ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Το Ακρωτήρι της Βίας

Ο Ζερόμ Σαλ επιχειρεί να φτιάξει ένα καλοκουρδισμένο θρίλερ που να μιλά για τις ανοιχτές πληγές στη Νότια Αφρική της μετά-απαρτχάιντ εποχής. Κι ενώ τα καταφέρνει σε επίπεδο κινηματογράφησης, δεν συμβαίνει το ίδιο σε επίπεδο σεναρίου, καθώς το θρίλερ του είναι καλογυρισμένο, αλλά μάλλον επίπεδο.

Υπάρχει μια σκηνή στο τέλος του Ακρωτηρίου της Βίας που είναι βγαλμένη κατευθείαν από τα σημειωματάρια του Χίτσκοκ. Ένα κυνηγητό στους αμμόλοφους της Ναμίμπια, όπου άνθρωπος και αγρίμι συναντιούνται.

Πρόκειται για την πιο εντυπωσιακή σκηνή της ταινίας του Ζερόμ Σαλ, ένα οπτικό ποίημα που σε κάνει να αγανακτείς, γιατί σκέφτεσαι πώς και η υπόλοιπη ταινία θα μπορούσε να είναι έτσι.

Στη Νότιο Αφρική δυο εμπειροπόλεμοι αστυνομικοί πασχίζουν να αποκαλύψουν το δολοφόνο ενός λευκού κοριτσιού, την ώρα που οι εξαφανίσεις μαύρων παιδιών αυξάνονται.

Είναι φανερό ότι ο Σαλ ήθελε να φτιάξει μια ταινία για τις μνήμες του Απαρτχάιντ. Οι προθέσεις του γίνονται φανερές ήδη από την έναρξη της ταινίας, όταν τα μάτια ενός παιδιού βλέπουν τον πατέρα του να τυλίγεται στις φλόγες.

Αυτό που ακολουθεί όμως είναι μια αποσπασματική αναφορά στα φαντάσματα του παρελθόντος. Ενώ στο Μυστικό στα Μάτια τους η υπόθεση είναι αριστοτεχνικά συνδεδεμένη με τις (πολιτικές και προσωπικές) πληγές του παρελθόντος, στο Zulu (όπως είναι ο αρχικός τίτλος) προσπαθεί με πρόχειρο τρόπο να εισχωρήσει σε μία μάλλον τυπική αστυνομική ιστορία (που δεν διαφέρει σε πολλά από αυτό τις αστυνομικές ιστορίες της μικρής οθόνης).

Το Ακρωτήρι της Βίας κρατά το ενδιαφέρον του κοινού, κυρίως λόγω της αριστοτεχνικής σκηνοθεσίας και της μουσικής του Αλεξάντρ Ντεπλά.

Δεν μπορώ, όμως, να ξεπεράσω τα «ατοπήματα». Το υποτίθεται μπλεγμένο –αλλά τελικά μάλλον κλισέ- σενάριο, τις απλά επαρκείς ερμηνείες (αξιοπρεπής ο Φόρεστ Γουίτακερ, μάλλον ενοχλητική η ψεύτικη βραχνάδα της φωνής του Ορλάντο Μπλουμ) και τα ημίγυμνα πλάνα του δεύτερου, σε ένα οφθαλμόλουτρο άνευ λόγου.

Ο Σαλ είχε καλές προθέσεις. Να φτιάξει μια ταινία που να συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Πολλές αυτού του είδους έχουμε δει για το θέμα του Ναζισμού, καμία για το Απαρτχάιντ, να αναρωτηθεί για το πώς η βία του παρελθόντος μπορεί να φτάνει μέχρι τις μέρες μας, πώς μπορεί να επηρεάζει τις πράξεις μας. Κρίμα που δεν μπόρεσε να χειριστεί το υλικό του καλύτερα.

Τελικά να το δω;

Διαθέτει αριστοτεχνική σκηνοθεσία και ωραία μουσική. Ως θρίλερ δεν διαφέρει από ένα καλό επεισόδιο μιας τηλεοπτικής σειράς. Δυστυχώς, οι ερμηνείες δεν το απογειώνουν και ο Σαλ, ενώ θέλει, δεν καταφέρνει να μιλήσει επί της ουσίας για το ματωμένο παρελθόν της Νοτίου Αφρικής.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *