Το Κελί 211 (Με δύναμη από την Ισπανία)
Το ευρωπαϊκό σινεμά έχει εδώ και πολύ καιρό πάψει να προσπαθεί να μιμηθεί το αμερικανικό και η Ισπανία είναι πρωτοπόρος στον τομέα αυτό. Η αίγλη που χάρισε στους Ισπανούς κινηματογραφιστές η διεθνής απήχηση της φιλμογραφίας του Πέδρο Αλμοδόβαρ αποτέλεσε την έμπνευση, το έναυσμα αν προτιμάτε, για τη δημιουργία ταινιών, που έχουν πραγματικά κάτι να πουν… Στην… αμερικανική της εκδοχή, η ιστορία του δεσμοφύλακα Χουάν Όλιβερ -που, από ένα τραγικό παιχνίδι της μοίρας και προκειμένου να επιβιώσει μιας εξέγερσης θανατοποινιτών, μετατρέπεται σε κρατούμενο- θα αποτελούσε ιδανικό υλικό για μια «εκρηκτική» περιπέτεια δράσης, με «βρώμικους» μπάτσους και «επικίνδυνους» κακοποιούς, υπεράνω των οποίων θα αναδεικνυόταν η φιγούρα ενός «μάτσο» πρωταγωνιστή, που θα τους… έδερνε όλους, θα παρέδινε τη φυλακή στις φλόγες και θα έβγαινε αλώβητος απ’ όλον αυτόν το χαμό, με το κορίτσι να τον περιμένει απ’ έξω… Ένας Μπρους Γουίλις ή ένας Τζέισον Στέιθαμ, για τους πιο σύγχρονους, θα ήταν ιδανικός για το ρόλο…
Στην ταινία του -γεννημένου στην ηλιόλουστη Μαγιόρκα- Μονζόν, αντίθετα, η δράση, χωρίς ουσιαστικά να σταματάει ποτέ, καθώς η κάμερα καταγράφει τα περιστατικά με ντοκιμαντερίστικη οπτική και διάθεση, αφήνει ωστόσο χώρο για τους χαρακτήρες να αναπτυχθούν, να συστηθούν στο κοινό και να του «εξηγήσουν» τα κίνητρα και τους σκοπούς των πράξεών τους. «Σε ακραίες καταστάσεις, χρειάζονται ακραία μέτρα» λέει ένα ρητό και όλοι οι ήρωες της ταινίας ωθούνται στα όριά τους, έχοντας να αντιμετωπίσουν ένα πρωτόγνωρο σκηνικό. Η εξέγερση των φυλακισμένων λειτουργεί όπως ένα φιτίλι στη βόμβα, που, πολύ πριν εκραγεί, έχει προλάβει να «ξεσκεπάσει» τους κεντρικούς χαρακτήρες και να διεισδύσει ως το «μεδούλι» τους, αποκαλύπτοντας αυτό που πραγματικά είναι και δείχνοντας ότι, κάτω από συγκεκριμένες καταστάσεις, ο άνθρωπος αναγκάζεται -και μπορεί- να επιστρατεύσει όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα, προκειμένου να επιβιώσει.
Η μοίρα ωστόσο του πρωταγωνιστή Χουάν είναι προδιαγεγραμμένη και η τραγική κατάληξη αναπόφευκτη, μα τόσο ρεαλιστική… Σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή και κατεβαίνεις στη δαντική κόλαση μαζί του, σαν ένας ακόμη καφκικός ήρωας, ελπίζοντας ότι στο τέλος ο «καουμπόι» θα θριαμβεύσει και θα χαθεί στο ηλιοβασίλεμα, μαζί πάντα με το κορίτσι (επιμένω σ’ αυτό, γιατί υπάρχει λόγος, και θα τον καταλάβετε, όσοι έχετε δει ή θα δείτε την ταινία), γνωρίζεις όμως ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί…
Στο σύμπαν του Μονζόν (σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας) δεν υπάρχει χώρος για αισιοδοξία και όλα, σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι, οδηγούν στη -φυσιολογική- κατάληξη της ιστορίας, όπως αυτή προκύπτει από τις περιστάσεις και δίχως συναισθηματικούς εκβιασμούς ή άσχετες αυθαιρεσίες στην πλοκή.
Με λίγα λόγια: μία «must see» ταινία, που σε «πιάνει από το λαιμό» από την αρχή και σε κρατάει σφιχτά μέχρι το τέλος, με βασικότερα πλεονεκτήματα τον ωμό ρεαλισμό, την ακατάπαυστη αδρεναλίνη, το -θαρρείς γραμμένο με ακρίβεια διαβήτη- σενάριο και τις καταπληκτικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού διδύμου, Αλμπέρτο Αμάν (Χουάν Όλιβερ) και Λουίς Τοσάρ (Μαλαμάντρε).
Για τους φανατικούς της… Wikipedia και του… Trivial Pursuit, η ταινία αποτέλεσε μεγάλη εμπορική επιτυχία στην Ισπανία (με εισπράξεις 11,3 εκατ. ευρώ ή, αν προτιμάτε, 15,4 εκατ. δολαρίων), ενώ και καλλιτεχνικά δεν πήγε πίσω, αποσπώντας οκτώ από τα 16 συνολικά βραβεία Γκόγια (τα ισπανικά Όσκαρ), για τα οποία είχε προταθεί, παρά τον εξαιρετικά ισχυρό ανταγωνισμό των «Agora», «The Dancer and the Thief», «Ραγισμένες Αγκαλιές» και «Το Μυστικό στα μάτια της». Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται τα τρία από τα τέσσερα κορυφαία βραβεία, αυτά δηλαδή της Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Ηθοποιού (Λουίς Τοσάρ).
Frank Serpico