουσίας, μαθητή-δασκάλου ή σκλάβου και αφέντη, ή επιστήμονα ψυχολόγου και ασθενή αν θέλετε και τα αρρωστημένα πειράματα πέφτουν βροχή. Όπως λένε και οι Depeche Mode “Let’s Play Master and Servant”! (για το τραγουδάκι δείτε βιντεάκι από την διασκευή των Nouvelle Vague, από το ράδιο αρβύλα).

(δείτε το τρέιλερ της ταινίας εδώ)

 Εντυπωσιακή η μεταμόρφωση του Χοακίν Φίνιξ για το ρόλο του. Μου θύμισε αρκετά τον παλιάτσο του Ρεμπώ ιδίως όπως παρουσιάστηκε στην παράσταση “Αίμα κακό” του Άρη Ρέτσου πέρσυ. Ένα μίγμα πρωτόγονης ωμότητας και κακίας. Από την άλλη ο πάντα καλός και μέσα στο ρόλο του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν εκπροσωπεί την επιστήμη ή την ψυχοθεραπεία; Βλέπουμε τελικά να προσανατολίζεται σε αρρωστημένα πειράματα και τεχνικές κατεύθυνσης της μάζας. Η σχέση των δυο αντρών είναι πολυδιάστατα ανεπτυγμένη. Καθώς ο master έχει τον Freddie το αγαπημένο του παιχνίδι και τον βλέπει να μεταμορφώνεται σε τραμπούκο του κινήματος του δεν παύει να γοητεύεται ταυτόχρονα και από το “μαθητή” και την ελευθερία του άγριου ζώου που κρύβει μέσα του. Η σχέση αγγίζει ακόμα και το ερωτικό στοιχείο. Όπως είπα και οι δυο ερμηνείες φαίνονται ότι έγιναν πολύ προσανατολισμένα για να “χτυπήσουν” το χρυσό πολυπόθητο αγαλματάκι (που το βρίσκει κανείς και στο Μοναστηράκι με 2€!). Δηλαδή, γιατί το Χόλιγουντ να τιμά τόσο τις μεταμορφώσεις; Μόλις παίξει κάποιος τον ελαφρώς καθυστερημένο, βλέπε Ντάστιν Χόφμαν “Άνθρωπος της Βροχής”, Σον Πέν “Σαμ”, Τίμ Ρόμπιν “Σκοτεινό Ποτάμι” ή αυξομειώσεις βάρους βλέπε Σαρλίζ Θέρον “Μόνστερ”. Καλά εδώ ο Χοακίν έχει μείνει ο μισός από βάρος, κυρτώνει το σώμα του, τον βοηθούν και τα φαρδιά ρούχα που του βάλανε, πραγματικά αγνώριστος! Όσο αφορά τα σχόλια του περί απαξίωσης των Όσκαρ εμένα δε με πείθει, δε ξέρω εσάς…

H ταινία κινείται αργά και ονειρικά. Δεν κάνει κοιλιά, αλλά φαίνονται τα κοψίματα του μοντάζ σε κάποια σημεία (υπήρχε πολύ υλικό και έγιναν γενναίες προσπάθειες για να βγει η παρούσα διάρκεια φιλμ) . Επίκεντρο ο κόσμος όπως τον βλέπει ο Φρέντι, χωρίς να εξηγεί αν τα γεγονότα ήταν έτσι ή αποτελούν μέρος της φαντασίας ενός νοσηρού μυαλού. Αυτό θα το ανακαλύψετε σε πολλά σημεία, όπως στο τραγούδι του Ντόντ, στο κυνήγι του θησαυρού- ξέθαμα του συγγράμματος ή στο μαγικό τηλεφώνημα στον κινηματογράφο. Οι βασικές μου ενστάσεις για την ταινία αφορούν την πρόθεση. Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα ή όχι και σε αληθινά πρόσωπα ή όχι; Είναι τελικά κάτι αυθαίρετο;  Βάζει ολίγον από ιστορία και ολίγον από φαντασία. Σε τι απέχει τελικά από τον Λίνκολν Κυνηγό Βρυκολάκων, όπως μου αρέσει να λέω χαριτολογώντας;  Για το θέμα της μουσικής που έγινε πολύ δουλειά από ότι διαβάσαμε δε με έβαλε τόσο στο κλίμα ’50-’60. Και τελικά για το φλέγον θέμα, την “καυτή πατάτα” όπως λένε η ταινία δεν παίρνει άποψη. Με άλλα λόγια, Σαϊεντολογία ή Μπουρδολογία; Είναι θέμα ταμπού; Κι αν ναι τελικά η ταινία παίρνει θέση ή όχι; Συνοψίζοντας, μια πολύ καλή ταινία, αλλά δεν φτάνει το “θα χυθεί αίμα”. Μένει σίγουρα στο μυαλό μας αλλά αμφιβάλω αν αυτό γίνεται λόγω των μέτριων ως κακών φετινών ταινιών ή λόγω της δουλειάς που έγινε.

Διαβάστε επίσης: το αφιέρωμα στην ταινία: η Σαϊεντολογία, η μεταπολεμική Αμερική, η ατμόσφαιρα

Gimli

 

 

Master ναι, Master-Piece όχι!

three-half-popcorn

Ο λόγος για τον Πολ Τόμας Άντερσον που έχει αναδειχθεί σε σπουδαίο σκηνοθέτη. Σχεδόν μπορείς να δεις τον τρόπο που λειτουργούν τα γρανάζια του μυαλού του, το πώς θέλει να επικεντρωθεί σε θέματα σημαντικά για την αμερικανική ιστορία, αλλά να τους δώσει βάθος, χτίζοντας ανθρώπινες προσωπικές σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων του. Είναι η σύγκρουση του Ντάνιελ Πλέινβιου (Ντάνιελ Ντέι Λιούις) με τον ιερέα που ερμηνεύει ο Πολ Ντάνο που δίνει τόση ένταση στο φιλμ. Είναι ο ιστός των διαπροσωπικών σχέσεων που χτίζονται στη Μανόλια που δίνουν την ευκαιρία στον θεατή να παρατηρήσει την κατάρρευση του αμερικανικού ονείρου. Είναι οι πολύχρωμες σχέσεις των μελών της βιομηχανίας πορνό που κάνουν διασκεδαστικό το Boogie Nights.

Ακολουθώντας αυτά τα πρότυπα, είναι οι ερμηνείες (και οι παρουσίες) των Χοακίν Φοίνιξ και Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, καθώς και η σκηνοθεσία του Άντερσον που κάνει το the master έργο ενός master, αλλά όχι και master-piece. Δεν παρακολουθεί κανείς ένα αριστούργημα, αλλά ρίχνει μια ματιά στη μεταπολεμική Αμερική και καταφέρνει να πιάσει κάτι από την απόγνωσή της, καθώς η κοινωνία αλλάζει, καθώς οι πολίτες αναζητούν φιξάρισμα σε πιο φιλελεύθερες σχέσεις, σε θεωρίες νεο-γκουρού. Θεωρώ ότι πρόκειται για μια πολύ καλή απεικόνιση της περιόδου και της ασφυκτικής κατάστασης που περιγράφει, αν και ξεφεύγει τόσο σε διάρκεια όσο και σε σεναριακό προσανατολισμό -με αποτέλεσμα να μην ξέρεις για τι ακριβώς θέλει να μιλήσει ο σκηνοθέτης.

Τάιλερ Ντέρντεν

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Μια σκέψη για το “The Master

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *