Σινεμά

Μια δεύτερη άποψη για το «Django, ο Τιμωρός»


 

Τελικά τι είναι ο Ταραντίνο; Ώριμος σκηνοθέτης; Ταλαντούχος σεναριογράφος; Βίαιος και αυτοαναφορικός; Αντιγραφέας ή επιτυχημένος διασκευαστής; Το σίγουρο πάντως είναι ότι, ότι και από τα παραπάνω να ισχύει ο Ταραντίνο καταφέρνει κάθε φορά να ταράξει τα νερά του Χόλιγουντ.

Κι όμως ο Ταραντίνο δεν είναι αντιγραφέας. Αντιθέτως, το ταραντινικό σύμπαν είναι κάτι παραπάνω από χαρακτηριστικό και τα στοιχεία που το απαρτίζουν ευδιάκριτα σε κάθε τανία. Ο Ταραντίνο είναι περισσότερο ένας πολύ καλός μάστορας της διασκευής. Απλώς ο κινηματογράφος δεν έχει ακόμη μάθει να διασκευάζεται, όπως το θέατρο ή η μουσική. Εμπνεόμενος από τα αγαπημένα του b-movies ανατρέχει στη θεματολογία τους και μπολιάζει μέσα της τη δική του χαρακτηριστική ματιά.

Έτσι και το «Django, ο Τιμωρός», δεν είναι μια καθόλα δική του ιδέα, αλλά βασίζεται στο σπαγγέτι γουέστρεν του Κορμπούτσι «Django» (1966), που περιγράφει την περιπλάνηση ενός πιστολέρο-που τον υποδύεται ο Φράνκο Νέρο-στην Άγρια Δύση. Έκτοτε έγιναν πολλές προσπάθειες να διασκευαστεί η ταινία αυτή του Κορμπούτσι και οι περισσότερες απέτυχαν παταγωδώς. Ο Ταραντίνο όμως μπορούμε να πούμε ότι μάλλον τα κατάφερε.

Ο Ταραντίνο όμως δεν διασκεύαζει πλέον μόνο τα σπαγγέτι γουέστερν αλλά όπως φάνηκε από τις δύο τελευταίες ταινίες του, και την ιστορία,. Δεν παγιδεύεται όμως στα στενά πλαίσια μιας ιστορικής αφήγησης- παγίδα (ή πρόθεση;) στην οποία έπεσε ο Σπίλμπεργκ με το Λίνκολν- αλλά πηγαίνοντας στο άλλο άκρο κλείνει το μάτι στην ιστορία και τη χρησιμοποιεί ως όχημα που εξυπηρετεί τις δευτεροκλασσάτες υπερβολές του σπαγγέτι γουέστερν. Δεν τον νοιάζει να θίξει το θέμα της δουλείας, ούτε να κάνει μια ρεαλιστική καταγραφή των όσων συνέβαιναν στον αμερικανικό Νότο δύο χρόνια πριν την έκρηξη του Εμφυλίου Πολέμου. Τον νοιάζει απλώς να αναδείξει τις πιο ποταπές και βίαιες πλευρές της ανθρωπότητας. Και πιο άλλο μέσο θα μπορούσε να εξυπηρετήσει καλύτερα αυτόν τον σκοπό, αν όχι η ίδια η ιστορία;

Το «Django»- πιστό δείγμα της ταραντινικής αισθητικής- είναι γεμάτο με βία. Μια βία όμως που καταφέρνει τελικά να απενοχοποιηθεί καθώς καταλήγει να γίνεται χιουμοριστική και καρικατουνιστική. Αυτό άλλωστε είναι και το ατού του Ταραντίνο. Ο Django πυροβολεί τους πάντες, βάφει με άιμα τοίχους και πατώματα, εκδικείται βάναυσα τους τυράννους της λευκής φυλής και όλα αυτά με τη συνοδεία μιας παράδοξα αστείας μουσικής.

Εδώ όμως έγκειται και το μειονέκτημα της ταινίας, που μετά τις δύο περίπου ώρες καταλήγει να γίνεται μια φλύαρη και εύπεπτη αναπαράσταση σκηνών βίας, αποκομμένης πια από τον ιστό της ταινίας. Και εδώ θα συμφωνήσω με τον Tyler σχετικά με τις μουσικές επιλογές, που σε κάποιες σκηνές έμοιαζαν αν όχι εντελώς παράταιρες τουλάχιστον ασύνδετες.

Το μόνο σίγουρο όμως είναι πως μόνο ένας Ταραντίνο θα μπορούσε να μετατρέψει ένα κλασσικό γουέστρεν σε μια απολαύστικη ποπ εμπειρία.

 

 

 

 

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *