ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Ιστορίες Αγάπης που δεν ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο (Amori che non sanno stare al mondo)

stories of love that cannot belong to this world 003

one-half-popcorn

Αν η επιλογή του τίτλου σιδηρόδρομου σε αυτή την ιταλική ταινία έγινε για να μας κινήσει την περιέργεια, τότε σίγουρα το πετυχαίνει. Η σκηνοθέτης Φρανσέσκα Κομεντσίνι ξεκινώντας με σπουδές στη φιλοσοφία πριν περάσει στον κινηματογράφο, έχει καταπιαστεί αρκετές φορές με γυναικεία ψυχοσύνθεση και ιστορίες πάθους (όπως στο Lo spazio bianco του 2009 που σαγήνεψε το Φεστιβάλ Βενετίας) πριν περάσει στο τηλεοπτικό Gomorra. Αυτή τη φορά όμως, αναλαμβάνοντας σκηνοθεσία και σενάριο, επιστρέφει με μια μουδιασμένη ταινία που προσπαθεί να είναι ρομαντικό δράμα, με μια πινελιά ιταλικής τρέλας και μια ελαφριά κωμική χροιά, αλλά μοιάζει να μπλέκεται κι η ίδια στο ίδιο της το παιχνίδι.

Στην υπόθεση μια εκκεντρική καθηγήτρια πανεπιστημίου, που μοιάζει με μεσήλικη εκδοχή της Frances Ha (η Κλόντια, Λουκία Μασίνο), δεν μπορεί με τίποτα να ξεπεράσει τον χωρισμό της με έναν καθηγητή της σχολής (τον Φλάβιο, Τομάς Τραμπάτσι), με τον οποίο αγαπιούνταν παθιασμένα. Δεν το βλέπουμε αυτό, όμως μας το λέει η πρωταγωνίστρια συνέχεια. Παρόλα αυτά, αυτός δείχνει έτοιμος να προχωρήσει στη ζωή του με μια αρκετά νεότερη, ενώ και η καθηγήτρια παρά τον πόνο της νιώθει μια πρωτόγνωρη έλξη για μια άλλη γυναίκα, σε μια μίνι λεσβιακή παρένθεση (με την ιδιαίτερης ομορφιάς Νίνα, Βαλεντίνα Μπέλε). Κατά τα άλλα η πρωταγωνίστρια μένει κολλημένη στο παρελθόν, παγιδευμένη στην εξάρτηση από αυτή που θεωρεί την τέλεια σχέση, παραμελεί τη ζωή της και φέρεται παράλογα.

stories of love that cannot belong to this world 002

Πριν βιαστούμε να χαρακτηρίσουμε την ταινία «δήθεν» οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας που χάνεται το παιχνίδι. Επαναλαμβάνω ξανά τη λέξη «παιχνίδι» διότι η Κομεντσίνι μοιάζει να προσπαθεί να εντάξει αληθινές ιστορίες από προσωπικά της βιώματα ή που της έχουν διηγηθεί και μετά να μας τις διηγηθεί με το δικό της τρόπο. Ο κινηματογράφος όμως έχει τη δική του γλώσσα και πολλούς τρόπους να παρουσιάσει κανείς τους χαρακτήρες του, ανάλογα με το είδος. Εδώ για παράδειγμα υπάρχει σε σημεία έντονα κωμική διάθεση περιγράφοντας καταστάσεις από δραματικές ως τραγικές, που είναι σχεδόν απίθανο να κάνουν κάποιον να γελάσει. Από την άλλη το δράμα αλλά και το όποιο ρομαντικό στοιχείο υποβαθμίζονται από την ανάλαφρη διάθεση, σαν ένα πασάλειμμα για να χωρέσουν διαφορετικές προεκτάσεις. Ρεαλιστικές και ονειρικές καταστάσεις εναλλάσσονται καθώς γίνεται ένας αχταρμάς και η αφήγηση με τα μπρος πίσω στο χρόνο. Στην παρένθεση του κεφαλαίου «Νίνα», μια ίσως αχρείαστη για τη βασική ροή λοξοδρόμηση, η ταινία τα παρατά όλα για να γίνει όσο μπορεί πιο αισθησιακή και να μας δείξει τη σκηνή λεσβειακού σεξ, ενώ με το κύριο αντικείμενο του πάθους, τον Φλάβιο δεν κάνει κάτι αντίστοιχο.

Το κερασάκι στην τούρτα δίνεται από παντελώς ασύνδετα ασπρόμαυρα πλάνα (αρχείου) που είναι ξεκάθαρο ότι μπαίνουν για να δώσουν μια πιο «artistique» χροιά. Αν ήταν η ταινία μικρή σε διάρκεια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι «τσόνταρε» επιπλέον πλάνα για να την αυξήσει, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, μάλλον «μάζεμα» χρειαζόταν παρά «άπλωμα». Και εδώ πέφτουν και οι τελευταίες άμυνες έναντι της φωνής που φώναζε εξαρχής μέσα μας το «δήθεν» και καίει την παρτίδα.

Μια ταινία που δεν έχει ξεκάθαρη κινηματογραφική γλώσσα και το μήνυμα της μένει μετέωρο. Ανθρώπινες υπάρξεις και ψυχοσυνθέσεις που σπανίζουν και τείνουν να εκλείψουν, συνδυασμένες με έναν παλιπαιδισμό των χαρακτήρων που υιοθετούν συμπεριφορές που θα ήταν πιο πιστευτές και δικαιολογημένες σε ανήσυχους έφηβους που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν μιας ερωτικής απογοήτευσης, παρά σε μεσήλικες, υποτίθεται ώριμους ανθρώπους. Έτσι όπως βγαίνει το τελικό αποτέλεσμα, αντί για τα συναισθήματα απασχολεί περισσότερο η «μούρλα», τα ψυχολογικά ή και ψυχιατρικά θέματα των χαρακτήρων παρά το πάθος.

Τι μας δίνει λοιπόν τελικά αυτή η ταινία; Τι μας μένει; Έχει ελκυστικό σενάριο; Όχι. Έχει ενδιαφέρουσες ερμηνείες; Πάλι όχι. Μήπως είναι δοσμένο με κάποια εξεζητημένη ή ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά; Όχι. Έχει μήπως ψυχή ή τη δική του γλυκάδα; Δυστυχώς πάλι όχι. Είναι ένα μισο-φιλοσοφικό «δοκίμιο» το οποίο -κατά την άποψη μου είναι κι αυτό μισο-ανεπτυγμένο. Λυπάμαι, αλλά αυτά είδα, αυτά κατέγραψα.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *