ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Ο Βασιλιάς Αρθούρος: Ο Θρύλος του Σπαθιού (King Arthur: Legend of the Sword)

king arthur 001

4-popcorn

Ο θρύλος του Βασιλιά Αρθούρου, των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης και του πανίσχυρου σπαθιού του Εξκάλιμπερ, είναι στο επίκεντρο της βρετανικής επικής ποίησης. Χωρίς να είναι ξεκάθαρο εάν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο μύθος του γέμισε με ανδραγαθήματα, ηρωικές μάχες, μαγεία και τέρατα, ενότητα αλλά και προδωσία. Έχει μεταφερθεί πάμπολλες φορές σε ταινίες, κινούμενα σχέδια, κόμικ. Αυτή είναι η εκδοχή του Γκάι Ρίτσι, που πατά πάνω στην ήδη υπάρχουσα εποποιία του, αλλά και σενάριο, του ιδίου, μαζί με Τζόντι Χάρολντ, Λάιονελ Γουίγκραμ και Ντέιβιντ Ντόκιν.

Πρόκειται για μια χορταστική περιπέτεια, που καταφέρνει να έχει ισχυρές δόσεις δράσης, μαζί με μπόλικη αφήγηση. Ξεκινά από τα δύσκολα παιδικά χρόνια του Αρθούρου, τις μάχες του βασιλείου με τους μάγους, την προδωσία στον βασιλιά πατέρα του Ούθερ Πεντράγκον από τον αδερφό του Βόρτιτζερν, την επανάσταση κατά του δυνάστη Βόρτιγκερν, την επανακατάληψη του Κάμελοτ. Παρά τη μαγεία, τα επικά στοιχεία και τον σύγχρονο ρεαλισμό, η ταινία δίνει μια από τις πιο ολοκληρωμένες ψυχογραφήσεις του Αρθούρου στο πέρασμα του από την αφάνεια στο να γίνει ο ηγέτης που θα ενώσει τα βασίλεια. Παράλληλα, δίνει μια ρομαντική -και συγκινητική αν θέλετε- πινελιά στο μύθο του σπαθιού, από που αντλεί τη δύναμη του, πως κόλλησε στον «βράχο» και γιατί δεν ξεκολλά από αυτόν, παρά μόνο από τα χέρια του Αρθούρου, αλλά και την περίφημη «Lady of the Lake» την Κυρά της Λίμνης.

Μιλάμε, όμως, κυρίως για τον Γκάι Ρίτσι, σαν να είναι περισσότερο δικό του επίτευγμα, καθώς ο ταλαντούχος σκηνοθέτης κατάφερε να προσαρμώσει στο ιδιαίτερο ύφος που τον χαρακτηρίζει το έργο, όπως έκανε παλιότερα και με το Σέρλοκ Χολμς, δίνοντας ταυτόχρονα μια σημαντική ανανέωση στο είδος.  Έτσι έχουμε ένα καθαρόαιμο blockbuster, που έχει καταφέρει όμως να διατηρήσει ακέραιη την βρετανική του ταυτότητα, θυμίζει δε σε κάθε ευκαιρία ότι ο μύθος του Βασιλιά Αρθούρου είναι «αγγλική υπόθεση». Σε αυτό παραπέμπει και η σκοτεινή φωτογραφία που επιλέγει σε πολλά σημεία, να μας θυμίζει συνεχώς ότι βρισκόμαστε στην Βρετανία και όχι στο Χόλιγουντ. Φυσικά, όσοι το δουν ελαφριά, θα πουν ότι ζήλεψε τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και το Game of Thrones, μιας και έχει εντάξει στοιχεία και από τα δυο. Δοκιμασμένο όμως στα είδη, προσδίδει στον μύθο του «εκλεκτού» στοιχεία από τον Ιησού του Χριστιανισμού, μέχρι το Μάτριξ. Έτσι, βλέπουμε τον παραλληλισμό με τον Ηρώδη, στο παιδομάζωμα ψάχνοντας να θανατώσουν τον μικρό διάδοχο, τη σκηνή που ο Βόρτιγκερν παρουσιάζει αιχμάλωτο τον Αρθούρο στο λαό ως τον ταπεινωμένο «μεσσία» που περιμένουν ή τη δυσκολία του Αρθούρου για να αποδεχτεί το βαρύ φορτίο της μοίρας του και να αντιμετωπίσει τους δαίμονες του. Η αφήγηση σε πολλά σημεία γίνεται αρκετά εγκεφαλική, μέσω εξιστόρησης και γρήγορων διαλόγων, με το γνωστό κοφτό μοντάζ που χαρακτηρίζει τον σκηνοθέτη.

king arthur 004

Στιβαρός κεντρικός πρωταγωνιστής ο Τσάρλι Χάναμ, καταφέρνει να ξεχωρίσει ως παρουσία ανάμεσα στο αρκετά γνωστό υπόλοιπο καστ, τον Έρικ Μπάνα, τον Τζουντ Λο, τον Τζιμόν Χούνσου, τον Άινταν Γκίλεν (του Game of Thrones). Ο νεαρός ηθοποιός που έγινε γνωστός μέσα από την τηλεοπτική σειρά Sons of Anarchy, δίνει άλλη μια καλή ερμηνεία –θα τον δούμε και σε πολύ διαφορετικό ρόλο στο Lost City of Z- ενισχύοντας την άποψη μου ότι έχει πολύ μέλλον μπροστά του και ίσως έχουμε να κάνουμε με τον «νέο Χιθ Λέτζερ». Αρκετά καλά στέκεται σε ρόλο κακού ο Τζουντ Λο, χωρίς να μας δείξει κάτι που δεν έχει ξανακάνει, με την πρόσφατη ερμηνεία του στο τηλεοπτικό Young Pope του Σορεντίνο στο μυαλό μας. Αυτοί που όμως τελικά κάνουν τη διαφορά είναι όλοι οι μικρότερης σημασίας χαρακτήρες που δίνουν όλοι το κάτι παραπάνω σε ρεαλισμό, ενισχύοντας τις ερμηνείες των κεντρικών πρωταγωνιστών, από τους απλούς στρατιώτες, στους μαχητές του Τζορτζ, μέχρι το μικρό cameo του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή Ντέιβιντ Μπέκαμ.

Ιδιαίτερα προσεγμένος ο ήχος, ήταν μια ευχάριστη θετική προσθήκη στην ταινία. Ο Ρίτσι που συνηθίζει να γεμίζει τα έργα του με ροκ, κυρίως, μουσικές και έχει από πολλούς στο παρελθόν «κατηγορηθεί» για βιντεοκλιπίστικη αντίληψη, εδώ συγκρατείται αρκετά, τις αντικαθιστά σε μεγάλο βαθμό με ένα ευχάριστο, αλλά υπόκωφο βουιτό και λίγες αλλά προσεγμένες επιλογές μουσικών κομματιών, όπως το εμβηματικό The Wild Wild Berry του Sam Lee. Τα βασικά μουσικά θέματα επιμελείται ο Ντάνιελ Πέμπερτον που μπλέκει ωραία επικά μοτίβα με ηλεκτρονική μουσική (Growing Up, Run Londinium), βοηθώντας το σκηνοθέτη να επιταγχύνει την αφήγηση, περνώντας γρήγορα σημεία και ανεβάζοντας ρυθμούς αδρεναλίνης. Τα εφέ και τα γραφικά είναι πολύ προσεγμένα στο σύνολο τους και σίγουρα μπορούμε να συγχωρήσουμε μια-δυο στιγμές που το παρακάνουν και ίσως ζαλίσει το κοφτό μοντάζ ή γίνεται πιο ξεκάθαρο ότι βλέπουμε γραφικά αντί για δράση. Η αντίληψη κάδρου και η κίνηση της κάμερας είναι πολύ κοντά στους σύγχρονους gamers βιντεοπαιχνιδιών. Μάλιστα, όταν έβλεπα την ταινία, στις μάχες στους δρόμους, θυμάμαι σκέφτηκα αρκετές φορές: «Να, έτσι θα έπρεπε να ήταν το Assasin’s Creed»!

Πάντως η ταινία κάνει και ένα έμμεσο σχόλιο για το Brexit, ενώ αφήνει σαφές άνοιγμα για συνέχεια και αν πάει (αναμενόμενα) καλά εισπρακτικά, είναι πολύ πιθανό να έχουμε σύντομα ανακοίνωση για δεύτερη ταινία.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *