ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Σε αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει

panousopoulos-hora-1_1581_107694041

two-half-popcorn

Η νέα ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου (Οι Απέναντι, Μανία, Ελεύθερη Κατάδυση, Τεστοστερόνη, Μια Μέρα τη Νύχτα), παιδί της κρίσης κι αυτή, αλλά με πείσμα και χιούμορ, μας μεταφέρει σε ένα ονειρικό νησί, το Αρμενάκι, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει και μαζί τα άγχη κι οι έγνοιες, ενώ οι φιλήσυχοι κάτοικοι του έχουν ξεχάσει τι πάει να πει χρήμα και ζουν όλοι αγαπημένοι. Όταν στο νησί καταφτάσουν ένας γάλλος ευρωβουλευτής και η ελληνική συνοδεία του, θα πέσουν από τα σύννεφα, ανακαλύπτοντας ξανά, από την αρχή, το νόημα της ζωής, την πραγματική ευτυχία και τον έρωτα.

Με την κόρη του, Μαργαρίτα Πανουσοπούλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο και την προσθήκη του γάλλου ηθοποιού, Σερζ Ρεκιέτ-Μπαρβίλ στο καστ, τους οποίους πλαισιώνουν η Φωτεινή Τσακίρη και ο Μπάμπης Χατζηδάκης.

Se auti ti xora kaneis den ixere na klaiei in this land noone knew how to cry 001

Ωραία κεντρική ιδέα, που εκμεταλλεύεται δημιουργικά την κρίση, το ελληνικό τοπίο και τη σύγχρονη ζωή στα νησιά αλλά και το ικαριώτικο ταμπεραμέντο. Με χιουμοριστική διάθεση, πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω τη φιλοσοφία που έκανε διάσημο το ελληνικό νησί, δημιουργεί μια μικρή κοινότητα ολοκληρωτικά αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, μια σύγχρονη μετεξέλιξη και ελληνική προσομοίωση του «γαλατικού χωριού» του Αστερίξ και της meta-70s «Παραλίας» του Ντάνι Μπόιλ, ένα μέρος που τα παιδιά μπορούν να ζωγραφίζουν ελεύθερα στους τοίχους κάθε σπιτιού και οι αργόσχολοι αντιμετωπίζονται με σεβασμό «σε αυτό τον κόσμο γεννηθήκαμε κουρασμένοι για να ξεκουραστούμε». Μια μπον-βιβέρ διάθεση που υπερασπίζεται ότι ο άνθρωπος δεν θέλει τα πολλά, αλλά τα λίγα, για να είναι πραγματικά ευτυχής.

Απλοϊκή αλλά γεμάτη ουσία φιλοσοφία, βγαλμένη από μια γενιά που γαλουχήθηκε με τον ρομαντισμό τραγουδιών όπως το «Τα Παιδιά ζωγραφίζουν στον Τοίχο», για τις σημερινές νέες γενιές της κρίσης, που πρέπει να μάθουν από την αρχή να ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο και να τον διεκδικήσουν.

Se auti ti xora kaneis den ixere na klaiei in this land noone knew how to cry 003

Κομμένο και ραμμένο στο πνεύμα του νησιού της Ικαρίας, όπου και γυρίστηκε αποκλειστικά, το σενάριο συχνά επιστρατεύει την παραδοξολογία μιλώντας για μια εναλλακτική πραγματικότητα της ζωής μας. Κάπου εκεί όμως και μέσα στην κωμική διάθεση του, χάνει όμως μια καλή ευκαιρία να κάνει «σινεμά», επιλέγοντας τελικά περισσότερο …το «τρολάρισμα». Φωτογραφία και ήχος χαίρουν προσοχής, ίσως όμως όχι τόσο τα καδραρίσματα των πλάνων, που αποπνέουν μια 90s αισθητική ελληνικής ταινίας ή τηλεοπτικού σίριαλ. Αναφερόμενος στα 90s και η θέση της γυναίκας μοιάζει να έχει μείνει σε εκείνη τη δεκαετία όπως πηγάζει από το σενάριο, με άλλα λόγια λίγο οπισθοδρομική. Από την εμμονή στα πόδια της πρωταγωνίστριας, στο τοπικό έθιμο του νυφοπάζαρου – μετεξέλιξη του προξενιού, ένα πανηγυριτζίδικο συνοικέσιο, όπου οι γυναίκες-τρόπαια δεν έχουν καμία γνώμη πάνω στο ποιος θα τις αποκτήσει. Φυσικά, αυτό μπορούμε να το προσπεράσουμε, καθώς μιλάμε για κωμωδία επιστροφής στο χωριό και τις ρίζες.

Se auti ti xora kaneis den ixere na klaiei in this land noone knew how to cry 002

Πέραν της βασικής σύλληψης της, η ταινία διαθέτει διάσπαρτες και άλλες αρετές. Υπάρχει, προς το τέλος, μια διονυσιακή σεκάνς, σε ένα ωραία κινηματογραφημένο, καλλιτεχνικό νυχτερινό πλάνο, που οι πρωταγωνιστές «σεληνιάζονται» γύρω από τη φωτιά υπό το φως της πανσελήνου. Επίσης, λίγο μετά, η ενιαία αφήγηση διακόπτεται για να ακολουθήσει μια συρραφή από φωτογραφίες στοπ-καρέ, σαν βινιέτες, δείχνοντας ότι η ταινία σαφώς θα μπορούσε να στοχεύσει πιο ψηλά, ανεβάζοντας λίγο τον πήχη, αλλά είτε το φοβήθηκε είτε βαρέθηκε. Ιδιαίτερα πετυχημένες οι προφορές, όπως η προσεγμένη ιταλική χροιά του Μπάμπη Χατζηδάκη, ενώ υπάρχει διάχυτο άφθονο χιούμορ, το οποίο όμως δεν επικοινωνείται πάντοτε απλόχερα στο θεατή. Μια ταινία συμπαραγωγής (παρουσιάστηκε στο Φόρουμ Συμπαραγωγών Crossroads του 56ου ΦΚΘ το 2016), κοντά στο πνεύμα των γαλλικών κομεντί, εν δυνάμει, αν προωθηθεί σωστά, θα μπορούσε να κόψει ακόμα περισσότερα εισιτήρια στη Γαλλία από ότι στη χώρα μας.

[toggle title=”Extras & Σημειώσεις συντελεστών:”]

(από το δελτίο τύπου της Feelgood Entertainment)

Ο Έλληνας δημιουργός που έχει αιχμαλωτίσει με τον φακό του, όπως κανένας, το ελληνικό καλοκαίρι, τη θερινή ραστώνη, την ανεμελιά και το διονυσιακό ελληνικό φως, επιστρέφει με μία ηλιόλουστη, θυμοσοφική κωμωδία, ποτισμένη από την αλμύρα ενός επινοημένου και ξεχασμένου μικρού νησιού στο Αιγαίο. Με πρωτότυπη πλοκή και σαγηνευτική αφήγηση, η ταινία είναι μία αληθινή ωδή στη ζωή.

Στη νέα του ταινία -με τίτλο βγαλμένο από τους στίχους του «Ήτανε λέει» του Άκη Πάνου- ο Γιώργος Πανουσόπουλος (Ταξίδι του Μέλιτος, Οι Απέναντι, Μανία, Μ’ αγαπάς;, Ελεύθερη Κατάδυση, Μια Μέρα τη Νύχτα, Τεστοστερόνη) εξερευνά έναν ιδεατό τόπο και τρόπο ζωής στα καθηλωτικά τοπία της Ικαρίας και θέτει, ανέμελα και μεθοδικά μαζί, τις βάσεις για να ζήσουν οι ήρωες του ελεύθεροι. Με φόντο το Αρμενάκι, όπου κανείς δεν ήξερε να κλαίει, οι χαρακτήρες της ιστορίας ξεδιπλώνονται, φιλοσοφούν, γλεντάνε και ερωτεύονται την ίδια τη ζωή με πρωτόγνωρο πάθος.

Σύνοψη: Τι μαγικό συμβαίνει σε ένα αχαρτογράφητο νησάκι κάπου στο Αιγαίο; Δύο ανυποψίαστοι ξενομερίτες, ένας Γάλλος ευρωβουλευτής (Serge Requet Barville) και μία νεαρή οικονομολόγος (Μαργαρίτα Πανουσοπούλου), φτάνουν με καΐκι στο ειδυλλιακό Αρμενάκι και έρχονται σε επαφή με τον αλλόκοτο τρόπο ζωής και τις ανατρεπτικές ηθικές αξίες των κατοίκων του. Τα λεφτά είναι ντεμοντέ και όχι μόνο… no banks, nο streets, no cars, no rooms to let. Εκεί θα γνωριστούν με τον αλλοπρόσαλλο δάσκαλο (Μπάμπης Χατζηδάκης) και την πληθωρική χήρα του νησιού (Φωτεινή Τσακίρη), θα παραδοθούν στη δίνη του έρωτα και στον σαγηνευτικό αυτόν τόπο, που μπορεί να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων για πάντα.

Διάρκεια: 90’

Σημείωμα του δημιουργού:

Έκανα μια ονειροπαρμένη κωμωδία. Μια ταινία για το γέλιο, τη χαρά, το τραγούδι, τη μουσική, τον έρωτα, γιατί στη ζωή υπάρχουν κι’ άλλα πράγματα εκτός από τα οικονομικά. Ένα ντοκιμαντέρ σκηνοθετημένο με την έννοια του καθημερινού για μια άλλη προσέγγιση της ζωής, συντροφιά με τους Ικαριώτες. Δεν προτείνω βέβαια σοβαρά αυτά που παρουσιάζονται στην ταινία, δεν αποτελούν λύσεις, είναι αστεία… για να γελάσουμε. Το απαντάει και στο ρεφρέν του τραγουδιού του ο Άκης Πάνου… «άστον να λέει του χει σαλέψει το μυαλό».

Ήτανε ένα γύρισμα αποχαιρετιστήριο.

Ήταν εκεί η Εμμανουέλα κι ο Καραμάνης κι η Ελένη (η Κοσσυφίδου). Ήτανε κι ο Σταύρος Ψυλλάκης κι η Εξακουστίδου κι ο Αντώνης της, ήταν και η κόρη μου η Μαργαρίτα ή Αύρα. Δεν ήταν ο Παπαδάκης, ο Βουδούρης ούτε κι ο Αλέξης (αυτός δεν είναι πουθενά πιά). Ήταν όμως ο γιός του ο Πανίνος και ο γιός

του Κιτσίκη ο Αντώνης. Ήτανε κι ο βαφτισιμιός μου ο Νικολάκης, αλλουνού γιός αυτός, του Τσεμπερόπουλου. Μου λείψανε κι ο Περάκης κι ο Αλεξάκης κι ο Μάγκος (παρά λίγο).

Τι αποχαιρετήσαμε όμως;

Ο ένας τον άλλον;

Το σινεμά;

Την Ικαρία;

Τους Καριώτες και τις Καριωτίνες;

Για να δούμε.

Το γύρισμα πάντως θα μας μείνει αξέχαστο σίγουρα.

Σ΄ όλους μας. Και η ταινία στους θεατές μας (σίγουρα;)

Άσε «Δεν λέμε τίποτα» που ‘λεγε και ο Άκης πριν κλείσουμε το τηλέφωνο.

Λοιπόν, δεν λέμε τίποτα.

Γιώργος Πανουσόπουλος Καλοκαίρι 2018

Ήτανε λέει όλοι μαζί κι αγαπημένοι…

Η νέα ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου κάνει χειραψία με το κοινό και συστήνεται ξεκάθαρα από τον τίτλο της. Είναι αποφασιστικά αισιόδοξη και προσκαλεί τον θεατή στη χώρα που κανείς δεν ήξερε να κλαίει. «Δεν υπάρχουν μόνο τα λεφτά στον κόσμο, υπάρχουν κι άλλα πράγματα. Γι’ αυτά μιλάμε στην ταινία. Για τον χορό, το γέλιο, το τραγούδι και φυσικά τη μουσική» δηλώνει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Πανουσόπουλος.

Και πώς ζουν οι άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα; «Σαν σε ονειρική κατάσταση σε ένα μέλλον, όπου οι άνθρωποι έχουν σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Δεν καθορίζονται από το χρήμα. Ή καλύτερα ακόμα έχουν κάνει μια τρίπλα στο χρήμα. Αυτή ήταν η καταπληκτική ιδέα του Γιώργου να τριπλάρουμε το οικονομικό σύστημα στο νησί» εξηγεί Γιάννης Χατζηγιάννης που υποδύεται εξαιρετικά τον ανοιχτόκαρδο πότη καπετάνιο και ξεναγεί τους νεόφερτους στο Αρμενάκι.

«Δεν προτείνω σοβαρά να μην έχουμε λεφτά, όπως λέει η ταινία. Αλλά είναι αστεία ταινία, όσο αστείο είναι αυτό το νησί. Δεν είναι λύσεις αυτά που λέω εγώ. Είναι απλώς για να γελάσουμε. Γιατί όπως λέει το ρεφρέν του τραγουδιού του Άκη Πάνου ασ’ τον να λέει, του ΄χει σαλέψει το μυαλό» εξηγεί ο δημιουργός σχετικά με τις προθέσεις αυτής της ιστορίας.

Χωρίς ξεκάθαρη πολιτική θέση από την πλευρά του δημιουργού, η ταινία μεταδίδει μία ζεστή αίσθηση και ένα συναίσθημα τρυφερότητας. «Ελπιδοφόρα θα τη χαρακτήριζα την ταινία. Αν και ο πατέρας μου δεν θέλει να περνάει μηνύματα μέσα από τις ταινίες. Δεν τον ενδιαφέρουν τα διδακτικά έργα» λέει η Μαργαρίτα Πανουσοπούλου που αναλαμβάνει έναν καταλυτικό ρόλο στην ταινία ως κάποια που αλλάζει και αφήνεται στις χάρες του νησιού και στην ίδια τη χαρά της ζωής.

«Οι πρώτες μου σκέψεις πάνω στο σενάριο ήταν ότι πρόκειται για μια πολύ γλυκιά ταινία. Μου δημιούργησε ένα πολύ γλυκό συναίσθημα, το οποίο δικαιώθηκε και έμεινε πιστό μέχρι την τελευταία στιγμή» συμπληρώνει η Φωτεινή Τσακίρη, που παίζει τη δυναμική «χήρα» του νησιού, η οποία κερδίζει τις εντυπώσεις με την εξυπνάδα και το μπρίο της.

Μέσα στην αναρχική κοινωνία του νησιού, οι κάτοικοι βγάζουν το καλύτερο εαυτό τους και προτείνουν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. «Δείχνει μια άλλη προσέγγιση της ζωής και της πραγματικότητας. Κάποιοι θα μπορούσαν να εμπνευστούν, κάποιοι να θυμώσουν, αλλά έχει μία χαρά μέσα, μία αλεγρία» επισημαίνει η Μαργαρίτα Πανουσοπούλου για το ύφος της ταινίας.

Ο Μπάμπης Χατζηδάκης που υποδύεται τον Ιταλό δάσκαλο του νησιού με ένα μοναδικό όραμα για την εκπαίδευση λέει: «Η ταινία σχολιάζει τον τρόπο που είναι δομημένη η κοινωνία μας, τον τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να ζούμε και δείχνει ένα άλλο μοντέλο. Σαν να λέει ότι μήπως αν τα πράγματα λειτουργήσουν λίγο διαφορετικά, γίνουν καλύτερα. Το σύστημα που προτείνεται όσον αφορά το σχολείο, για παράδειγμα, είναι κάτι που γεννάται από τα ίδια τα παιδιά. Αυτό βέβαια μοιάζει λίγο αναρχικό, αλλά είναι και εξαιρετικά δημιουργικό».

Ακούγεται ουτοπικό; Μπορεί, αλλά η ταινία επιμένει ότι οι κανόνες μπορούν να αλλάξουν, φτάνει να το δοκιμάσει κανείς. «Δεν ξέρω αν είναι πολύ ουτοπικό να πιστεύεις ότι μια μέρα, κάποιοι άνθρωποι θα αλλάξουν τον κόσμο και τους κανόνες. Δεν είναι εντελώς ουτοπικό. Μερικοί θέλουν να επιστρέψουν στα γνήσια πράγματα της ζωής, χωρίς χρήματα, αλλά με αυτά που προσφέρει η φύση» λέει ο Γάλλος ηθοποιός Serge Requet-Barville, που παίζει έναν ευρωβουλευτή που επισκέπτεται το νησί για δουλειά.

«Ήτανε (λέει), λεφτάδες, ρέστοι, μπερδεμένοι…»

Λίγα λόγια για τους χαρακτήρες της ταινίας:

Αύρα / Μαργαρίτα Πανουσοπούλου
Καταρτισμένη οικονομολόγος με πολύ καλή και υπεύθυνη θέση. Μία εκ πρώτης όψεως συγκροτημένη νεαρή με φιλοδοξίες, απορίες – τι δεν έχει αυτοκίνητα το νησί;- και ξεκάθαρες απόψεις. Μέχρι που πατάει το πόδι της στο Αρμενάκι και βρίσκεται να αρμενίζει η ίδια σε αχαρτογράφητα νερά. Όταν αφεθεί, εξαπολύει μια εκρηκτική δύναμη, μία γήινη και πύρινη ενέργεια μαζί. Η πειθαρχημένη της φύση εξασθενεί και επιτέλους ζει ελεύθερη.

Felix / Serge Requet-Barville
Ένας Γάλλος ευρωβουλευτής με σημαντική αποστολή, αφού πρέπει να αξιολογήσει την κατάσταση που επικρατεί στο νησί. Ψυχρός, συγκρατημένος αλλά σίγουρα καλοπροαίρετος. Μικρά πολιτισμικά σοκ τον περιμένουν στο νησί, αλλά οι αρχικές του αντιστάσεις υποχωρούν, όταν γεύεται τις γεύσεις, τις μουσικές και τις χάρες του νησιού. Ήταν πάντα έτοιμος να μυηθεί στα μυστικά ενός άλλου τρόπου ζωής κι ας μην το ήξερε, όταν ακόμα κατέβαινε από ένα καϊκάκι στη στεριά στο Αρμενάκι.

Βίκτορας/ Μπάμπης Χατζηδάκης
Ο ανορθόδοξος δάσκαλος του νησιού είναι ένας Ιταλός αρχιτέκτονας που ανακάλυψε το Αρμενάκι, ερωτεύτηκε το νησί και άφησε τα πάντα για να ζήσει εκεί. Έχει γίνει ένα με τους ντόπιους και έχει αναλάβει την εκπαίδευση των παιδιών τους μέσα από ένα ελεύθερο και ιδιαίτερα εμπνευσμένο τρόπο εκπαίδευσης. Μοιάζει ολοκληρωμένος και κατασταλαγμένος, όμως τελικά του λείπει κάτι που θα βρει –ή μάλλον θα ξαναβρεί- στην αγκαλιά της Αύρας.

Χρύσα / Φωτεινή Τσακίρη
Καταφερτζού, δυναμική και απτόητη. Η Χρύσα έχει μείνει χήρα, αλλά δεν χάνει το κέφι της λεπτό. Θυμίζει τις δυναμικές ηρωίδες που κάνουν κουμάντο στα γουέστερν και όποτε χρειαστεί αρπάζουν το δίκαννο. Είναι ντόπια και παίζει τους κανόνες του αντιπραγματισμού στα δάχτυλα – άλλωστε φτιάχνει το καλύτερο τσίπουρο του νησιού. Το καθαρό της βλέμμα είναι και διορατικό. Διαβάζει τους άλλους, ειδικά τους ξενομερίτες που με τον ερχομό τους αναστατώνονται σταδιακά και μάλλον αμετάκλητα. Η ίδια αρπάζει την ευκαιρία να ζήσει ακόμα πιο ευτυχισμένη στο νησί, παρέα με τον Felix.

Καριώτες και Καριωτίνες
Στην ταινία εκτός από τους επαγγελματίες ηθοποιούς, συμμετέχουν σε χαρακτηριστικούς ρόλους και πολλοί ντόπιοι. Ο Πολύκαρπος σαν εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών, συνοδεύει την Αύρα και τον Felix. Ανάμεσά τους η κυρα-Λέγκω που κουνάει με νόημα το κεφάλι διαβάζοντας το χέρι των ξένων και γνωρίζει τα πάντα το νησί, ο Στέφανος, ο εκπρόσωπος Τουρισμού που επιμένει να τον φωνάζουν Στηβ, ο φιλόσοφος Λέλος ο τεμπέλος (παρ’ ολίγον πρόεδρος του νησιού) με την χαρακτηριστική του ατάκα «γεννηθήκαμε κουρασμένοι και ήρθαμε σε αυτή τη ζωή για να ξεκουραστούμε», ο Chef του χωριού, o Νικολάκης για τους Αρμενακιώτες που τους ζητά να δοκιμάσουν τα πρωτότυπα πιάτα του πριν τα στείλει σε ολόκληρο τον κόσμο.

«Ήτανε λέει, μια πολιτεία μαγεμένη…»

Λίγα λόγια για την Ικαρία:

Η ταινία είναι γυρισμένη αποκλειστικά στην Ικαρία, έναν τόπο γνωστό για τη γοητεία του αλλά και τη σοφία των κατοίκων που ξέρουν από ευ ζην. Είναι άλλωστε μία περίπτωση που η παγκόσμιο κοινότητα μελετά εδώ και χρόνια, αφού θεωρείται παράδεισος μακροζωίας.

Σ’ αυτόν τον τόπο στράφηκε ο δημιουργός για να τοποθετήσει τη δική του εκδοχή μιας ευτοπίας. «Κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ, σκηνοθετημένο, με διαλόγους, αλλά ντοκιμαντέρ με την έννοια του καθημερινού. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλού αυτό. Για μένα οι Ικαριώτες είναι το θέμα και όχι μόνο η Ικαρία. Τους λέω, χαριτολογώντας, ότι το νησί τους δεν είναι ωραίο και νευριάζουν, αλλά θα πήγαινα όπου πήγαιναν αυτοί» λέει γελώντας ο δημιουργός για τα χαρακτηριστικά που τον γοήτευσαν στο νησί.

«Μου είπε ότι όταν έγραψε το σενάριο δεν είχε υπόψη του την Ικαρία. Αλλά όταν ήρθε εδώ για να δει τους χώρους και έδωσε το σενάριο σε μερικούς ντόπιους να το διαβάσουν, εκείνοι του έλεγαν ότι το έγραψε για αυτούς εξ αρχής. Μοιάζει πολύ ο τρόπος της ιστορίας με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα πράγματα στην Ικαρία. Πολύ καλά έκανε και ήρθε εδώ για την ταινία. Ήρθε κι έδεσε το γλυκό» λέει ο ηθοποιός Μπάμπης Χατζηδάκης

«Η ταινία μιλάει για ένα νησί που δεν υπάρχει. Η Ικαρία είναι το πιο ταιριαστό μέρος για κάτι τέτοιο» συμπληρώνει ο ηθοποιός Σταύρος Μερμίγκης που υποδύεται τον ιδιότυπο «Έφορα», έναν ντόπιο που εκπροσωπεί τους υπόλοιπους σε ό,τι αφορά τις οικονομικές τους υποχρεώσεις με το κράτος.

Όσο για τη συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού στο γύρισμα, ο δημιουργός δηλώνει: «Αντέδρασαν πολύ καλύτερα από αυτό που περίμενα. Δεν ξέρω αν το διασκέδασαν και αυτοί όσο εγώ. Αλλά αντέδρασαν πολύ καλά. Με φυσικό τρόπο. Ευχαριστώ όλο το νησί. Παίξανε εκατοντάδες άνθρωποι. Θα τους είμαι για πάντα ευγνώμων. Δεν είναι δουλειά τους αυτή και την κάνανε για μένα».

Η Φωτεινή Τσακίρη θα θυμάται πάντα το ευχάριστο και φιλόξενο κλίμα που επικρατούσε στο γύρισμα χάρη στη φιλοξενία και τη συμμετοχή των κατοίκων. «Γίναμε λίγο η μασκότ του νησιού. Όπου κι αν πηγαίναμε όλοι ήταν ενήμεροι ότι γυρίζεται μια ταινία και ήταν όλοι με πόρτες και αγκαλιές ανοιχτές. Ήταν πάρα πολύ όμορφα». Ο Serge Requet-Barville συμπληρώνει για την ανοιχτή καρδιά των κατοίκων: «Ο κόσμος ήταν πολύ καλός. Με βοηθούσαν και μου εξηγούσαν τα πάντα, γιατί δεν ξέρω τη γλώσσα».

Με τον τρόπο του Γιώργου Πανουσόπουλου:

Στην ταινία πρωταγωνιστεί η κόρη του δημιουργού, Μαργαρίτα Πανουσοπούλου σε ένα ρόλο απαιτητικό που ξετυλίγει τη μεταμόρφωση της από συγκρατημένη νεαρή οικονομολόγο σε ελεύθερο πνεύμα. «Το πιο σημαντικό για τη συνεργασία με τον πατέρα μου, είναι κάτι που παρατήρησα σε εκείνον. Έδειξε ανοχή. Τον ένιωθα, τον αισθανόμουν πώς με αντιμετώπισε. Ήθελε να με ακούσει και να μου δώσει αέρα. Ήθελε να μου δώσει βήμα. Δεν το συζητήσαμε ποτέ. Εγώ το ένιωσα» εξομολογείται η ηθοποιός.

Η ηθοποιός κλέβει την παράσταση στην πιο εκρηκτική σκηνή της ταινίας, εκεί που η πραγματική της διονυσιακή φύση εκφράζεται ελεύθερα. «Η σκηνή της φωτιάς. Πολύ ωραία σκηνή, πολύ δυνατή. Πολύ δύσκολη. Ήτανε μία κι έξω, γιατί αυτό δεν αναπαράγεται. Για την Αύρα εκείνη η στιγμή ήταν μία κοσμική συνειδητοποίηση. Δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω αλλιώς. Παλεύει με το στοιχείο της φωτιάς, με τα στοιχεία της φύσης, με την ίδια τη φύση μέσα της, με τον ίδιο της τον εαυτό. Με τη δυαδική της υπόσταση που όλοι οι άνθρωποι έχουμε. Ήταν αυτή η μάχη εκείνη η σκηνή. Αφέθηκα σε αυτό. Δεν υπήρχε κανείς γύρω μου. Ήμουν μόνη μου».

Ο δημιουργός από την άλλη δηλώνει για τη συνεργασία με την κόρη του και με τους υπόλοιπους ηθοποιούς: «Έφτασε σε μία ηλικία η κόρη μου που μπορεί να παίξει σε μία ταινία. Έχει το ανάλογο ταλέντο και με τίμησε με την παρουσία της. Ήταν πολύ καλή. Έβαλε πράγματα μέσα που δεν είχα σκεφτεί να τα ζητήσω. Το έκαναν κι άλλοι αυτό. Έβαλαν πράγματα δικά τους. Τους ευχαριστώ όλους».

Ο μοναδικός ξένος ηθοποιός της ταινίας, ο Γάλλος Serge Requet-Barville, δηλώνει ενθουσιασμένος για τη συνεργασία με τον Έλληνα δημιουργό. «Με εντυπωσίασε ο Γιώργος, γιατί είναι μικρόσωμος και δεν μιλάει πολύ. Λέει ένα δυο πράγματα στο γύρισμα και είναι αρκετά. Όταν δεν λέει τίποτα, είναι χαρούμενος» σχολιάζει γελώντας ο ηθοποιός. Ο Σταύρος Μερμίγκης, ή αλλιώς «’Έφορος», από την άλλη, θυμάται τι αντάλλαξε με τον δημιουργό σχετικά με τον ρόλο του: «Δεν μου έδωσε οδηγίες. Δεν μου είπε πολλά πράγματα. Μου λέει τι θα κάνεις; Του λέω με χιούμορ το ΣΔΟΕ. Μου λέει ακριβώς το αντίθετο!»

Για τον ακαριαίο τρόπο που αντιδρά ο Πανουσόπουλος με τους ηθοποιούς, η Φωτεινή Τσακίρη σχολιάζει: «Έχει έναν δικό του τρόπο να οδηγεί τα πράγματα. Είχαμε κάνει μία πρώτη κουβέντα, μου περιέγραψε την ταινία και γυρνάει και μου λέει, τι λές; θα τα καταφέρεις; (γελάει) Και με έπιασαν τα γέλια. Είναι καίριος, αν είσαι σε εγρήγορση».

Το φινάλε και το μήνυμα της ταινίας:

Η ονειρική αίσθηση, που διαπερνά όλη την ταινία, επιφυλάσσει ένα διφορούμενο τέλος, ανοιχτό σε ερμηνείες και σκέψη. «Έχει υλικό για σκέψη όλη η ιστορία και η κατάληξη της. Αναρωτιέσαι γιατί αυτή η τελευταία σκηνή. Γιατί να λήξει έτσι η ταινία; Δεν θα μπορούσε να κλείσει με έναν άλλο τρόπο, πολύ πιο «αμερικάνικο»; Θα μπορούσε;» αναρωτιέται ο Μπάμπης Χατζηδάκης χωρίς να αποκαλύπτει περισσότερα για την τελευταία σκηνή.

Από την άλλη ο Serge Requet Barville νιώθει ότι η ταινία καταλήγει με ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα. «Το τέλος λέει ότι πρέπει να προσέχουμε και να φροντίσουμε αυτό που έχουμε. Και ποτέ να μη ζητάμε όλο και περισσότερα. Απλώς να εκτιμούμε τη ζωή για αυτό που είναι».

Ο ίδιος ο Γιώργος Πανουσόπουλος καταλήγει για τους λόγους που δημιούργησε την ταινία και τις προσδοκίες που έχει ως δημιουργός. «Παραμένω νέος, πειραματιζόμενος κάθε φορά. Όπως πειραματίστηκα και την πρώτη φορά το 1978, πειραματίζομαι και τώρα. Μου είναι αφόρητο να κάνω μια ίδια ταινία με την προηγούμενη. Θέλω να δω τι θα βγει με την ιδέα που έχω τώρα. Κι αν ξανακάνω, θα γίνει με την ιδέα που έχω τότε. Δεν ξέρω πώς θα φανεί στους άλλους. Μία ταινία την κάνω μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Μετά αδιαφορώ για την ταινία, όποια ταινία κι αν είναι. Διότι δεν είναι πια δική μου. Είναι του κοινού, των κριτικών, αλλά όχι δική μου».

Συντελεστές:

Σενάριο – Σκηνοθεσία: Γιώργος Πανουσόπουλος
Παραγωγός: Ελένη Κοσσυφίδου

Ηθοποιοί: Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, Μπάμπης Χατζηδάκης, Φωτεινή Τσακίρη, Serge Requet-Barville, Γ. Χατζηγιάννης, Βαλέρια Χριστοδουλίδου, Σταύρος Μερμίγκης, Ηλίας Γιαννίρης, Κώστας Πλάκας, Πέτρος Χάμπας, Θάνος Πρίτσας και πολλοί Καριώτες και Καριωτίνες.

Διευθυντής Φωτογραφίας: Χρήστος Καραμάνης
Μοντάζ: Νίκος Βαβούρης
Μουσική: Βαγγέλης Φάμπας
Σκηνογράφος: Σπύρος Λάσκαρης
Ενδυματολόγος: Μανταλένα Παπαδάκη
Ήχος: Wrecked Ambience/Dario les Bars/Γιάννης Σκανδάμης
Make up-Μαλλιά: Κυριακή Μελίδου
Εικαστικός: Κυβέλη Ζωή Στενού
Χορογράφος: Ιωάννα Λύκου
Χορηγοί: Hellenic Seaways, Καffea AE
Συμπαραγωγός Γαλλία: MPM FILM/Μarie- Pierre Macia/Claire Gadea
Συμπαραγωγοί Eλλάδα: ΕΡΤ ΑΕ + ΝOVA
Παραγωγή: blackbird production
(Mε την υποστήριξη του ΕΚΚ και του CNC)

[/toggle]

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *